Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2010

Γκραντίβα Μια προσέγγιση στο φροϋδικό μύθο

Εικόνα
Grandiva Είναι θλιβερό αν σκεφθεί κανείς ότι από τα 160 βιβλία που δημοσίευσε ο πετυχημένος στην εποχή του συγγραφέας και τ. φοιτητής της Ιατρικής Βίλχεμ Γιένσεν διασώθηκε στη μνήμη των ανθρώπων μόνο η «Γκραντίβα» κι αυτή χάρη στην ψυχαναλυτική μελέτη του Φρόιντ και τις μεταμορφώσεις που επεφύλαξαν στο πρότυπό της οι σουρεαλιστές επίγονοί του. Η νουβέλα ονομάστηκε από ένα μέτριο ελληνιστικό επιτάφιο ανάγλυφο το οποίο απεικονίζει μια νέα σε στάση φυγής, που ευτύχησε να γίνει φετίχ για ένα ολόκληρο καλλιτεχνικό ρεύμα και γοήτευσε και τον ίδιο το Φρόιντ τόσο ώστε να γράφει στη γυναίκα του στις 24-9-1907 «Φαντάσου τη χαρά μου όταν μετά από τόσο καιρό μοναξιάς είδα σήμερα στο Βατικανό ένα οικείο και αγαπημένο πρόσωπο. Όμως η αναγνώριση υπήρξε μονόπλευρη γιατί η Γκραντίβα ήταν κρεμασμένη ψηλά στον τοίχο» Σύμφωνα με το κείμενο ο αρχαιολόγος Νόμπερτ, ερωτεύεται τη μορφή του αναγλύφου και όταν στην Πομπηία συναντά την Ζωή, την ταυτίζει με τη μορφή του Έρωτα. Αυτή η ταύτ

Αν ο Λόρκα ήταν γυναίκα!

Εικόνα
Αν ο Λόρκα ήταν γυναίκα! Φέτος διαβάζοντας κάποιο ποιητικά "φεμινιστικό" κείμενό μου δέχθηκα την οργισμένη επίκριση άνδρα λογοτέχνη που άρχιζε με τη θέση "Αν όλα αυτά είναι αλήθεια, τότε ντρέπομαι που είμαι άντρας" και πρόσφατα παρακολουθώντας την παράσταση της "Γέρμα" του Λόρκα από το θέατρο Τέχνης και παρ' ότι είμαι γυναίκα και μάνα τεσσάρων παιδιών (ίσως ακριβώς γιαυτό) αποκόμισα την ίδια αίσθηση της υπερβολής που είχε εισπράξει ο συνάδελφος ακούγοντας το δικό μου "μητριαρχικό" κείμενο. "Και όμως ο Λόρκα ήταν άντρας!" σκέφθηκα. Ίσως ακριβώς γιαυτό μπόρεσε έτσι να καθρεφτίσει το δράμα της στείρας γυναίκας. Γιατί παρά την βιολογική διαφορά και τις κοινωνικές απόψεις που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των φύλων, η ανθρώπινη ψυχή παραμένει μία, κοινή σε άντρες ή γυναίκες, και ο δημιουργός μπορεί ν' αναπλάθει την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας βιώνοντας μέσα απ' τους ήρωέ

Άνθη Κάπαρης γιαχνί!

Εικόνα
Ανθη κάπαρης γιαχνί Τα ροδοπέταλα κι οι λεμονανθοί γλυκό του κουταλιού, έχουν τη φινέτσα της πολυτέλειας. Τα καλλιτεχνήματα της κάπαρης έλκουν με την πικρή τους ευωδιά μόνο την συναυλία των εντόμων. Καρφωμένη στο βράχο και τα πεζούλια, ρουφώντας το νερό του ουρανού αντιστέκεται στις γήινες άγκυρες και φτεροκοπά να πετάξει. Φτωχομάνα γυμνώνεται εαρινά όλο της τον πλούτο που θησαυρίζουν με σεβασμό οι σοφοί της ανέχειας. Καπαρόκουμπα για νοστιμιά, και τα φύλλα σαλάτα ή γιαχνί. Τίποτε Δε χάνεται. Ούτε τα αριστοτεχνήματα των ασπρορόδινων κυπέλλων με τους μοβ στήμονες που προκαλούν ερωτικά το φως. Θυσία και αυτά όχι στην καλαισθησία αλλά στην επιβίωση των ανθρώπων. Πολύπλοκο φαγητό. Ακατάλληλο για τους θαμώνες των ταχυφαγείων. Αθώο της αγχώδους αγευσίας. Νεκρή πια πρακτική. Το φαγητό είναι ιερουργία. Όσο λιγότερο τόσο πιο ευφάνταστο. Ότι σήμερα πετάμε κάποτε το θησαύριζαν. Βασικό του συστατικό η υπομονή κι η αγάπη. Η φτώχεια δεν ήταν άγευστη αλλ’ αντίθετα εφευρετική.Ελάχιστο

Το εικόνισμα (διήγημα)

Εικόνα
 Το εικόνισμα Το ξωκλήσι στέκονταν στην άκρη του γκρεμού, ζυγιζόταν στο χάος έτοιμο να πετάξει με το γαλάζιο του τρούλο.   Με τα λιγνά χρωματιστά παράθυρα και τις κατάλευκες καμάρες της στέγης, με το πορτάκι του να στοχεύει τη δύση, σαν κλειδαρότρυπα απ' όπου τα εικονίσματα δραπετεύοντας απ' την ακινησία τους κρυφοκοιτούσαν τον ήλιο, που έλειωνε κάθε δειλινό σε πορτοκαλί φως και χυνόταν ερωτικά στη θάλασσα. Οι άγιοι τότε, πορφύρωναν από ντροπή μπροστά στην ατέλειωτη αναγέννηση του κόσμου και ξαναγυρνούσαν στην τρεμάμενη αυτοσυγκέντρωση του καντηλιού που εξουσίαζε το σκοτάδι. 'Έτσι γινόταν ασταμάτητα τόσους αιώνες. Μήτε που τρόμαζαν απ' του αγέρα το κυνηγητό ολόγυρα στην αυλή τους ή τις απειλές του σα σειούσε τα πορτοπαράθυρα απειλώντας να μπει ακάλεστος, μήτε και στου σεισμού τα τραντάγματα ταράχτηκαν, τότε που όλα τα ζωντανά αλάλιαζαν κι οι πεθαμένοι γύρευαν να χωθούν βαθύτερα στα μνήματά τους, ανταριασμένοι απ' τη β

Στην οικονομική κρίση περισσότερο.

Εικόνα
«Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Σύμφωνοι.  Κακώς οι Κασσάνδρες με την ανατολή των φαστφουντάδικων προέβλεπαν την εξαφάνιση οδόντων και εντέρου (μετά την ήδη ατροφία των φρονιμίτων και της σκωληκοειδούς) από το ανθρώπινον είδος, με την καθιέρωση τροφών αποτελουμένων από δισκία επιθυμητών γεύσεων με τις αναγκαίες θρεπτικές ουσίες.  Οποία πλάνη! Το φαγητό δεν είναι τροφή αλλά ιεροτελεστία. Φαστ φουντ της χοληστερίνης της απελευθέρωσης, κυριλέ μετά κηρίων για ακριβοπληρωμένο υποκατάστατο ρομαντισμού, πανσπερμία εθνικών γεύσεων για κάθε βαλάντιο, από πακέτο για το σπίτι μέχρι σερβίρισμα σε κορμιά ημίγυμνων νεανίδων, που προσφέρονται αφιλοκερδώς να χρησιμοποιηθούν σα σερβίτσιο σε «γεύματα εργασίας» εχόντων και κατεχόντων.      Ο Σουητώνιος δε ντρεπόταν να ομολογεί το πάθος του για το κύρος του καλού φαγητού. Το αγαπημένο του ήταν η «πίτα της Αθηνάς» που είχε για υλικά μυαλά παγωνιού και φασιανού, γλώσσες ροδόχρωμου φλαμίγκο και συκώτια λούτσου ψιλοκομμένα μέσα σε γάλα λάμπραινας

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης

Εικόνα
Το κείμενο είναι εκλαϊκευμένη απόδοση της επιστημονικής μου εργασίας στο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών για την έδρα Ιστορία της Ιατρικής το 1991 Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης είναι το μοναδικό στον κόσμο υπόσκαφο Λεπροκομείο και λειτούργησε μέχρι το 1930 σε υπόσκαφα χτίσματα στην Καλντέρα κάτω από το ξωκλήσι του αη Γιάννη του Ελεήμονα.* Η ιδιαιτερότητα των καταλυμάτων δεν πήγαζε από προκατάληψη κατά των ασθενών, αφού η αρχιτεκτονική του νησιού στηρίζεται στα υπόσκαφα κτίσματα και επειδή την ίδια εποχή η κοινωνική κατάσταση ήταν φεουδαρχικής δομής, δηλαδή όλοι οι άκληροι αγρότες ζούσαν σε υπόσκαφα με μόνο εισόδημα ότι η φιλανθρωπία του αφεντικού προσέφερε. Τα λεπροκομεία ιδρύθηκαν στην Ευρώπη από το 12ο αιώνα και πήραν στη μεν Δύση τη μορφή απάνθρωπων γκέτο, στο δε Βυζάντιο λειτούργησαν μεν σαν χώροι απομόνωσης αλλά παρείχαν στοιχειώδη περίθαλψη πχ Βασιλειάδα. Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης ιδρύθηκαν πριν από τον 18ο αιώνα κατά τα Βυζαντινά πρότυπα, διό

Στη Σαντορίνη Εros beach ή του Χανά

Εικόνα
Θέρος ή Εros beach ή του Χανά Πάντα στη Σαντορίνη κολυμπούσαμε. Ακόμη και την εποχή των πειρατών, όταν λάμιες κι αραπάδες έκλεβαν τα παιδιά στοιχειώνοντας τα παραμύθια των γιαγιάδων μας. Όμως οι ακτές δεν ήταν παραλίες, αλλά αραξοβόλια και τόποι προσκυνήματος. Οι ευλογημένες αμμουδιές Περίσσα και το Καμάρι σημαδεμένες με εκκλησιές κι ανάμεσά τους το Μέσα Βουνό, (όχι Αρχαία Θήρα για τους ντόπιους). Κολυμπούσαμε παντού σε άμμο, βράχια ή τα λιμάνια. Θαλασσινοί είμαστε. Τη θάλασσα δε τη φοβόμαστε. Την αγαπάμε ερωτικά στην κάθε της έκφραση και τη σεβόμαστε. Ο Αθηνιός, εμπορικό λιμάνι για την εξαγωγή κυρίως του κρασιού, η Βλυχάδα, βιομηχανικό κέντρο για το μπελτέ, και όχι πλαζ ή λιμάνι, του Χανά και όχι Eros beach, τα Αλμυρά και τα ολισθηρά βραχάκια του αη Νικόλα το Μαύρο Ραχίδι - μαύρο παρά τα πορφυρά βράχια που το αγκάλιαζαν κι απέναντι από τα Καμπιά μια δυσπρόσιτη αγκαλιά που σήμερα λέμε Red Beach. Η Σαντορίνη μας δεν είχε παραλίες. Κολυμπούσαμε σε χώρες μα

Ραμαζάνι στο ΣΕΦ

Χαρούμενο πρωινό του Νοέμβρη, σχεδόν καλοκαιρινό πάνω στη σιδερένια γέφυρα που ενώνει τον ηλεκτρικό με το σταθμό του τραμ με φόρμα γυμναστικής και μπλουζάκι με στάμπα φιγούρες φαραώ. Απέναντί μου βιαστικές ομάδες μελαψών νεαρών με τα λευκά σκουφάκια και τις λευκές κελεμπίες βιάζονταν ν’ αποκριθούν στο αθέλητο χαμόγελό μου με συνένοχο κίνηση της κεφαλής ή με ένα σεβαστικό «γειά σου, κυρία». Μαζεύονταν σαν τα περιστέρια στην αυλή του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας για να προσευχηθούν στην τρανότερη θρησκευτική γιορτή τους, δοξάζοντας τον ένα τους Θεό, ζητώντας Του παρηγοριά μπροστά στις δυσκολίες της ξενιτειάς και την υγεία των δικών τους στην πατρίδα. Στα κανάλια έδειχναν πρωί πρωί ότι κάποιοι εξυπνάκηδες στην πλατεία Αττικής προσπάθησαν να τους χαλάσουν την προσευχή βάζοντας στη διαπασόν μουσική χέβυ μέταλ. Τους χαμογελούσα με αίσθημα συνενοχής, σε μια χώρα, το λίκνο υποτίθεται της δημοκρατίας και της ανεκτικότητας, όπου κάποιοι πια δε ντρέπονται ν’ αμφισβητούν το δικαίωμα του ξένου ή