Η πεθερά

  Η πεθερά
     -Δεν είναι ωραίες οι κουρτίνες; ρώτησε η Ευδοκία. Τις έπλεξα με τα χεράκια μου. Και το φωτιστικό ασορτί.
-Και η κουβέρτα στο κρεβάτι δεν είναι τρέλα; πρόσθεσε η Σάντυ μ' ένα πλατύ χαμόγελο.
Το κρεβάτι φαρδύ, στρωμένο ροδοπέταλα, ρύζι, κουφέτα  και χαρτονομίσματα καθρεφτιζόταν στη μεγάλη τουαλέτα όπου η Σάντυ φορώντας κιόλας το νυφικό πάσχιζε να μακιγιαριστεί όσο πιο τέλεια μπορούσε.
-Το διαλέξαμε αυτό το μακιγιάζ, είπε περήφανα. Δεν είναι περίφημο; Μήτε φανταχτερό, μήτε άτονο.
-Θα είσαι υπέροχη, είπε η Ευδοκία και την αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια. Το μοναχοπαίδι μου, μουρμούρισε συγκινημένα. Το κορίτσι μου νύφη..
-Ελάτε, ελάτε να σας δείξω και τα προικιά του γαμπρού. Πολύ περιποιημένα. Ούτε σε κορίτσι. Βλέπετε κείνη τη σκυριανή κασέλα γεμάτη με κεντήματα. Μοναχοπαίδι βλέπεις κι αυτός κι η μάνα του προκομμένη. Εξαιρετική οικογένεια κι ευκατάστατη. Στο Χίλτον η δεξίωση του γάμου για χίλια άτομα. Βέβαια δεν είναι σπουδασμένο το παιδί. Για χόμπι δουλεύει σε μια ναυτιλιακή εταιρεία μα έχουν τόσα που φτάνουν για να ζήσουν και τα εγγόνια τους.
Το σπίτι στολισμένο. Βαρεία έπιπλα στριμώχνονταν στο χώρο του σαλονιού.
-Εγώ μετακόμισα είπε η Ευδοκία. Πήραν τα παιδιά τη δική μου κρεββατοκάμαρη και γω στριμώχτηκα στην τραπεζαρία. Φασαρίες, μπελάς όλη αυτή η μετακόμιση. Καλύτερα ν' αρχίσεις κάτι απ' την αρχή παρά να παιδεύεσαι να τα ταιριάξεις όλα στο παλιό.
- Θα μείνετε μαζί; τις ρώτησες δειλά.
-Μα ναι, απάντησαν μ' ένα στόμα.
-Πού θα μπορούσα εγώ να πάω; κλαψούρισε η Ευδοκία.
Είχε περάσει μονάχα ένας μήνας όταν χτύπησε την πόρτα η Ευδοκία με λυγμούς κοντά στα μεσάνυχτα. Σωριάστηκε στον καναπέ μισολιπόθυμη κι έτρεξες στο ψυγείο για λεμόνι όπως σε πρόσταξε, το μόνο που συνεφαίρνει.
-Το άκαρδο, το άσπλαχνο παιδί που εγώ θυσιάστηκα για να το μεγαλώσω μουρμούραγε ανάμεσα στ' αναφιλητά της. Και κείνος ο κακούργος, ούρλιαξε. Κείνος τα φταίει όλα, όχι το παιδάκι μου.
Προσπαθούσες να την ηρεμήσεις δίχως αποτέλεσμα κι η ώρα περνούσε κι ένοιωθες τη νύστα να σε συνεπαίρνει κι αυτές τις πρώτες σουβλιές της ημικρανίας ν' αναδεύονται. Κλεφτά κοιτούσες το ρολόι, αύριο θάπρεπε νάσαι στο γραφείο στις 7 και θάχει τόσο κίνηση στο δρόμο..
-Δε μπορώ να τους βλέπω να κλειδώνονται στην κρεββατοκάμαρη, προδοτικά της ξέφυγε η ομολογία.
Δεν τόλμησες ν' αντιταχθείς, την άφησες ν' αλαφρώσει στο ξέφρενό της παραλήρημα.
-Δεν το μπορώ να κλέβει το παιδί μου. Δεν θέλω να το γεύεται. Τα χνάρια του τα βλέπω στο κορμάκι του. Προδοτικά. Πρωί πρωί την ώρα που ετοιμάζω τον καφέ. Κι οι κύκλοι στα μάτια και το χέρι του που γλιστρά κάτω απ' το τραπέζι και τα φιλιά στην πόρτα, αργά φιλιά παθητικά, ξεδιάντροπα, όχι έτσι για αποχαιρετισμό. Δεν το αντέχω. Η κόρη μου να μη μιλά,  να μη μου τα λέει όλα! Τυλίγεται πάνω του να τον προφυλάξει. Στα μαλλιά της γνωρίζω τη δική του μυρουδιά, στο φέρσιμό της αναγνωρίζω τη δική του σφραγίδα, στο περπάτημά της ξετσίπωτα ομολογεί το δικό του άγγιγμα. Δεν είναι πια το παιδί μου, είναι το κομμάτι τ' αλλουνού, δεμένη χειροπόδαρα ξωπίσω του και τη σέρνει, τη σέρνει μακριά μου. Ότι της πω το βρίσκει παράλογο. 'Όταν διαμαρτυρηθώ γίνομαι "κακή πεθερά", όταν τους νοικοκυρεύω γίνομαι η "δούλα", όταν τους κάνω παρατήρηση γίνομαι το "αφεντικό". Δε χωρώ πια στο ίδιο μου το σπίτι. Όπου κι αν κάτσω ενοχλώ, όπως κι αν κάτσω μ' ενοχλούν. Είμαι γριά πια, γέρασα. Και κείνος θέλει να με διώξει. Εμένα, απ' το ίδιο μου το σπίτι. Γυρεύει πρόφαση. Το βλέπω στο βλέμμα του, στις σπόντες που πετάει. Για το παιδί που θάρθει, για το χώρο, για κείνο το δυαράκι που νοικιάζουμε.
Δεν θα τον αφήσω έτσι. Θα τον συντρίψω,  ούρλιαξε.
       Κι αν έτσι σπάσω το παιδί μου; αναρωτήθηκε ταπεινωμένη. Να πεθάνω. Αν πέθαινα,  θα ήταν κάποια λύση.
        Μου είπε: Παντρέψου μάνα. Ανάμεσα στ' αστείο  και το σοβαρό. Στην ηλικία μου. Παντρέψου! Στα νιάτα μου στο ίδιο σπίτι χώραγαν ολάκερες φαμίλιες, οι γέροι, τα παιδιά, νιφάδες, εγγόνια μέχρι και δισέγγονα. Όμως τότε υπήρχε τάξη. Καθένας ήξερε τη θέση του. Σοφά τα πάντα βολεμένα. Τώρα..
Να μείνω μόνη. Αυτό γυρεύουν. Να μ' αφήσουν μοναχή. Κι αν κάτι μου συμβεί; Θυμήσου με τον καύσωνα πόσα γερόντια τα βρήκαν απ' τη μυρουδιά πούμωναν μόνα σ' ένα έρμο σπίτι.
Κι η τηλεόραση.. Μου πήραν την κεραία της ασπρόμαυρης να τη βάλουν στη δική τους τη μικρή, την έγχρωμη.
-Τι τη θες, μάνα; είπαν. Αφού έχεις τη μεγάλη έγχρωμη στο δωμάτιό σου.
Εγώ όμως τη θέλω στην κουζίνα την ασπρόμαυρη να παίζει την ώρα που μαγειρεύω και πλένω πιάτα. Tη θέλω να συγυρίζω και ν' ακούω  τα σήριαλ. Κι είναι δικιά μου κι όχι του γαμπρού. Δικιά μου είναι και της κόρης. Μήπως γιαυτή δεν ζω; Μήπως ό,τι έχω και δεν έχω δικό της δεν θάναι, όταν πεθάνω; Δεν το καταλαβαίνουν. Με βασανίζουν. Δεν τους αντέχω. Καλύτερα να πεθάνω.
-Kαλύτερα να πεθάνω. Καλύτερα να πεθάνω, μουρμούριζε καθώς αποκοιμήθηκε μες το σαλόνι στην κεντητή καλή σου πολυθρόνα. Έβγαλες τα παπούτσια της, προσεχτικά ακούμπησες τα πόδια της στο σκαμνάκι κι έφερες μια κουβέρτα και την τύλιξες. Στον ύπνο της σα να χαμογέλασε.
-Θέλω να πεθάνω, ξαναμουρμούρισαν γλυκά τα κοιμισμένα χείλη της, θαρρείς και πιπιλούσαν καραμέλα.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης