Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2010

Kώστας Μαρίνης

Σε συγγενικό σπίτι έφθασαν στα χέρια μου δύο από τα βιβλία «Κλυταιμνήστρα» και «Αντίλαλοι από το χωριό μας» του αξιόλογου φιλόλογου και λαογράφου (λαολόγος πίστευε ο ίδιος ότι είναι η σωστή έκφραση) Κώστα Μαρίνη. Γεννημένος στα 1897 στην Αμυγδαλιά (Γλανιτσιά) Γορτυνίας πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους και εργάστηκε σαν καθηγητής στη Μεσσηνία, διωκόμενος μέχρι τέλους λόγω των ασυμβίβαστων αριστερών του πεποιθήσεων. Διέπρεψε στην λαογραφία δημοσιεύοντας τακτικά στην «Νέα Εστία» και «Πρωία» κείμενα που συγκέντρωσε (1929-1939) υπό τον τίτλο «Λαολογικά μελετήματα και άρθρα» την «Ελληνική Λαολογία» 1936 και το «Αντίλαλοι από το χωριού μας» 1929. Το τελευταίο αποτελεί λαογραφική μελέτη και είναι αφιερωμένο «σε κείνη που δε δέχθηκε την αφιέρωση» κάποιο νεανικό του έρωτα όπως μας πληροφόρησε η κόρη του φιλόλογος κα Ειρήνη Μαρίνη Χατζηφώτη. Στο οπισθόφυλλο ο ίδιος αναφέρει ότι το βιβλίο « γράφτηκε στη Γλανιτσιά της Γορτυνίας το Χινόπωρο του 1919 για το λαογραφικό φροντιστήριο του μακαρίτη

Ακρόπρωρο

Εικόνα
Ακρόπρωρο Το καλοκαίρι σκύβει και κρυφακούει τα οράματα των θνητών. Την αυθεντικότητα χάραζα στον ασβέστη του προσώπου σου. Στη γυμνή πέτρα άπλωνα τη μουσκεμένη περηφάνια του ήλιου κι αφουγκραζόμουν την αλμύρα του πελάγου. Ευτελής πεταλίδα, το απόλυτο γεύομαι, βυζαίνοντας το βράχο. Θάλασσα κι αίμα, βράχος και άλμη, σύννεφο κι ουρανός, κέλυφος ψυχής και πεισμωμένη σάρκα. Εκεί θα πέτρωνα νωχελικά ή θα με διαμέλιζαν γοργά χείλια τραχιά θαλασσινών, ρουφώντας άπληστα τη νοστιμιά, πετροβολώντας την ψυχή μου.  Έτσι γυμνή και αντιφατική, τραχιά στο λόφο της, λεία κι αστραφτερή στη φούχτα θα συντρόφευα τα καλοκαίρια των παιδιών, κέρμα ονείρου, σε κυνήγια θησαυρών για τους εποχικούς δραπέτες του θανάτου  Φτύνω τις λέξεις, κουκούτσια των αισθημάτων μου.  Θάθελα ν’ ανθίσουν νεραντζιές τα όνειρα, που ποδοπάτησαν οι επιθυμίες σου.  Μελετώ στο χάρτη του προσώπου σου τα στίγματα των αισθημάτων που μας γεφύρωσαν. Κενό. Με πλαστική διέγραψες τους χειμώνες που μου φόρτωσες. Πώς αλ

Ο πολυμήχανος έρωτας

Εικόνα
Ο πολυμήχανος Έρωτας Ο πολυμήχανος έρωτας κούρνιασε στο φλούδι του εγκεφάλου. Ντύθηκε την ιδέα για να εκπορθήσει τους κυματοθραύστες των αναστολών. Λίμνασε τα συναισθήματα για να πυρπολήσει τις αισθήσεις.  Στα πλοκάμια του αφήνεσαι, παρασύρεσαι. Καθρεφτίζεις τις πεθυμιές σου στο σχήμα του. Πήραν μορφή τα οράματά σου. Ψηλαφάς του κορμιού του τα μονοπάτια αναζητώντας το δαίδαλο της ψυχής σου. Η κατάκτηση είναι γυναικεία προτέρημα. Κατακρατάς, κατασπαράζεις την ηδονή, ρουφάς την ανδρική δροσιά. Μάταια οργώνουν το κορμί σου. Ανήκει μοναχά σε σένα. Ανήκει στη ζωή. Ανήκει στων ανέμων τα γυρίσματα και της θάλασσας της απεραντοσύνη. Μελετώ των χεριών σου τα βήματα, αφουγκράζομαι την ανάσα σου ν’ ακουμπά στο κορμί μου. μετρώ τρόπους προσέγγισης χρυσωμένους από το φως της επίγνωσης. Στιγμιαίες εκρήξεις και μετά το σκοτάδι. Όπως στο όνειρο. Όσο αντέχει το κορμί να φτερουγά καβάλα στην ελπίδα.  Παράνομα βλέμματα κάτω απ’ τον ήλιο. Παράνομα φευγαλέα αγγίγματα σ’ ένα κόσμο παράνομα χ

Στην άμμο της αγάπης μου

Εικόνα
Στην άμμο της αγάπης μου       Μη ψάχνεις στην άμμο του κορμιού μου το κυμάτισμα τ’ ανέμου της φωτιάς. Τους αντικατοπτρισμούς οάσεων μην προσπαθείς ν’ αγγίξεις.   Αρκέσου στον ίδρο που ανατέλλει τη νυχτιά για να δροσίζει την αγάπη μας. Αρκέσου στο σοφό λουλούδι της προσφοράς που σύναξε τη σταγόνα του έρωτα μου.  Στήσε την τέντα της δικής μας ύπαρξης και προφυλάξου απ’ το χαμσίνι.  Όλα διαβαίνουν, όπως τα καραβάνια.  Ο ήλιος γέρνει καθημερινά κι εγώ υπάρχω σταθερά στηρίζοντας τα πέλματα τ’ ονείρου σου. Και αν κυματίζω, και αν ορθώνομαι στήλη πυρός το δρόμο να σου δείχνω, και αν γαληνεύω καθρεφτίζοντας τη βροχή των αστεριών, και αν κραυγάζω τη σιωπή του θανάτου ,δεν είμαι παρά τ’ αποτύπωμα των βημάτων της αγάπης σου.      Μην ψάχνεις τις οπλές απ’ τ’ άλογα των καραβανιών. Τα καρφιά, που συγκρατούσαν τις σκηνές τους, θάφτηκαν στη βαθιά μου σοφία. Τα μονοπάτια των εξερευνήσεων κυμάτισαν και νέοι αμμόλοφοι κάλυψαν τα οστά των τολμηρών. Ο άνεμος του ανέφικτου σάρωσε κάθε πορ

Μάθημα καλλιγραφίας

Εικόνα
Μάθημα καλλιγραφίας Σήματα λυγρά (= ύπουλα) ονόμαζε ο Όμηρος τα γράμματα σε μιαν εποχή που η ποίηση φτερούγιζε από στόμα σε στόμα και η γραφή ήταν μαγεία.  Χιλιάδες χρόνια μετά στο μάθημα Καλλιγραφίας, αντιγράφαμε κάποιο κείμενο με πένα, που βουτούσαμε εκνευριστικά συχνά στο μελάνι την εποχή, που ήδη είχε ανατείλει η αυτοκρατορία των στυλό. Δεν καταλαβαίναμε την αξία του κειμένου, δεν το διαβάζαμε καν. Θα μπορούσε να είναι από τη Βίβλο ή τους κλασσικούς, λίβελος, ραβασάκι ή συνταγή μαγειρικής. Δεν αναζητούσαμε την κρυφή σοφία κάθε λέξης ή έστω την προϊστορία κάθε γράμματος. Αγνοούσαμε ότι κάθε γράμμα του ελληνικού τουλάχιστον αλφαβήτου, μιας και προέρχεται απ’ το φοινικικό σέρνει ξωπίσω του το συμβολισμό κάποιου αντικειμένου. Πασχίζαμε να σερβίρουμε ευπρεπώς τα γράμματα, όπως τα δώρα που πασχίζουν να εντυπωσιάσουν με το περιτύλιγμα ή οι μπουφέδες των δεξιώσεων, που από έργα τέχνης στο τραπέζι καταλήγουν αηδιαστικό συμπύλημα στα περιφερόμενα χέρια καλοντυμένων αχόρταγων