Kει που κι ο χρόνος πια πεθαίνει


Παράδωσα τις ουλές μου στην ήλιο και κείνος τις πυράκτωσε. Χαϊδευτικό το άγγιγμά του γονιμοποίησε τη μνήμη.
Σμίγει η ανάσα τ’ ουρανού με τα νεκρά λαγόνια μου κι οι ελπίδες αναδεύονται.
Δροσιστικά λικνίζεται στου πελάου τ’ απύθμενο γαλάζιο της ψυχής μου τ’ αστέρι.
Κει που στην πόλη ξέχασα να ζω με την ανάσα του κόσμου,
κει που διαμελίστηκα απ’ τους θορύβους των ανθρώπων
νάσου κι έσμιξα ξανά με την ανθρωπότητα κάτω απ’ το γαλήνιο ουρανό μια μέρα δίχως γνώρισμα, μια νύχτα με τρεμάμενα αστέρια.
Τα τριζόνια σιγοσβύνουν αστέρια και πέφτουν στις φούχτες μου βροχή.
Έσπασε ο ήλιος σαν το ρόδι πάνω στα χιονάτα σύννεφα,
χύθηκε το φως σε δροσοστάλες,
βάρυνε ο ουρανός και βούλιαξε στη θάλασσα,
τ’ αστέρια γίναν ψάρια,
σαλτάρισε το φως στη πρύμνη μας ναυτάκι κι
ο ήλιος μας στοχεύει ματωμένη τρύπα τ’ ουρανού που πνίγεται στα πέλαγα.
Η σιωπή ξεχείλισε τις στέρνες της καρδιάς μου,
δάκρυσε το φεγγαροφώς στα δασιά του ματοτσίνορα,
αναστέναξε ο γεροπεύκος και βουρκώσαν τα χείλια σου, αγάπη.
Και γω χάραξα σημάδια ήλιου στο κορμί μου μη χαθείς.
Με κάθε πόρο του κορμιού μου σ’ αγαπώ, μην το ξεχάσεις.
Σύναξα αγέρι καθαρό να φυσήξω στην αγκάλη σου ν’ ανοίξει,
βάρκα να γενώ και ν’ αρμενίσουμε
κει που κι ο χρόνος πια πεθαίνει.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης