Η περίπτωση της Εμυ Κοχ.Στη σκιά ενός μεγάλου ερευνητή


 Η περίπτωση της Έμυ Κοχ
Στη σκιά ενός μεγάλου ερευνητή
Η Εμυ Φραντς ήταν πολύ λογικός άνθρωπος. Στα ερωτικά τους ραντεβού στην προκυμαία του Αμβούργου, ο Ρόμπερτ Κοχ της έταζε ρομαντικά ταξίδια γύρω από τον κόσμο, όμως εκείνη τον προσγείωνε. Θα τον παντρευόταν μονάχα αν ξεχνούσε όλες αυτές τις ανοησίες για περιπέτειες και αποφάσιζε να ασκήσει το επάγγελμα του γιατρού και να γίνει ένας χρήσιμος πολίτης στη Γερμανία.
Ο ερωτευμένος Κοχ συμβιβάστηκε κι έτσι παντρεύτηκαν για να ζήσουν την πληκτική ζωή του επαρχιακού γιατρού σε διάφορα χωριά της Πρωσίας. Φθάνοντας στο Βολστάιν η Εμυ χάρισε στον άνδρα της για την 28η επέτειο των γενεθλίων του ένα μικροσκόπιο για να διασκεδάζει την πλήξη του. Αλίμονό της ! Το καινούριο αυτό παιχνιδάκι τράβηξε τον άντρα της σε περιπέτειες πιο παράξενες από αυτές που θα περνούσε στα μακρινά ταξίδια που της έταζε σαν ερωτευμένος.
Η Εμυ δεν τον καταλάβαινε. Εκείνος παραπονιόταν για την μπλόφα της Ιατρικής που καθησύχαζε τη στιγμή που ήξερε ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Εκείνη εκνευριζόταν.
-Δουλειά ενός νέου γιατρού είναι να μεταχειρίζεται όσο καλύτερα μπορεί τις γνώσεις που απόκτησε στην Ιατρική σχολή. Αυτό είναι το καθήκον σου. Τι άλλο γυρεύεις, του γκρίνιαζε. Όμως για τον Κοχ αυτό δεν ήταν αρκετό.
Ενώ οι μεγάλοι γιατροί στο Βερολίνο αγνοούσαν τις αιτίες των ασθενειών, ένας χημικός στο Παρίσι, ο Παστέρ διακήρυττε ότι οι δολοφόνοι είναι τα μικρόβια και ο Κοχ περνούσε τις βραδιές του κοιτώντας στο καινούριο του μικροσκόπιο σταγόνες αίμα από τα πτώματα ζώων που είχαν πεθάνει από Άνθρακα. Αυτό το παράξενο χόμπι τον συνέπαιρνε τόσο, που να ξεχνά να κάνει τις ιατρικές του επισκέψεις, γεγονός που στενοχωρούσε όλο και πιο πολύ τη γυναίκα του.
Τα μπαστουνάκια και οι κλωστές που έβλεπε στο αίμα των άρρωστων ζώων τον έκανε να ξεχνά να βάζει υπογραφή στις συνταγές του, τον μεταμόρφωνε σε σκυθρωπό σύζυγο, τον έκανε να απομονωθεί σε μια γωνιά του ιατρείου του παρέα με άσπρα ποντίκια και να επινοεί αυτοσχέδια πειράματα. Όταν επιτέλους αφήνοντας τα ποντίκια έτρεξε μια μέρα στη γυναίκα του ενθουσιασμένος να της μιλήσει για τα παράξενα πράγματα που μόλις είχε ανακαλύψει, η κυρία Εμυ ζάρωσε τη μύτη της και του είπε
- Μα, Ρόμπερτ, πώς μυρίζεις έτσι;
Ο Κοχ ζούσε μια διχασμένη ζωή ανάμεσα στα πειραματόζωα και τους αρρώστους του. Με υπομονή, στο χρόνο που μπορούσε να κλέβει από την άσκηση της Ιατρικής, μετέδωσε στα ποντίκια Άνθρακα, καλλιέργησε με αυτοσχέδιους μηχανισμούς το μικρόβιο και μετέδωσε με το υλικό των καλλιεργειών την ασθένεια σε νέα πειραματόζωα. Αυτό όμως δεν του ήταν αρκετό. Επαναλάμβανε ξανά και ξανά τα πειράματα για ν’ αποκρούσει και την παραμικρή αμφιβολία. Και όσο πιο επιδέξια κυνηγούσε τα μικρόβια, τόσο πιο άσχημα εκτελούσε το καθημερινό του καθήκον σα γιατρός. Αναγκάστηκε να παραχωρήσει μέρος της πελατείας του σε άλλο γιατρό. Η γυναίκα του τον έβλεπε ελάχιστα και ανησυχούσε γιατί ο άνδρας της πήγαινε στις ιατρικές επισκέψεις βρωμώντας ποντικίλας. Όμως γιαυτόν και οι πελάτες και η γυναίκα του, η παλιά πολυαγαπημένη του Εμυ, ήταν σα να ζούσαν σε άλλους πλανήτες. Εκείνος έπρεπε να λύσει το πρόβλημα της αντοχής αυτού του ευαίσθητου μικροβίου και δεν ησύχασε μέχρι που ανακάλυψε τους σπόρους του, μέχρι να βρει ακλόνητες αποδείξεις για τη θεωρία του.
Ήταν μόλις 34 ετών το 1876, όταν ξεπρόβαλε από τη χαμοζωή του Βολσταιν για να καταπλήξει τον κόσμο, όχι με θεωρίες, αλλά με τα πειστικά του πειράματα. Μια αρρώστια, ο Άνθρακας, οφείλεται σε ένα μικρόβιο. Μόνος τρόπος σωτηρίας να καίγονται ή να θάβονται πολύ βαθειά τα άρρωστα ζώα, έτσι που να μη μπορούν να ξαναζωντανέψουν οι ανθεκτικοί σπόροι του μικροβίου.
Οι καθηγητές στο Μπρεσλάου βοήθησαν τον Κοχ. Του έδωσαν δουλειά στο δημοτικό ιατρείο με μισθό και δικαίωμα ιδιωτικής πελατείας. Έτσι η Εμυ και ο Ρόμπερτ μετακόμισαν επιτέλους στην πόλη η οποία όμως δε στάθηκε φιλόξενη για τον ερευνητή γιατρό. Οι πελάτες δεν ενοχλούσαν τον Κοχ, τα χρήματα έτσι δεν έφθαναν για να ζήσουν και έτσι νικημένος αναγκάστηκε να επιστρέψει στο πληκτικό Βολστάιν, όπου για δυο ακόμη χρόνια κατασκόπευε μικρόβια, έμαθε να τα χρωματίζει και να τα φωτογραφίζει και χάραξε τις πρώτες αράδες για τη νηπιακή ακόμη Μικροβιολογία.
Επιτέλους στα 1880 η κυβέρνηση τον καλεί στο Βερολίνο, σαν έκτακτο σύμβουλο της Κρατικής Υπηρεσίας Υγιεινής και του παρέχει τέλεια εξοπλισμένο εργαστήριο με δυο βοηθούς και αρκετά χρήματα για να δουλεύει 18 ώρες την ημέρα μακριά από τη γκρίνια της γυναίκας του. Σε αυτό το εργαστήριο κατάφερε να κατασκευάσει στερεά θρεπτικά υλικά κατάλληλα για την απομόνωση των μικροβίων, που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα και με κίνδυνο της ζωής του ανακάλυψε το Μυκοβακτηρίδιο της Φυματίωσης, το καλλιέργησε και κατάφερε να το μεταδώσει σε πειραματόζωα. Αυτή η ανακάλυψη τον καταξίωσε και τον έκανε διάσημο. Και ενώ θα μπορούσε δοξασμένος να απολαύσει την κοσμική ζωή του Βερολίνου και ενώ η Εμυ ήταν επιτέλους ευτυχισμένη, ο Ρόμπερτ βάλθηκε να κυνηγά το δονάκιο της Χολέρας, από την Αλεξάνδρεια μέχρι τις Ινδίες. Αυτό ήταν το ρομαντικό ταξίδι που έταζε στη γυναίκα του, ανά την υδρόγειο, μόνο που εκείνη, φυσικά, δεν τον ακολούθησε. Τον υποδέχθηκε όμως στην επιστροφή με τιμές νικητή αρχιστράτηγου. Επιτέλους χάρη στον Κοχ, οι άνθρωποι δεν είχαν πια να φοβούνται τις επιδημίες Χολέρας. Το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής του 1905 ήταν φυσικό να επακολουθήσει. Τώρα πια η Εμυ μπορούσε να περηφανεύεται γιατί έζησε πλάι σε αυτό τον ιδιόρρυθμο άνθρωπο. Εκείνος όμως έλεγε ότι απλώς δούλεψε σκληρά. Αν πέτυχε περισσότερο από άλλους είναι γιατί έτυχε να δουλέψει σε χρυσοφόρο κοίτασμα. Και αυτό δεν είναι μεγάλο κατόρθωμα. Είναι τύχη.
Αυτά έλεγε με μετριοφροσύνη. Όμως η τύχη δε στάθηκε τόσο ευνοϊκή για τον Κοχ. Μετά τις πρώτες τιμές, οι δημόσιες υπηρεσίες τον προκαλούσαν να κάνει και αυτός κάποιο θεαματικό θαύμα, όπως αυτά που έστηνε ο Παστέρ στη Γαλλία. Ήταν ζήτημα εθνικής περηφάνιας του τόνιζαν. Και ο Κοχ βιάστηκε. Μίλησε για τη Φυματίνη, αυτή που όλοι σήμερα γνωρίζουμε από το τεστ Mantoux, και η οποία αν και συμβάλει εξαιρετικά στη διάγνωση της Φυματίωσης, δεν έχει την παραμικρή επίπτωση στη θεραπεία. Τα πειράματα Κοχ δεν απέδωσαν και οι γάλλοι βρήκαν νικητές σε αυτό τον αγώνα δρόμου για τη σωτηρία της ανθρωπότητας από τις επιδημίες.
Η Εμυ έμεινε ξανά μόνη. Ο Ρόμπερτ απομονώθηκε ξανά στο εργαστήριο του «Τριγώνου». Ζούσε με τους συνεργάτες του. Και χάρη σε αυτούς κέρδισε την τελική μάχη. Ένας μαθητής του, ο Μπέρινγκ, κατάφερε να απομονώσει και να παρασκευάσει την Αντιτοξίνη της Διφθερίτιδας, σώζοντας τη ζωή εκατομμυρίων παιδιών. Πέθανε από καρδιά το 1910 σε ηλικία μόλις 66 χρόνων.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης