Τα κάστρα μας

   Τα κάστρα μας.
 Γιορντάνι από ματωβαμμένες πέρλες σ’ ένα παζάρι όπου οι έλληνες διάβαιναν σαν πετροχελίδονα.. Θρύλοι, σκοτεινά χρόνια, καταπίεση, λιμοί, αρπαγές, λεηλασίες από κουρσάρους και κατακτητές, ρήγισσες κι υποτακτικοί, τόποι εγκλεισμού και καταφυγή λύτρωσης.
 Περήφανα ακόμη υψώνουν το στήθος αντίκρυ στα πέλαγα, ριζωμένα στο βράχο, θεμελιωμένα στον πόνο, τον τρόμο και την ελπίδα.
Τα πιο πολλά γυμνά στη φθορά του χρόνου, ατενίζουν αφ’ υψηλού τις υποταχτικές νιόχτιστες πολιτείες ή γίνονται ντεκόρ για τις παραλίες με τα γαλάζια σημαιάκια που ανεμίζουν σαν παράσημα στρατηγών άκαπνων.
 Γιατί, τι προσθέτει η όποια διάκριση στη γαλήνη της αμμουδιάς που σκιάζεται απ’ το κάστρο της Μεθώνης; Ή τι καλύτερο απ’ το να κολυμπάς στην παρθένα απέραντη ακτή με μόνους συντρόφους καλαμάκια με πινακίδες που σε προειδοποιούν για τις φωλιές της Καρέτα Καρέτα;
 Με τι συγκρίνεται η γεύση της ζωντανής ιστορίας όταν κολυμπάς στη ρίζα του Αναπλιού;
 Πώς περιγράφεις το δέος των ονειρικών λόφων που ξάφνου αναδύονται σε κάποια στροφή του δρόμου πνιγμένα στις; πευκοβελόνες;
Στην Πύλο έκαναν καλή δουλειά μεταμορφώνοντας τις φυλακές του Νιόκαστρου σε Μουσείο Εναλίων αρχαιοτήτων. Επαινετή πρωτοβουλία, όμως το γκαζόν ανάμεσα στα τέως κελιά θυμίζει Ντίσνευλαντ. Συντήρηση χρειάζονται τα κάστρα κι όχι αναπαλαίωση.
Είναι η αρμονική επιβίωση του συνοθυλεύματος των κατακτητών που διάβηκαν μα δε ρίζωσαν, το πάντρεμα του φράγκικου με το τούρκικο και το ελληνικό.
Είναι πολύτιμα πετράδια της δεκτικότητας τούτης της γης στη γονιμοποίηση κάθε πολιτισμού, τα ρουμπίνια όπου το δικό μας αίμα, που σπάταλα πότισε το δεντρί της λευτεριάς, έδεσε με το αίμα των άμαχων σφαγιασμένων κάθε φυλής σε μνημείο της πανανθρώπινης καταδίκης της ανάγκης για πόλεμο. Άχρηστα πια πιόνια στη σκακιέρα των μοντέρνων εξοπλισμών τα κάστρα μοιάζουν σκηνικό ιπποτικών ρομάντζων με τα σκουριασμένα κανόνια, τις πολεμίστρες και το όργιο των πολύχρωμων λουλουδιών που στολίζουν τις νεκρές τάφρους της ανθρώπινης ανασφάλειας.
 Όμορφα, γιγάντια προκαλούν το χρόνο.
Χώροι περιπάτου πια ή συναυλιών, στάβλοι αιγοπροβάτων κάποιες φορές, χαμογελούν συγκαταβατικά στην ανθρώπινη ματαιοδοξία και διδάσκουν την ανατροπή των μαθηματικών κανόνων.
 Το βάρος μιας πέτρας που δουλεύτηκε από τ’ ανθρώπινο χέρι ποτέ δεν ισοζυγίζει με τον ακατέργαστο λίθο. Γιατί ιδρώτας, αίμα και σκληρή πέτρα είναι ο κάθε άνθρωπος. αισιόδοξα νεανικά πρόσωπα διαφημίζοντας την αιωνιότητα της ευτυχίας.
Το πρόβλημα δε μας αφορά, λένε στα γκάλοπ οι νέοι. Εμείς θα πάμε από τροχαίο. «Αμες Δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρονες» τραγουδούσαν οι σπαρτιάτες.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στον Ευρώτα.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης