Ακρόπρωρο



Ακρόπρωρο

Το καλοκαίρι σκύβει και κρυφακούει τα οράματα των θνητών.
Την αυθεντικότητα χάραζα στον ασβέστη του προσώπου σου.

Στη γυμνή πέτρα άπλωνα τη μουσκεμένη περηφάνια του ήλιου κι αφουγκραζόμουν την αλμύρα του πελάγου.
Ευτελής πεταλίδα, το απόλυτο γεύομαι, βυζαίνοντας το βράχο. Θάλασσα κι αίμα, βράχος και άλμη, σύννεφο κι ουρανός, κέλυφος ψυχής και πεισμωμένη σάρκα.
Εκεί θα πέτρωνα νωχελικά ή θα με διαμέλιζαν γοργά χείλια τραχιά θαλασσινών, ρουφώντας άπληστα τη νοστιμιά, πετροβολώντας την ψυχή μου.
 Έτσι γυμνή και αντιφατική, τραχιά στο λόφο της, λεία κι αστραφτερή στη φούχτα θα συντρόφευα τα καλοκαίρια των παιδιών, κέρμα ονείρου, σε κυνήγια θησαυρών για τους εποχικούς δραπέτες του θανάτου

 Φτύνω τις λέξεις, κουκούτσια των αισθημάτων μου.
 Θάθελα ν’ ανθίσουν νεραντζιές τα όνειρα, που ποδοπάτησαν οι επιθυμίες σου.

 Μελετώ στο χάρτη του προσώπου σου τα στίγματα των αισθημάτων που μας γεφύρωσαν. Κενό.
Με πλαστική διέγραψες τους χειμώνες που μου φόρτωσες.
Πώς αλλιώς θα συνέχιζες ν’ αρμενίζεις μεσοπέλαγα δίχως εμένα -γοργόνα καρφωμένη στην πρύμνη σου- να επαναλαμβάνω σα χαλασμένο γραμμόφωνο πως ΖΕΙ ο έρωτάς σου;

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης