Κλυταιμνήστρα

   
 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Έπρεπε να ταξιδέψω Λοιπόν στη Σπάρτη. Τελείως μόνος. "Ωραία Ελένη" λέγαν το ξενοδοχείο μου, ένα απ' αυτά τα γιγάντια παρα­θεριστικά κέντρα πλάι στη θάλασσα. Φθινόπωρο και οι πελάτες λιγοστοί. Ολόγιομο το φεγγάρι παραμόνευε τα βήματά μου στην άδεια σιωπηλή παραλία. Ανάσαινα βαθιά τη θαλασσινή απόπνοια. Ξάπλωσα στην υγρή άμμο. "Απ' ότι ξέρω, συλλογίστηκα στιφά, στις μετεμψυχώσεις δεν αλλάζουμε φύλο. Αυτό είναι και η παρη­γοριά. Σε ορισμένες θρησκείες η επαναφορά στη ζωή ήταν άλλω­στε μόνο ανδρικό προνόμιο. Τι παιχνίδια σκαρώνει το μυαλό μου; Πλάθω ή προκαλώ αυτές τις εμπειρίες; Τις θυμάμαι σα να τις έχω ζήσει. Ίσως όμως απλώς να τα είχα κάπου διαβάσει. Πάντα παθια­ζόμουν με τη μυθολογία. Ίσως το σοκ των αποκαλύψεων. Σίγουρα θα υπάρχει λογική ερμηνεία" σκεπτόμουν. Ίσως κοιμήθηκα.
Βρέθηκα στο παλάτι του βασιλιά Τυνδάρεω, όπου είχαν συνα­χτεί όλα τα βασιλόπουλα. Όπως στα παραμύθια. Λεβεντόκορμοι. Αγωνίζονταν να κερδίσουν την καρδιά της Ελένης. Ολημερίς στην παλαίστρα και το βράδυ πλάι στη φωτιά να τραγουδούν και ν' απαγγέλουν και να συναγωνίζονται στη ρώμη του νου. Καθένας με τη χάρη του. Όλοι αδιαφόρευτα ικανοί, έτσι που ο βασιλιάς να μη μπορεί να κρίνει ποιο γαμπρό θα δώσει στο θεογέννητο κορί­τσι.
Εμείς οι κοπέλες απ' το γυναικωνίτη κρυφοκοιτάγαμε τους νεα­ρούς άντρες κι η καρδιά μας σπαρταρούσε.
— Πες μου Κλυταιμνήστρα, καλή μου Τιμάνδρα λέγε. Ποιον να διαλέξω γι' άντρα μου; ρωτούσε η Ελένη. Όλοι μου φαίνονται ίδιοι έτσι λαμπροστολισμένοι σαν πετεινάρια. Πώς να διαλέξω την ομορφιά του Μενέλαου κι όχι τη δύναμη του Αγαμέμνονα ή την εξυπνάδα του Οδυσσέα; Πώς να ξέρω τι θα ζητήσω σ' ολάκερη ζωή που θα πρέπει να ζήσω πλάι του; Μπορεί σήμερα να θαυμάζω τη νεανική χάρη κι αύριο που θα μεστώσω σα γυναίκα ν' αποζητώ την αντρική ορμή κι ίσως μεθαύριο το φιλικό στήριγμα που μόνο οι άντρες μπορούν να δώσουν σε μια γυναίκα. Αλίμονο κορίτσια. Δεν υπάρχει θαρρώ άντρας θνητός ή αθάνατος, που να συνταιριά­ζει τις χάρες που επιθυμώ. Θά 'θελα... αν γινόταν, να τους παντρευόμουν όλους, καθένα για τη χάρη του για να μπορώ εύκο­λα να τους αφήσω πριν μαραθεί ο έρωτας και σκουληκιάσει ο καρ­πός του γάμου.
Κουταμάρες! αποκρίθηκε η συνετή Τιμάνδρα. Είμαστε θνητές και γιαυτό ταγμένες να βαδίζουμε σύμφωνα με τους νόμους που όρισαν οι θεοί για μας.
Η Ελένη όμως είναι θεογέννητη πέταξα εγώ, μη μπορώντας να κρύψω το ειρωνικό τρέμουλο της φωνής μου.
Σ' αυτούς τους νόμους ακόμη και οι θεοί υποτάσσονται είπε σκληρά η Τιμάνδρα. Απ' τον καιρό του Κρόνου άντρες βασιλεύ­ουν στους θεούς, άντρες θεσπίζουν και κυβερνούν θεούς κι ανθρώπους.
Κι όμως, είπα, Η Γαία μάνα όλων των θεών ήταν γυναίκα, γυναίκα κι η Μοίρα που κατευθύνει τις τύχες θεών κι ανθρώπων.
Οι γυναίκες πάντα κυβερνούν και κατευθύνουν τις τύχες των ανδρών, είπε γλυκά η Ελένη, ρίχνοντας τη βαριά πλεξούδα της στην πλάτη. Εμείς τους γεννάμε, εμείς τους μεγαλώνουμε, εμείς τους δένουμε χειροπόδαρα με τη ζώνη της Αφροδίτης.
Όμως εκείνοι μας κλείνουν στους γυναικωνίτες, μας σπέρνουν παιδιά και μας εγκαταλείπουν για τις χαριτωμένες δούλες μας, είπα αγριεμένα. Όμως εκείνοι κάνουν πόλεμο κι αγώνες και τέχνη και πολιτική σαν κουραστούν να κάνουν έρωτα.
Ελάτε κορίτσια, είπε συμβιβαστικά η Τιμάνδρα. Όσα θεσπί­ζουν οι θεοί είναι πάντα για το καλό των ανθρώπων. Μόνο πάμε να προσευχηθούμε στην Αφροδίτη να φωτίσει τούτο το γρίφο που δένει την καρδιά της Ελένης και να της δείξει τον άντρα που θα γίνει δικός της, βασιλιάς κι αφέντης της.
Τυλιχτήκαμε κι οι τρεις στα σεμνά μας πέπλα κι ανάμεσα από κήπους φτάσαμε στο ιερό της Αφροδίτης, δίπλα σε μια νεροσυρ- μή. Η ιερή πηγή σχημάτιζε μια λίμνη χτισμένη από κατάλευκο πεντελικό μάρμαρο κι άνωθέ της το άγαλμα της θεάς γεμάτο ανα­θήματα. Ήταν μεσημέρι και πολλές γυναίκες σιωπηλές προσεύχο­νταν γονατιστές ένα γύρω. Άλλες γέμιζαν βαρύτιμα λαίνια με νερό απ' την πηγή κι άλλες με τη βοήθεια των ιερειών, που ήταν ντυμέ­νες στα λευκά με πόδια γυμνά και κοντούς χιτώνες, γυμνώνονταν κι έμπαιναν στη γούρνα να λουστούν με ίο αγίασμα. Έβλεπες κοριτσόπουλα που φοβόντουσαν να δεχθούν τ' αντρίκιο χάδι, γυναίκες που η σελήνη δε σημάδευε μ' αίμα τη θηλυκότητά τους, απελπισμένες κόρες που αντρικό μάτι δεν ακούμπησε ποτέ μ' επι­θυμία πάνω τους και γυναίκες άλλοτε ωραίες που ο χρόνος λεη­λάτησε και τώρα ήταν ανέραστες. Γυναίκες ξερακιανές και ξεχει­λωμένες, μπουμπούκια ολάνθιστα και σταφιδιασμένες γριές, κορί­τσια χαριτωμένα και γυναίκες χαρακωμένες απ' τις γέννες και τους ατέλειωτους θηλασμούς. Όλες συνάχτηκαν με σεβασμό όταν μας είδαν, ενώ οι ιέρειες μας κύκλωσαν αμέσως ευλογώντας μας.
Ευλογημένη νά 'σαι θεογέννητη Ελένη, καμάρι της γυναικείας φύτρας, αδελφή της θεάς του Έρωτα, προσφώνησε η μεγαλύτερη ιέρεια την Ελένη. Η θεά με προειδοποίησε για τον ερχομό σου. Έλα. Ολάκερη η χώρα καρτερεί την εκλογή της καρδιάς σου. Ολάκερη η Ελλάδα με το χέρι στο σπαθί τρέμει μιαν άρνησή σου. Όμως ο Ερωτας είναι θεός που κυβερνά θεούς κι ανθρώπους. Αυτός θα φουσκώσει τα πανιά της ψυχής σου. Αυτός θα σαΐτέψει την καρδιά σου κι η γλυκιά λαβωματιά του θα σε κάνει γυναίκα γεμάτη απ' την ευλογία της θεάς, πολύτιμο λαΐνι του έρωτα. Έλα πεντάμορφη κυρά μπες με τις αδελφές σου στο άδυτο να εξαγνι­στείς, να μυρωθείς και να δεχθείς τούτη τη νύχτα τη θεϊκή πληρό­τητα.
Μαζί με την Τιμάνδρα λευτερώσαμε απ' τα καλοδουλεμένα υφά­σματα το κορμί της Ελένης στο μισόφωτο του ιερού μπροστά στο μεγάλο άγαλμα της θεάς όπου έκαιε τ' ακοίμητο καντήλι. Ξεπλέξαμε τα ξανθά μαλλιά κι αυτά με χάρη χάιδεψαν τους γλου­τούς της. Έπειτα πήραμε αγιασμένο νερό κι αλείφαμε αργά αργά μουρμουρίζοντας προσευχές το κορμί της.
  Τι όμορφη που είναι! Τι όμορφη που είναι!, συλλογιζόμουν συνέχεια. Η Ελένη δεχόταν ανέκφραστη τα χαϊδευτικά μας αγγίγ­ματα και το πρόσωπο της φεγγοβολούσε. Μοσκοβολούσε μεθυ­στικά το μύρο και σ' έκανε να βλέπεις οράματα. Αγγίζοντας με το χέρι μου την πλατιά θηλή της, την ένιωσα να συσπάται και να καρ­φώνει την παλάμη μου. Όμως το πρόσωπο της Ελένης παρέμεινε αδιάφορο στο ξεγύμνωμα της πεθυμιάς του κορμιού της. Τότε γονάτισα μπροστά της και παραμερίζοντας το χρυσό θάμνο της ήβης της έχρισα με λάδι μυρωμένο απαλά απαλά τις μυστικές της κοιλάδες. Την αγαπούσα κείνη την ώρα, την πεθυμούσα ερωτικά. Ήθελα νά 'μουν άντρας να μπορούσα να την κατακτήσω τούτη την άψογη θεϊκή ομορφιά. Αναστέναξα ηδονικά παρασυρμένη από τη μουσική των ψαλμών και την ευωδιά του μύρου, το ίδιο κι η Τιμάνδρα που ρούφηξε απ' το λακάκι του αφαλού της Ελένης το μύρο που ξεχείλιζε. Μόνο η Ελένη κοιτούσε ανέκφραστη τ' άγαλ­μα της θεάς, άγαλμα θαρρείς και κείνη.
Άνοιξα τα μάτια και το φεγγάρι είχε βασιλέψει. Πάνω μου απέ­ραντος ο έναστρος ουρανός. Ήμουν υγρός, από ιδρώτα, θάλασσα και σπέρμα. Με πονεμένο κορμί σύρθηκα ως το δωμάτιο μου κάτω απ' το περίεργο βλέμμα του νεαρού στη ρεσεψιόν.
Δεν ονειρεύτηκα, σκεπτόμουν με φρίκη. Ποτέ δε θυμάμαι τα ονειρά μου.
Ξάπλωσα με τα ρούχα στο κρεβάτι και βρέθηκα ξανά στον ίδιο χώρο.
Με χέρια που έτρεμαν ντύναμε την Ελένη μ' αραχνοΰφαντο χιτώνα, στρώσαμε μυρωμένα λινά και ξαπλώσαμε πλάι της την ώρα που ο Απόλλωνας έβαφε πορφυρό το ιερό περνώντας από τα ψηλά παράθυρα. Έπρεπε να προσμένουμε την προσταγή της θεάς ολάκερη τη νύχτα Κάρφωσα το βλέμμα μου στο άγαλμα που θαρ­ρείς και κινούνταν κάτω απ' το τρεμάμενο φως του καντηλιού. Καμιά μας δε μιλούσε. Προσμέναμε το Μορφέα να μας αγκαλιά­σει κρύβοντας τις πεθυμιές κάτω απ' τα πέπλα του.
Ποιον θα διαλέξει η Ελένη; αναρωτιόμουν.
Ποιος θα περισσέψει για μένα και την Τιμάνδρα; Ποιον δε θά 'θελα να διαλέξει η Ελένη; Όχι τον Αγαμέμνονα. Έχει κάτι που με τρομάζει. Δε θα μπορούσα ν' αγαπήσω τον Αγαμέμνονα. Είναι αγροίκος, βάναυσος. Μήτε τον Οδυσσέα. Είναι τόσο λογικός! Ο Μενέλαος; Μ' αρέσει ο Μενέλαος. Είναι χαριτωμένος και δυνατός. Μ' αρέσουν οι ξανθές του μπούκλες. Θυμάμαι ήμουνα ακόμη μικρή τότε που είχε ξανάρθει ακολουθώντας τον πατέρα του. Κάλπαζε σαν άνεμος στο ζωηρό πουλάρι του.
Έλα μαζί μου, πρότεινε. Σ' αρέσει να ιππεύεις; με ρώτησε.
Οι βασιλοπούλες της Σπάρτης δεν επιτρέπεται να ιππεύουν. Τ' άλογα είναι αντρικό προνόμιο, του είχα πει. Μόνο οι άντρες είναι καβαλάρηδες. Φοβούνται φαίνεται, μήπως γίνουμε αμαζόνες, συμπλήρωσα γελώντας.
Έλα μαζί μου, είπε. Δε θα μας δουν.
Με πήρε μπροστά του. Ακουμπούσα στο πλατύ του στήθος, τα χέρια του μ' αγκάλιαζαν για να κρατεί τα χαλινάρια. Ξεχύθηκε ακράτητος. Ένιωθα την ανάσα του να μου καίει το σβέρκο. Ο ιδρώτας του διαπερνούσε τους χιτώνες μας και με δρόσιζε. Κάθε καλπασμός του αλόγου μας έφερνε και πιο κοντά
Σ' αρέσει; μου ψιθύρισε στ' αυτί. Τα μαλλιά μου είχαν χυθεί στην αγκαλιά του σκοτεινός χείμαρρος. Σταθήκαμε σε μια κορφή. Κάτωθέ μας η κοιλάδα της Σπάρτης με τον Ευρώτα να τη γονιμο­ποιεί. Γύρισα και τον κοίταξα στα βαθιά γαλάζια του μάτια. Είχα λαχανιάσει λες κι ήμουν τ' άλογο που κάλπαζε. Χούφτωσε το νιο στήθος μου πού 'χε γυμνωθεί δίχως να το καταλάβω και με φίλησε στην αρχή στο στόμα κι έπειτα χαμηλά στο λαιμό, πιο χαμηλά, πιο χαμηλά, πάντα πάνω στ' άλογο πάντα κρατώντας τα χαλινάρια. Δεν κάναμε έρωτα. Δε μιλήσαμε ξανά. Τ' άλογο κουρασμένο πήρε το δρόμο της επιστροφής. Σα μ' άφησε στα σκαλιά του πατρογο­νικού μου με κοίταξε βαθιά, τα μάτια του ωκεανοί με υποσχέσεις.
Κι όμως σα βράδιασε στο δείπνο ακούγοντας τις μαγευτικές ιστορίες κείνου του ραψωδού ο Μενέλαος, όπως κι όλοι οι άλλοι δεν είχε μάτια παρά μοναχά για την Ελένη. Μήτε της μάνας το μεγαλόπρεπο παράστημα, μήτε του πατέρα η αυστηρή θωριά δε στάθηκαν ποτέ ικανά να λύσουν τη μαγεία που μαγνήτιζε όλα τα βλέμματα κι έλυνε τους αντρίκιους αρμούς στ' αντίκρυσμα της Ελένης. Κείνο το ίδιο βράδυ κατάλαβα πως όσο κι αν με ποθούσε ο Μενέλαος λίγες ώρες πριν, τώρα το παιχνίδι τό 'χε κερδίσει, όπως πάντα η Ελένη.
Άνοιξα τα μάτια μη αντέχοντας τις ίδιες μου τις σκέψεις.
  Ας μη διαλέξει τον Μενέλαο! προσευχήθηκα σιωπηλά στη θεά. Αν τον απορρίψει, ο Μενέλαος θάναι δικός μου.
Η νύχτα κυλούσε αργά κι η Ελένη κοιμόταν ανήσυχα. Πότε πότε ακατάληπτοι ήχοι ξέφευγαν απ' το στόμα της. Μάταια αφου- γκαζόμουν να ξεδιαλύνω κάποιο όνομα με την ελπίδα να σπαρτα­ράει στην καρδιά. Τίποτε. Τίποτε δεν έβγαινε. Η αδελφή μου σκέ­φθηκα παλεύει με τη θεά. Ποιος ξέρει; συλλογίστηκα πικρά Ίσως
και πάλι να κερδίσει η Ελένη.
Το πρωί η Ελένη δε μας είπε τίποτε. Βιαστικά, σχεδόν τρέχο­ντας, μας οδήγησε στα βασιλικά δώματα. Έπεσε στην πατρική αγκαλιά του Τυνδάρεω, που τη σκέπαζε πάντα με διπλή τρυφερά- δα απ' όσο εμάς τις φυσικές του θυγατέρες. Χάιδεψε τα λευκά του γένια με τα χιονάτα της δάχτυλα.
Πατέρα μου είπε στο τέλος. Η θεά Αφροδίτη μού 'δωσε μήνυ­μα για σένα. Για τη σωτηρία της Ελλάδας πρέπει να συνάξεις όλους τους μνηστήρες και να τους ορκίσεις πως θα δεχθούν σεβαστικά οποίαν επιθυμιά φούντωσε η θεά στην ψυχή μου. Κι όχι μόνον αυτό, μα και πως όλοι ενωμένοι θα παλέψουν αν χρεια­στεί, όποιον τολμήσει ν' ατιμάσει το σπίτι που θα στήσουμε. Έπειτα θα μιλήσω. Και μόνο τότε θα φανερώσω τον εκλεκτό της καρδιάς μου.
Κόρη μου, της αποκρίθηκε ο γερο βασιλιάς. Σοφά στ' αλήθεια λόγια βγήκαν απ' τα νεανικά σου χείλη κι έτσι πραγματικά πιστεύω πως κάποιος θεός φώτισε την κρίση σου. Όσο κι αν σε μεγάλωσα για παιδί μου όλοι το ξέρουν και πιο καλά Εκείνος πως είσαι θεο- γέννητη. Γι' αυτό και υπόσχομαι το βασίλειο μου για προίκα σου στον άντρα που θα διαλέξεις. Είμαι σίγουρος πως οι αδελφάδες σου θα καταλάβουν την ανάγκη. Άλλωστε οι Αχαιοί θα τις τιμή­σουν με την εκλογή τους. Ο οίκος του Τυνδάρεω είναι ξακουστός κι όλοι θα τό 'χουν για τιμή να σμίξουν το αίμα τους με το δικό μας.
Η Τιμάνδρα κι εγώ σκύψαμε το κεφάλι υποταγμένες. Ποιος λόγος έπεφτε σε μας για τέτοια πατρικήν απόφαση;
Έτσι λοιπόν όλα έγιναν κατά πως τ' αποφάσισεν η Αφροδίτη στο νου της Ελένης. Συνάχτηκαν όλοι στη μεγάλην αυλή κι έσφα­ξαν ένα κάτασπρο ταύρο για θυσία στον πατέρα των θεών και της νύφης. Έπειτα πάνω στο ζεστό του αίμα ορκίστηκαν τον όρκο που η Ελένη ζήτησε.
Το μάτι του Δία σιωπηλό παράστεκε τη σύναξη και πλειοδοτού­σε. Ενώ το σφάγιο μπήκε στην πυρά ο ιερέας χαρμόσυνα ύψωσε τα χέρια μπροστά στους οιωνούς που χαμογελούσαν στους Έλληνες. Ο Κάλχας ύψωσε τα ματωμένα χέρια του στο φως.
         Θεοί, προσευχήθηκε με τη βαθιά φωνή του που θαρρείς και πρόβαλε απ' τις σπηλιές του Αδη. Μην εγκαταλείπετε ποτέ το γένος των Ελλήνων. Το κρέας τσίκνησε στο βωμό κι όλοι ανυπό­μονοι πάσχιζαν να κρύψουν την αγωνία κάτω από χωρατά και τρα­γούδια στρωμένοι στο τραπέζι της θυσίας. Έτρωγαν κι έπιναν και το δυνατό κρασί βίτσιζε την αγωνία τους κι έκανε τις ώρες ν' αργοπορούν να διαβούν ως την ταγμένη στιγμή που θα συνάζο­νταν στην αίθουσα του θρόνου ν' ακούσουν το αποτέλεσμα της κρίσης της πανέμορφης κόρης. Κοιταγόντουσαν με φθόνο που μάταια πάσχιζαν να κρύψουν πίσω απ' τους επαίνους και τις κολα­κείες για τα χαρίσματα των αντιπάλων τους. Τέλος κι αφού στ' αντρικά δώματα πλυθήκαν και καλλωπιστήκαν ξαρμάτωτοι και στο­λισμένοι συνάχτηκαν σιωπηλοί στην αίθουσα του θρόνου. Όταν κι ο τελευταίος τακτοποιήθηκε μπροστά στο θρόνο μπήκαν επί­σημα ο βασιλιάς κι η βασίλισσα κρατώντας ανάμεσά τους τη θεο- κόρη σκεπασμένη μ' άσπρα πέπλα. Πίσω τους ακολουθούσαμε εμείς όπως και σταθήκαμε όρθιες πίσω απ' τα βασιλικά θρονιά. Η Τιμάνδρα είχε χαμηλωμένο βλέμμα, όπως αρμόζει στις γυναίκες, όμως εγώ αναμετρούσα την αντρική σύναξη με ολόρθο κεφάλι. Κάρφωσα το βλέμμα στου Μενέλαου τη χλωμή όψη, όμως εκείνος μήτε μια στιγμή δεν αντάμωσε τη ματιά μου. Δεν υπήρχε τίποτε να δει έξω απ' την Ελένη. Απλώθηκε βαθιά σιωπή και μόνο τούτο η Ελένη μίλησε ακόμη καλυμμένη στο πέπλο.
Η Αφροδίτη, είπε γλυκά σα ν' απολογιόταν. Κείνη διέταξε την καρδιά μου να λαλήσει το γλυκό του έρωτα τραγούδι. Παρακαλώ σας, σπλαχνιστήτε την πεθυμιά που οι θεοί φουντώνουν στους ανθρώπους πέρα απ' το λογικό και τη θέλησή τους. Δε μπορούσα παρά ένα μόνο ν' αγαπώ. Έτσι μας λένε οι νόμοι. Πως θά 'θελα να γινόμουν κομμάτια για την ενότητα των Αχαιών! Όμως δεν έχω παρά μια καρδιά να τη δώσω ο έναν άντρα κι αυτός, η Αφροδίτη πρόσταξε νά 'ναι ο...
Σταμάτησε, τους κοίταξε βαθιά έναν ένα ξεχωριστά κι έπειτα αγκάλιασε με φωτεινή ματιά τη μορφή που εγώ τόσο θερμά προ­σευχόμουν ν' αρνηθεί.
Ο Μενέλαος είπε κι όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές, έσπευ­δαν ν' αγκαλιάσουν τον τυχερό γαμπρό, να του χτυπήσουν την πλάτη φιλικά, να τον ασπαστούν όσο θερμότερα τους έσπρωχνε η απογοήτευση, να τον σηκώσουν στις πλάτες για να σταθεί στο πλάι του άπιαστου ονείρου τους, πλάι στους δακρυσμένους βασι­λιάδες και τις χλωμές παρθένες.
Σαν καταλάγιασε ο ενθουσιασμός πήρε το λόγο ο Μενέλαος πάντα κρατώντας το πολύτιμο χέρι της σφιχτά, λες και φοβόταν να πιστέψει μια τέτοιαν εύνοια της Μοίρας.
— Σεβαστοί μου βασιλιάδες είπε. Φίλοι μου. Ευλογημένη η θεά που μου προσφέρει τέτοιο θησαυρό. Υπόσχομαι μπροστά σ' όλους τους Έλληνες ν' αγαπώ την Ελένη, να τη σέβομαι και να μη γνωρίσει πίκρα το σπιτικό μας. Σεις οι χθεσινοί μου αντίπαλοι είστε τώρα πια φίλοι μου αδελφικοί, στηρίγματα στο νέο σπιτικό της Σπάρτης όπως πριν λίγο ορκιστήκατε. Μα μια χαρά είναι λειψή. Δυο κάνουν την ευτυχία. Γι' αυτό και θέλω να σας ανακοινώσω μιαν απόφαση που εγώ κι ο αδελφός μου πήραμε προσμένοντας την απόκριση της θεάς. Είπαμε: Αν κάποιος απ' τους δυο μας είναι τυχερός να γίνει το ταίρι της θεοκόρης τότε κι ο άλλος να γένει ο άντρας της πρωτοκόρης του Τυνδάρεω για να δεθούν ακόμη πιο σφιχτά οι δυο βασιλικοί μας οίκοι κι έτσι το Αργός χάνοντας ένα γιο ν' αποκτήσει αυτόματα μια νέα θυγατέρα. Γι' αυτό βασιλιά Τυνδάρεω, σου ζητώ για λογαριασμό του αδελφού μου του Αγαμέμνονα το χέρι της ωραίας Κλυταιμνήστρας κι όποιος έχει αντίρρηση ας μη ντραπεί. Τώρα που είμαστε συναγμένοι ας μιλή­σει.
Είχα μαρμαρώσει. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Έβγαινα στο σφυρί μπροστά σ' όλους τους Έλληνες σα θηλυκό δεύτερης δια­λογής, σαν το σκυλί που τρώει τ' αποφάγια Ο Αγαμέμνονας είχε σιμώσει πλάι μου σίγουρος για τη νίκη του. Έτσι όπως είχα το κεφάλι χαμηλά διέκρινα μονάχα τη χοντρή κοιλιά του. Γονάτισε μπροστά μου κι είδα τα πυκνά του γένια, το αρπαχτικό ύφος και τα φιλήδονα χείλια του.
Πώς δε βλέπει τον τρόμο στη ματιά μου; αναρωτιόμουν ενώ ο πατέρας μου κατένευε κι άρχισα να πλέω από αγκαλιά σε αγκαλιά, ευχές να με νανουρίζουν, χέρια ν' απλώνονται καταπάνω μου αρπαχτικά, ενώ ήθελα να ξεφύγω, πνιγόμουν, ήθελα να βγω, έξω να τρέξω, να καλπάσω πάνω σ' ένα άλογο, να ξεφύγω. Μα έμενα υποταγμένη, δακρυσμένη. "Όλες οι νύφες κλαίνε", σκέφτηκα κι έπειτα ήλθαν ζωντανά στο νου μου τα χοντρά του χέρια να οργώ­νουν το κορμί μου, τα μέλη του ν' αναζητούν τα μυστικά περάσμα­τα για να με διασπάσουν, σκεπτόμουν την εξορία μακριά απ' την πρόσχαρη Σπάρτη στο βλοσυρό τοπίο των Μυκηνών, το χτισμένο με πέτρα και δύναμη, δίχως τρυφεράδα ή αίσθηση στοργής. Κάποια στιγμή ένιωσα τα χέρια του Μενέλαου να μ' αγγίζουν, τον κοίταξα μα κείνος ήταν μακριά τυλιγμένος απ' τ' όραμα της Ελένης. Χαμήλωσα τα μάτια κι υποτάχθηκα.
Εδώ η μάνα, που γεύτηκε τον έρωτα του θεού, μετά συμβιβά- στηκεστην αγκαλιά του γέρο βασιλιά, αποφάσισα. Έτσι κι εγώ. Θα ζήσω όπως όλες οι θνητές δίπλα στον άντρα που μου διάλεξε η Μοίρα. Πάντα κάποιος άλλος έξω από μας διαλέγει τους συντρόφους μας. Κι όλοι πάντα υποταγμένοι ζούμε. Γιατί ν' αλλά­ξει κάτι για το χατήρι μου;
Ξύπνησα κι ο ήλιος ήταν κιόλας ψηλά. Πονούσε το κεφάλι μου. Σύρθηκα μέχρι το μπάνιο για μιαν ασπιρίνη και ξαναξάπλωσα κου­κουλώνοντας το κεφάλι με το μαξιλάρι για να μη μ' ενοχλεί το φως.
  Σίγουρα ήταν όνειρο, σκεπτόμουν. Όμως τόσο ζωντανό! Θυμάμαι λεπτομέρειες, που η μνήμη δεν ανακαλεί ούτε στα γεγο­νότα που έζησα. Κυρίως νιώθω αισθήματα που ποτέ δε δοκίμασα. Ζήλεια, πόνο, έρωτα. Ποτέ σε καμιά ταινία ή σε κανένα βιβλίο δεν είχα ταυτιστεί με γυναίκα. Η Κλυταιμήστρα ειδικά ποτέ δε μ' είχε απασχολήσει. Κομπάρσος στο δράμα των Ατρειδών. Γιατί την ονειρεύομαι τόσο έντονα; Γιατί ζω μέσα απ' το ρόλο της; Εγώ ποτέ δεν ένιωσα την απώλεια κάποιου αγαπημένου τόσο έντονα. Ακόμη και το θάνατο της μάνας τον περίμενα. Ποτέ δεν επανα­στάτησα, ποτέ δεν προδόθηκα, ίσως γιατί πάντα έσπευδα να φύγω πρώτος. Από πού ξεπηδούν αυτοί οι εφιάλτες; Έχουν σχέση με τη Μπελιντσόνα; Μπορεί κάποτε να ήμουν γυναίκα; Η Κλυταιμνήστρα ή οποιαδήποτε άλλη; Υπάρχει ανδρική ψυχή ή η συμπεριφορά των φύλων είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής πίεσης; Ονειρευόμουν πάντα το ταίρι μου. Εκείνη που θα συναντούσα στις αέναες μεταμορφώσεις μου, τη μία και μοναδική. Είναι δυνατόν αυτή η γυναίκα να είναι μια φόνισσα σαν την Κλυταιμνήστρα; Ή μήπως δεν ψάχνω παρά για το πρόσωπο μου; Το θηλυκό μου αντί­στοιχο στην απεραντοσύνη της ύπαρξης ίσως να κρύβεται μέσα μου.
Το τηλέφωνο χτύπησε τρυπώντας μου τα μηλίγγια. Ήταν ο Σωτήρης.
Ακόμη κοιμάσαι; ρώτησε ξαφνιασμένος. Έχουμε κάποια προ­βλήματα με τους Ολλανδούς. Πρέπει οπωσδήποτε νά 'σαι το βράδυ στο τραπέζι. Μονάχα συ τους καταφέρνεις.
Εντάξει, είπα και σηκώθηκα τριγκλίζοντας απ' το κρεβάτι.
Μ' ένα ζεστό δυνατό καφέ κι άλλες δυο ασπιρίνες θά 'μαι περ­δίκι αποφάσισα. Τι ωφελεί να σκέπτεσαι τα όνειρά σου. Ακόμη κι αν ήταν αλήθεια, σε τι θ' άλλαζε τη συμφωνία μου με τους Ολλανδούς; Το κακό είναι ότι σε κάθε μας μικροζωή πρέπει να παλεύουμε ξανά απ' την αρχή χτίζοντας στην άμμο αυτό που βαφτίζουμε για επιτυχία μας. Όσο ζούμε πρέπει να κυλάμε τον τροχό. Γιατί; Εγώ πάντως δεν το ξέρω.

Ευλογημένος ο μόχθος της αγάπης, λένε. Ευλογημένος ο ιδρώ­τας που νοτίζει το ψωμί και το γλυκαίνει. Ευλογημένος ο παιδεμός που γεροδένει τα κορμιά. Αλίμονο πικρός στυφός ο μόχθος στην πόλη. Ο τρόμος της αναδουλειάς, το παζάρεμα της ρώμης, οι μηχανικές κινήσεις του κορμιού, έμβολα στης ψυχής το κάστρο κι ο αδιάλειπτος κύκλος της βδομάδας. Πάλι Δευτέρα ξημερώνει. Οι μέρες μετρούν στο ηλεκτρονικό σφύριγμα του ξυπνητηριού, οι μαρμαρωμένες ώρες του μεσημεριού δε λεν να φτάσουν, η πείνα νόθεψε με το μόχθο του μυαλού, η τυραννία της καρδιάς λύνει τους αρμούς μας. Κοιμόμαστε δίχως όνειρα, ξυπνάμε δίχως χαρά. Κοιτάμε με απορία τα χέρια μας πότε γεμάτα, πότε άδεια χαρτονο­μίσματα σ' ένα κύκλο που μάταια παλεύουμε να ελέγξουμε. Μιλάμε για τον τιμάριθμο καταναλώνοντας τις σάρκες μας, αγορά­ζουμε όνειρα μη έχοντας κουράγιο να ονειρευτούμε, τα δίνουμε όλα λάθος. Μας λεηλατούν. Μας εξαντλούν εξαγοράζοντας την προσπάθειά μας με χρήματα που μας ληστεύουν στα καταστήματα που χτίζουνε. Προφθαίνουν τις επιθυμίες μας. Είμαστε εξουθενω­μένοι για ν' αποφασίσουμε πώς θα ξοδέψουμε τα κέρματα του εαυτού μας. Όλο μας φθάνουν. Μόλις κατακτήσουμε κάποια ψευ­δαίσθηση μας πλασάρουν μια νέα. Χείμαρροι οι ανάγκες μας συνεπαίρνουν στη δίνη τους. Πώς να ξεφύγουμε οι εξουθενωμέ­νοι επιβάτες τούτου του ναυαγισμένου κόσμου; Μας τρομοκρα­τούν με σημαίες. Και μεις σαστισμένοι λαθεύουμε στις στοιχειώ­δεις πράξεις της αριθμητικής. Το ένα κι ένα τα μπερδεύουμε. Μάθαμε να μην εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις μας, υποκλινόμαστε στην παντοδυναμία της τεχνολογίας, αφηνόμαστε στην εξουσία της δίχως αντίσταση. Πολιτικές και κόμματα μας συνθλίβουν με την αναξιοπιστία τους. Φυλακισμένοι στην αγέλη αναπνέουμε μόνο σαν ατενίσουμε ψηλά τον ουρανό. Μα αμφιβάλλουμε ακόμη και γι' αυτόν. Έτσι διάστικτος με δορυφόρους που κατάντησε μοι­άζει να μας κατασκοπεύει

Απόσπασμα 14η συνέχεια από "Ονείρου απατηλότερα"

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης