Το παλιό σαλόνι



ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΑΛΟΝΙ

"Δεν επισκευάζεται το παλιό σαλόνι, τους είπαν. Δεν τους συμφέρει. Σε λίγο πάλι θα ξεγοφιαστούν οι πολυθρόνες, θα πέσει η πλάτη του σκαλιστού τους καναπέ. Είναι άχρηστο. Να πάρουν καινούριο. Φτηνότερα θα τους στοιχίσει. Εκτός πια κι αν από ιδιοτροπία θέλουν ν' αλλάξουν την ταπετσαρία για να το βλέπουν, αλλά χωρίς να κάθονται."
Και πού να εξορίσεις ένα άχρηστο σαλόνι στα μετρημένα τετραγωνικά της πολυκατοικίας; Κανένας παλιατζής δε θα το πάρει. Ίσως ο δήμος μετά κάμποσο καιρό, αν τα καταφέρεις και τ' αφήσεις νύχτα στα μουλωχτά στο πεζοδρόμιο.
Έτσι και τόκαναν. Αγόρασαν με δόσεις το καινούριο τους σαλόνι κι άφησαν έκθετο το παλιό στην ερημιά του δρόμου κι οι γιωταχήδες βλαστημούσαν γιατί δυσκόλευε στο παρκάρισμα κι οι πεζοί έβριζαν γιατί κινδύνευαν να τους πατήσει κανένα τροχοφόρο. Μονάχα οι γάτες ευτυχείς χουζούρευαν λιμάροντας τα νύχια τους στα ξεβαμμένα βελούδα. Ο Δήμος αργούσε να φροντίσει την αποκομιδή του πτώματος που άρχισε ν' αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια τους. Οι σκουπιδιάρηδες με τ' αυτόματα συστήματα των γιγάντιων κάδων σκόπιμα το παρέβλεπαν.
Ένας γέρο αλήτης αποκόλλησε πρώτος τους βραχίονες της καρέκλας κρίνοντας ότι θα χρησίμευαν σαν καυσόξυλα το χειμώνα που δε θ' αργούσε να φανεί. Ο διαμελισμός αποκάλυψε τα σωθικά του καναπέ που είχαν αντισταθεί στις παιδικές ακροβασίες και τις συζυγικές περιπτύξεις. Σκέτα κουρέλια κάτω από τα ελατήρια και πίσω από το κάποτε ακριβό βελούδο.
Κάποιος αλβανός λαθρομετανάστης κρυφά τη νύχτα έκλεψε την ανθεκτικότερη πολυθρόνα. Τον είδαν από το μπαλκόνι τους να τη φορτώνει σε μια μερσεντές με ξένες πινακίδες. Ευχόντουσαν να πάρει και τα υπόλοιπα, αλλά εκείνος κλώτσησε περιφρονητικά τον καναπέ, έτσι που το σκαλιστό του πόδι έγειρε κι όλο το βάρος του καναπέ ανταπέδωσε τον πόνο στον εχθρό που βλαστημώντας αλλόγλωσα ετράπη σ' άτακτο φυγή. Νάχουν τα έπιπλα ψυχή; Μήπως και θρήσκευμα; Πού έμαθε το "οφθαλμόν αντί οφθαλμού" ο καναπές που τόσο ψύχραιμα αντέδρασε στην πρόκληση;
-Να μην ξεχάσεις, είπε στον άντρα της πριν κοιμηθούνε. Ζήτα από τους 180 κατασκευαστές μαζί με την εγγύηση και το πιστοποιητικό θρησκεύματος του νέου σαλονιού μας. Αν έχει το 666 μην το δεχθείς. Πες ότι θα το επιστρέψουμε.
Το κρεβάτι τους έτριζε ανησυχητικά. Τον άγγιξε χαιδευτικά. Το κραβάτι είχε από καιρό ξεχάσει τους πνιχτούς ήχους του έρωτά τους. Εκείνος κιόλας ροχάλιζε. Έβαλε τ' ακουστικά κι άνοιξε με το τηλεκοντρόλ την τηλεόραση.
"Μην πετάτε το παλιό σας ψυγείο" έλεγε η διαφήμιση. "Εμείς ανταλλάσουμε το παλιό σας ψυγείο με υπερμοντέρνο δίπορτο, με μόνο τόσες δόσεις."
Το ψυγείο άρχισε να τρέμει στην κουζίνα. Το γουργούρισμά του την αποσπούσε περισσότερο απ' το ροχαλητό του συζύγου της.
-Μόλις ξεχρεώσουμε το σαλόνι, υποσχέθηκε στον εαυτό της.
"Και δώρο, με κάθε σας αγορά, αυτό το υπέροχο σεσουάρ για την ομορφιά σας." υπογράμμισε η διαφήμιση.
-Ίσως και πριν ξεχρεώσουμε το σαλόνι, σκέφθηκε. Το σεσουάρ μου έχει καεί και ίσως μας κάνουν δόσεις με την κάρτα.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος τους έκανε να πεταχτούν κι οι δυο απ' το κερβάτι. Όλη η γειτονιά χάζευε στα μπαλκόνια. Ένα Αλφα ρομέο είχε σαρώσει το σαλόνι απ' το πεζοδρόμιο που είχε γίνει ένα με τις λαμαρίνες και την κολώνα που γονάτισε κρεμασμένη απ' τα καλώδια της ΔΕΗ. Η κοπελιά ζούσε ακόμη τυλιγμένη στο ξεβαμμένο βελούδο του καναπέ. Το νεκρό οδηγό μαρτύρησε να τον απεγκλωβίσει η πυροσβεστική. Όλη τη νύχτα η γειτονιά βρωμούσε απ' τις αναθυμιάσεις των σιδεροπρίονων που διέλυαν αδελφωμένα ξύλο, μπετόν, λαμαρίνες και ζεστή ανθρώπινη σάρκα.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης