Ο Αχιλλεύς Παράσχος και η σχέση του με την Σαντορίνη


Η Σαντορίνη πρωτοεμφανίστηκε στο πλατύ κοινό του Πανελληνίου σαν ρωμαντικό σκηνικό για τραγικούς έρωτες με την τηλεοπτική μεταφορά του αξιόλογου μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη «Πανθέοι». Αν κι είχε εμπνεύσει πολλούς ποιητές, η τρομερή της όψη δεν προσφέρεται για τρυφερά αισθήματα μ’ ευτυχή κατάληξη, ενώ η τουριστική έκρηξη συνέπεσε με την προβολή κάποιας ξένης ταινίας, όπου η Σαντορίνη εμφανιζόταν σαν νέα Πομπηία, χώρος ελευθεριοτήτων χωρίς φραγμούς, το ηφαιστειώδες σεξουαλικό αντίστοιχο της Μυκόνου για τις μοναχικές γυναίκες.
Να όμως που πράγματι η Σαντορίνη ήταν το θέατρο του τραγικού έρωτα ενός από τους σημαντικότερου ποιητές μας του 19ου αιώνα, του Αχιλλέα Παράσχου. Ο Παράσχος (1818-1895) καθιερώθηκε σαν «ψάλτης του Έρωτα» χάρη στα ποιήματα που έγραφε για να ξορκίσει τον καημό για τη μεγάλη του αγάπη. Το πραγματικό όνομα της Μούσας του ήταν Αμαλία Σεραφείμ, αλλά εκείνος την ονόμαζε «Μαρία». Δεν έχουμε στοιχεία ότι ήταν σαντορινιά. Θρυλείται ότι ο πατέρας της μαθαίνοντας τις πλατωνικές τους σχέσεις την ανάγκασε, κατά τα κρατούντα, να του επιστρέψει τα γράμματά του και να του δώσει «πίσω τον λόγο του», «ένα κεραυνό σε φάκελλον ευώδη κεκλεισμένον» όπως περιγράφει εκείνος ποιητικά. Ο Παράσχος απεπειράθη ν’ αυτοκτονήσει, αν και ήταν καρδιοκατακτητής., πετυχημένος συγγραφέας και πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Η Αμαλία αναγκάστηκε να παντρευτεί με ένα νησιώτη έμπορο και την ημέρα του γάμου τρελλάθηκε. Αρχικά την έκλεισαν στο γυναικείο μοναστήρι της Σαντορίνης. Το γιατί στη Σαντορίνη δεν είναι γνωστό, αφού αυτά κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και μόνον αργότερα ο Θ. Βελιανίτης διέσωσε κάποιες λεπτομέρειες σαν αυθεντικές και άλλες αργότερα διασταύρωσε ο Γ. Καιροφύλλας. Η κοπέλα παρέμενε στο γυναικείο Μοναστήρι Θήρας (δεν γνωρίζουμε αν ήταν στον άγιο Νικόλαο ή στο μοναστήρι των Καθολικών) όπου η κατάστασή της χειροτέρευε και συνέπεσε την εποχή που ο Παράσχος ήταν έπαρχος Θήρας ν’ αναγκασθεί ο ίδιος να μεριμνήσει για την μεταφορά της στο φρενοκομείο Κερκύρας.
Ανάμεσα στα ποιήματα που έγραψε γιαυτήν είναι και το «Προ της Παναγίας» το οποίο καταλήγει:
«Ναι, αν σου έφερα ποτέ λουλούδια μυρωμένα,
αν έχω την εικόνα σου κι εγώ λιβανισμένα,
αν στου Παιδιού σου έκλαψα τα πάθη, Παναγία,
κι έχετε ένα όνομα μαζί με τη Μαρία,
δος μου, αχ δος μου της ζωής το δροσερό βοτάνι
να δώσω στη Μαρία μου μην τύχει και πεθάνει»
Όπως αναφέρεται στην ανθολογία Περάνθη αργότερα όταν ο Παράσχος είχε επισκεφθεί ξανά τη Σαντορίνη, σε ποιητική βραδυά, παρουσίασαν μια όμορφη κοπέλα που θα απήγγειλε ποίημά του. Μόλις έγινε ησυχία η νέα άρχισε ν’ απαγγέλλει:
«Στον καφενέ καθόμουνα και έπαιζα χαρτία,
και ήλθον και μου είπανε πως πέθανε η Μαρία»
Ο ποιητής πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του και διέκοψε την κοπέλα αγανακτισμένος
- Παύσατε δι όνομα του θεού! Δε συνέθεσα εγώ αυτάς τας βδελυγμίας. Μη μολύνετε την δυστυχή μου Μαρίαν με τοιούτους στίχους.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για το σπίτι στο οποίο έγινε αυτό το συμβάν. Οι σαντορινιοί θεωρούμε τους εαυτούς μας ανθρώπους του κόσμου, που τηρούν τις κοινωνικές συμβάσεις και όσο κι αν υπάρχουν αρκετά ανέκδοτα για πειράγματα σε βάρος κάποιων «τύπων» του νησιού, είναι περίεργο το πώς σε κοσμική σύναξη της καλής κοινωνίας θα γινόταν τέτοιο αστείο σε βάρος κάποιου του οποίου την τραγική ιστορία είχαν όλοι ζήσει από τόσο κοντά. Ούτε γνωρίζουμε το πότε ακριβώς έγινε αυτό το περιστατικό, γιατί βέβαια ο Παράσχος μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε μποέμ και καρδιοκατακτητής ακόμη και μετά το γάμο του με την Κλειώ Κλάδου. Ίσως ακόμη για την σκηνοθεσία του καλαμπουριού να συνήργησε η τάση του ποιητή να διηγείται λεπτομερώς όλες τους τις ερωτικές επιτυχίες στους φίλους του στα καφενεία. Η μη αποκάλυψη της ταυτότητας της «Μαρίας» ίσως συνέβαλε στο να υποθέσουν κάποιοι ότι ήταν μια υπόθεση φανταστική ή ξεπερασμένη. Στην πραγματικότητα ο Παράσχος τρεφόταν λογοτεχνικά από τον τραγικό έρωτά του για τη «Μαρία» που «έφερε είκοσι φθινόπωρα και άνοιξη καμία» Άλλωστε όπως ο ίδιος ομολογεί στο ποίημά του «Έρως»
«Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου αλαζόνος
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις πτέρυγας ταώνος
ουδ’ εις φιάλην στίλβουσαν, πλην στείραν αρωμάτων.
Τη θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου, ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην
μ’ ολίγον σώμα -άνεμος σχεδόν- ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθανάτιον μ’ αθανασίας μύρον
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον....»
Ο Παράσχος θρηνούσε ποιητικά γιαυτήν μέχρι τέλους και την επισκεπτόταν στο φρενοκομείο Κερκύρας. Πέθανε πριν από την Μούσα του, που «μ’ ολίγον σώμα» και χωρίς ποτέ να ξαναβρεί τα λογικά της (σε μιαν εποχή που η ψυχιατρική ήταν στα σπάργανα) έφυγε μετά τον ποιητή.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης