Στης Περσεφόνης την Αίγυπτο

   
ΣΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Άρχισα λοιπόν να ταξιδεύω όπου η εσωτερική μου γνώση μ' έσπρωχνε. Διάλεξα την Αίγυπτο παρέα με την Πέρσα. Θεωρητικά ήταν η γραμματέας μου. Τη διάλεξα για τα όμορφά της πόδια. Τυχαία έμαθα ότι παράτησε το γαμπρό στην πόρτα της εκκλησιάς, όταν συμφώνησε με τους παπάδες που προσπαθούσαν να την πεί­σουν να υπογράψει ένα χαρτί όπου μετά βδελυγμίας θ' αποκη­ρύσσει την πίστη της στον προτεσταντισμό. Αυτό που με διασκέ­δασε ιδιαίτερα ήταν ότι η Πέρσα δεν ήταν προτεστάντισσα. Αναγκάστηκαν οι ορθόδοξοι γονιοί της να την βαφτίσουν μ' αυτό το δόγμα, όταν ήταν αποκλεισμένοι σαν πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία κι έπρεπε νά 'χει κάποιο όνομα πριν πάει στο σχολειό. Τη διάλεξα για συνοδοιπόρο μου σ' αυτό το ταξίδι, γιατί έδιωξε το γαμπρό που δε συμμερίστηκε την τρέλα της, που ήταν δυνατότερη από τον παραλογισμό ενός αναθέματος που απαιτούσε μ' εκβιασμό το ένα δόγμα της θρησκείας της αγάπης του Χριστού για τους αλλόδοξους. Μ' άρεσε και τ' όνομά της. Περσεφόνη. Θύμιζε αναγέννηση. Μέχρι τότε είχαμε κλείσει τρεις μήνες τυπικής επαγγελματικής σχέσης. Με ξάφνιαζε τ' ότι ήταν ιδανική υπάλληλος. Συνήθως οι όμορφες γυναίκες κι ίσως όχι άδικα, πιστεύουν ότι στη δουλειά τις παίρνουν για γλάστρες. Ήταν η πρώτη όμορφη γραμματέας, που δεν προσπάθησε να με φλερτάρει. Μέχρι την Αίγυπτο δεν την είχα αγγίξει. Δεν ήξερα τι γύρευα απ' αυτήν. Δεν ήξερα πώς θ' αντιδρούσε. Δεν ήξερα τι με τραβούσε πάνω της. Ίσως μόνο τη σιωπή της. Έκλεισα παντού χωριστά, αλλά συνεχόμενα δωμάτια. "Κανείς, ούτε κι ο διάολος δεν κάνει μόνος" της είπα προτείνοντάς της αυτό το μη επαγγελ­ματικό ταξίδι. Ήλθε σιωπηλή σα σφίγγα κι αινιγματική σαν τις πυραμίδες, παρατηρητής κι εγγυητής της εσωτερικής μου πορείας γι' αυτογνωσία.
Επιστροφή λοιπόν πρώτα απ' όλα στην Αίγυπτο. Επιστροφή στις πηγές του πολιτισμού. Μονάχα έτσι μπορεί να βιωθεί ένα ταξίδι στο ιερό ποτάμι, που γονιμοποιεί την πρώτη ύλη του ανθρώπου, τον πηλό και διδάσκει τις μελλοντικές γενιές, πως ο θάνατος δεν είναι παρά το ταξίδι ανάμεσα στις δυο όχθες τ' ουρανού και πως στο τέλος νικητής βγαίνει εκείνος που αψηφά και επιμένει. Νικητής του χρόνου, φύλακας της αθανασίας δεν είναι παρά η άμμος κι ο ήλιος ο καυτός κι ανάμεσά τους ο Νείλος να χορεύει στους ρυθμούς της γονιμότητας.
Όλα ξεκίνησαν με την επίσκεψη στο Βρεττανικό μουσείο. Σ' ένα υποβλητικό μισόφωτο οι αιγυπτιακές μούμιες θυμίζουν το πείσμα του ανθρώπου να επιβιώνει μες απ' το θάνατο του. Κι έπειτα η σκέψη πως κάθε άνθρωπος που θέλει να λογαριάζεται πολιτισμέ­νος οφείλει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο, τη μήτρα του πολιτισμού, έτσι όπως τον γνώρισε η ανθρωπότητα Μετά οι δεσμοί Αιγύπτου - Ελλάδας, που βαραίνουν σα χρέος κι αυτή η ανάγκη για περιπέ­τεια, αυτός ο κορεσμός απ' την κοινοτυπία της Ευρώπης, αυτή η δίψα για την παρθενικότητα της Αφρικής.
Τίποτε το σπουδαίο. Ένα τυπικό τουριστικό ταξίδι. Με γκρουπ, μες απ' την ασφάλεια του κλιματισμένου πούλμαν, με την πολυτέ­λεια των πολυεθνικών ξενοδοχείων και των αποστειρωμένων εστιατορίων. Τύχη αγαθή ο ξεναγός νά 'ναι Ελληνοαιγύπτιος και να κατέχει την τέχνη να μεταγγίζει την ουσιαστική γνώση στο αδιάφορο παράδοξο πλάσμα της ολιγοήμερης φυγής απ' τη ρουτί­να, την ακρίδα των Duty free και αδιάφορο περιπατητή των μου­σειακών χώρων, τον τουρίστα που θεωρεί καθήκον του να πηγαί­νει παντού, όπου στη γη τον στέλνουν τα τουριστικά γραφεία κι επιστρέφοντας από κάθε γωνιά της γης δεν κουβαλά παρά το αδασμολόγητο βίντεο, που —ευτυχώς— το γλίτωσε απ' τα αρπαχτι­κά νύχια του τελωνείου.
Η Αίγυπτος όμως για τον κοινό τουρίστα είναι ένα σοκ, ακριβώς όπως είναι κι η Ελλάδα για τον απροετοίμαστο Ελληνολάτρη. Γιατί Αίγυπτος είναι κι η μήτρα του πολιτισμού με τις γερά θεμελιωμένες στην άμμο ρίζες των πυραμίδων της, Αίγυπτος και το μελισσολόι της φτωχολογιάς κι η φωνή του μουεζίνη, Αίγυπτος και τα πολυτε­λή ξενοδοχεία με το άψογο σέρβις και τα νυχτερινά κέντρα με το χορό της κοιλιάς. Πάνω απ' όλα Αίγυπτος είναι ο Νείλος, τα πάντα εν κινήσει, τα πάντα στατικά, σαν την ανθρώπινη ιστορία που χαμογελά ειρωνικά κάτω απ' τον πρασινωπό καθρέφτη των νερών του.

Κάιρο. Μια πόλη με 15 εκ. κατοίκους που μυρμηγκιάζουν στους δρόμους, οι άντρες με κελεμπίες (ακόμη κι αυτοί που αναγκάζο­νται στη δουλειά τους να φορούν παντελόνια στο σπίτι ντύνονται με κελεμπία γιατί είναι βολική), οι γυναίκες μαντηλοδεμένες και με μαύρα φουστάνια, που επιδεικνύουν τη σεμνότητά τους ακόμη κι όταν κάθονται μπροστά στις οθόνες των κομπιούτερ και τα παιδιά που γελαστά σε πλησιάζουν για να ζητιανέψουν στυλό και μπαξί- σι, ξυπόλυτα, κακοντυμένα, μα περήφανα. Ένας λαός που μποτι- λιάρει συστηματικά τους δρόμους, που αντιστέκεται στη διεθνο­ποίηση των αριθμών κι επιμένει να γράφει τις τιμές με αιγυπτιακά στοιχεία, που ανεβοκατεβαίνει πηδώντας στα απαρχαιωμένα λεω­φορεία που δεν ξέρουν τι είναι στάση, ένας λαός που προσεύχεται παντού, κάθε στιγμή της μέρας, όποτε η φωνή του Προφήτη το προστάζει -στους χώρους της δουλειάς ή στη μέση του δρόμου, όλοι γνωρίζουν προς τα πού πέφτει η Μέκκα— κανείς δεν παραξε­νεύεται στη θέα κάποιου, που στο παγκάκι του δρόμου κάνει μετάνοιες, κανείς δε θα κρυφτεί όταν επικοινωνεί με το Θεό, όπως συνηθίζουν κάποιοι χριστιανοί να κρύβουν το σημάδι του σταυ­ρού που κάνουν περνώντας απ' τις εκκλησιές μας. Ο Αλάχ τους είναι αυθάδης και προκλητικός. Κάθε χρόνο χτίζεται και ψηλότε­ρος μιναρές στην πόλη κι όσο ψηλώνει η περηφάνεια των πιστών, τόσο κι η αξιοπρέπεια των ταπεινών φουντώνει, έτσι που κάποτε το ποτάμι ν' ανταριάσει και τότε ο κόσμος όλος θα οπισθοχωρή­σει τρομαγμένος απ' την κραυγή του μουεζίνη που τώρα απλώς ξαφνιάζει στις 5 η ώρα το πρωί καθώς πλανιέται ανάμεσα από κορναρίσματα, στην πρωινή ομίχλη που σκεπάζει κι αδελφώνει την προπέτεια των ξενοδοχείων με την αθλιότητα των λαϊκών πολυκα­τοικιών και την ασφάλεια των νεκροταφείων, όπου οι ζωντανοί στεγάζονται αδελφωμένοι με το θάνατο σ' αυτή τη χώρα του μυστηρίου.
Πρώτη μπουκιά το αρχαιολογικό μουσείο. Ένα μουσείο που στεγάζει ουσιαστικά τα ευρήματα ενός μόνο τάφου. Τουταγχαμόν. Ο φαραώ, που επέζησε στη μνήμη των ανθρώπων γιατί είχε την τύχη ο τάφος του να παραδοθεί ασύλλητος στην αρχαιολογική σκαπάνη. Ένας ασήμαντος βασιλιάς που κυβέρνησε από τα 8 μέχρι τα 20 του χρόνια, δίχως να προσφέρει τίποτε ουσιαστικό στη χώρα ίου, εξασφάλισε από τη Μοίρα τη μεγαλύτερη μεταθα­νάτια υστεροφημία. Κανένα πολεμικό κατόρθωμα, καμιά πολιτική νίκη δεν καταφέρνουν όσα ένα καπρίτσιο της Ιστορίας. Ελάχιστοι έχουν ακούσει για τον Αχενατόν, το σημαντικότερο ίσως φαραώ που μάταια προσπάθησε να επιβάλει τη λατρεία του ενός Θεού στη χώρα, ελάχιστοι γνωρίζουν πως μόνο μια γυναίκα φαραώ βασίλεψε στην Αίγυπτο, η Χασεψούτ με την πολυκύμαντη ζωή, όλοι όμως θυμούνται τη συγκίνηση που προκαλεί η χρυσή προ­σωπίδα του Τουταγχαμόν, την έκπληξη και το θαυμασμό που τους συνεπήρε μπροστά στο άγαλμα της Νεφερτίτι, έτσι που πια ολό­κληρη η ιστορία της Αιγύπτου να συμπυκνώνεται στην αθάνατη ομορφιά που εκπέμπουν αυτές οι δυο ασήμαντες ιστορικά μορφές. Δίπλα μου η Πέρσα, σιωπηλή σαν τη σφίγγα κι όμορφη σαν τη Νεφερτία Συναντιόμαστε στο πρωινό σαν ξένοι, με ρωτούσε αν χρειάζομαι κάτι να με εξυπηρετήσει κι έπειτα ξεχνιόταν στην ανά­γνωση τουριστικών φυλλαδίων και μυθιστορημάτων που είχαν σχέση με την Αίγυπτο.


Το αρχαιολογικό Μουσείο στο Κάιρο είναι άναρχο και σκονι­σμένο, όπως κι η πόλη που το περιβάλλει. Σε κάθε αίθουσα ο φύλακας πρόσμενε τον ξεναγό με το χέρι απλωμένο για το μπαξί- σι (η εκδούλευση που προσφέρει είναι να κάνει τα στραβά μάτια, αν κάποιος ανόητος τουρίστας αγγίξει ή φωτογραφίσει με φλας τα πολύτιμα εκθέματα). Το μπαξίσι είναι καθεστώς παντού κι είναι το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να συνηθίσει ο ευρωπαίος. Το δεύ­τερο είναι το παζάρι. Παζάρι που γίνεται για το κάθε τι, ουσιαστικά για την ευχαρίστηση που προσφέρει, παζάρι που δεν είχαμε προ­λάβει να διδαχθούμε μόλις βγαίνοντας από το μουσείο μας κύκλωσε ένα σμήνος μικροπωλητών που πουλούσε μ' ένα μόνο χιλιάρικο. Χιλιάρικο! Τι ηδονή! Η δραχμούλα μας ακόμη περνιέται για νόμισμα στο Κάιρο! Γιατί λοιπόν να παζαρέψεις το χιλιάρικο για ένα τόσο όμορφο γιορντάνι; Δε ζητούν δολλάρια, ούτε μάρκα, ούτε ECU. Ζητούν χιλιάρικο. Και μόνο γι' αυτό αξίζουν την αντα­μοιβή τους. Η Πέρσα αγόρασε κάποιες χάντρες που περνιόντου- σαν για ζαφείρια. Αρνήθηκε κατηγορηματικά να πληρώσω εγώ. "Είναι για δώρο" είπε κι αναρωτήθηκα μήπως είναι λεσβία. Ίσως πάλι να καταδεχθεί να πληρώσω το λογαριασμό μόνο όταν φθά­σουμε στο χρυσοχοείο. Δε γεννήθηκε ακόμη η γυναίκα που να μην απολαμβάνει την έμπρακτη απόδοση θαυμασμού μέσα από το δώρο. Και όλες ζυγίζουν τα αισθήματα με την τιμή του αντικειμέ­νου.
Προς το παρόν διασκέδαζα παζαρεύοντας άχρηστα αντικείμενα. Αργότερα οι συχνές επιδρομές αυτών των ειρηνικών ορδών διδά­σκουν πως η τιμή συνήθως είναι κάτω από το τέταρτο της πρώτης προσφοράς, όμως η εθνική έξαρση της πρώτης εκείνης κυριαρχίας του ελληνικού νοσμίσματος στην αιγυπτιακή οικονομία υπερνικά κάθε κλαυσίγελω από τη συνειδητοποίηση της απάτης.
Στην καρδιά αυτού του σκηνικού της ανατολίτικης γοητείας ό,τι διασώθηκε απ' τις επιδρομές των πολιτισμένων κατακτητών, το παρελθόν της Αιγύπτου, ο πλούτος, η τέχνη, η ομορφιά, ο πολιτι­σμός, η ζωή που νίκησε το θάνατο, τα σύμβολα που προκαλούν για καινούριες ερμηνείες, οι θεοί που αλλάζουν ονόματα, προσαρ­μόζονται για να επιζήσουν, αλλά διατηρούν την τριαδική τους υπόσταση και το σταθερό τους προσανατολισμό προς το Φως, (Όσιρις, Ίρις, Ώρος. Αμων-Ρα, Μουτ, Χονσού), την αιώνια διαμά­χη του καλού με το κακό, τον ατελεύτητο κύκλο καταστροφής και δημιουργίας, την ατέρμονη γονιμότητα που σημαδεύεται με τις πλημμύρες και την ξηρασία του Νείλου.
Κι ο άνθρωπος, τι είναι ο άνθρωπος, για τον αρχαίο Αιγύπτιο; Μα δεν είναι παρά το δάκρυ του θεού Ρα, το δάκρυ του θεού Ήλιου, ενός θεού πρωτεϊκού, που αναδύθηκε από κάλυκα λωτού που εμφανίστηκε στο υδάτινο χάος. Τι ποιητική εικόνα για τον άνθρωπο! Το δάκρυ του θεού του φωτός! Υπάρχει βέβαια κι η παραλλαγή του μύθου, που στέκει κοντύτερα στην εβραϊκή παρά­δοση και θέλει τον Φθα (Χνουμ), θεό αγγειοπλάστη, να πλάθει τους ανθρώπους με πηλό ακριβώς όπως ο Ιεχωβά στη Βίβλο. Προσωπικά στην Αίγυπτο ένιωσα σα σταγόνα. Σταγόνα από νερό του Νείλου, νερό πρασινωπό, θολό, φορτωμένο με πίκρα κι ελπί­δα, ζυμωμένο με ιστορία, μια σταγόνα νερού χαρούμενου για τον προορισμό του να γονιμοποιεί ή απλώς να χύνεται στη θάλασσα. Ναι, στην Αίγυπτο ήμουν το δάκρυ του θεού Άμωνα-Ρα.


Όπως σε κάθε θρησκεία παντού, έτσι και στην Αίγυπτο η ιεραρ­χία των θεών ανταποκρινόταν στη δομή της αιγυπτιακής δεσποτεί- ας. 0 ανώτατος θεός Άμων-Ρα είχε στην "Αυλή" του το "βεζύρη" του θεό της σοφίας Θοτ, τους ανώτατους υπαλλήλους του, τους υποτελείς του, τον όχλο, όλα κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν της φαραωνικής εξουσίας. Γι' αυτό και η απόπειρα του Αμένοφι του IV (Αχενατόν) να καθιερώσει το μονοθεϊσμό απέτυχε παταγωδώς. Η δύναμη της ιερατικής αυλής ήταν μεγαλύτερη απ' το θεό του Αχενατόν. Το ιερατείο στην Αίγυπτο ήταν πανίσχυρο. Ανεχόταν την εκάστοτε πολιτική εξουσία, τη θεοποιούσε αλλά δεν της παρέ­διδε ποτέ τα μυστικά κλειδιά της γνώσης. Έτσι παρατηρήθηκε το παράδοξο μια γραφή, τα ιερογλυφικά που χρησιμοποιήθηκαν για να υμνούν Ρωμαίους αυτοκράτορες σε μια τόσο πρόσφατη ιστορι­κά περίοδο, να μένει απαραβίαστη μέχρι το 1922, που ο Σαμπολιόν αποκρυπτογράφησε τη στήλη της Ροζέττας με βάση τη γνωστή σημασία των καρτούς και συνέταξε τη γραμματική και το συντακτικό της. Έτσι μας παραδόθηκε μια απίστευτα πλούσια βιβλιογραφία σε θεολογικά και λογοτεχνικά κείμενα. Οι Αιγύπτιοι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν και δικαστικά τα πνευματικά δικαιώματα της ρύσης "εν αρχή ην ο Λόγος", αφού με αυτήν ακρι­βώς τη λέξη αναφέρονται στη δημιουργό αιτία του κόσμου στην πραγματεία της Μέμφιδας τον 8ο π.Χ. αιώνα. Όμως οι περίεργοι συνωθούνται μπροστά στην πλάκα της αρχαϊκής Αιγύπτου, που παριστά φαραώ σε ιερατική στάση, απόδετο, ν'αποκεφαλίζει κατά χιλάδες τους αντιπάλους του κάτω απ' το θωπευτικό άγγιγμα των ακτίνων του θεού Ήλιου, που σα φούχτες μικροσκοπικές τον ευλογούν. Ζούμε, σήμερα, την εποχή του παλιμπαιδισμού. Προτιμάμε την εικόνα από τον λόγο, έστω κι αν αυτός αποδίδεται με ευφάνταστα ιερογλυφικά
Αν το Αιγυπτιακό Μουσείο είναι στο κέντρο του Καΐρου, σύριζα με την έρημο και σε απόσταση αναπνοής από τα φανταχτερά μαγαζιά που διαφημίζουν το χορό της κοιλιάς, η πρόκληση του όγκου των Πυραμίδων και στα πόδια τους, φρουρός ακοίμητος ποιος ξέρει πόσων μυστικών, το αρχαιότερο γλυπτό μνημείο, η Σφίγγα. Και τι να πεις για τις Πυραμίδες, μετά τον πλούτο των περιγραφών και τ' όργιο της παραφιλολογίας και των επιστημονι­κής φαντασίας διηγήσεων; Βρίσκεσαι μπροστά σ' ένα από τα εφτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, στο μοναδικό που κατάφερε να επί- βιώσει και τ' αντικρύζεις ξαφνικά να ξεχωρίζει σαν ψευδαίσθηση πίσω απ' τις στέγες των πολυκατοικιών κι έπειτα σου φαίνεται μικρό, σαν ψεύτικο, μα δίπλα οι καμήλες με τους γραφικούς τους αναβάτες μοιάζουν με νάνους και τα πούλμαν παιχνιδάκια παιδικά κι ο ίσκιος τους προκλητικός κι η αιχμή τους αινιγματική. Σκύβεις, σχεδόν γονατίζεις στο επικλινές έδαφος για να μπεις, σκοτάδι, δυσοσμία, γελάκια νευρικά μια συμμορία από κορίτσια μαντηλο- δεμένα κατρακυλούν ξορκίζοντας μ' ευθυμία τον τρόμο. Έπειτα η ανηφοριά, η ανάσα ακόμη πιο πνιχτή, η μούχλα των αιώνων σε τρομάζει και ξαφνικά μια αίθουσα γυμνή δίχως καμμιάν εικονο- γράφιση.
— Δεν άξιζε τον κόπο σού 'ρχεται να φωνάξεις. Γιατί όλα αυτά; "Σε καμιά πυραμίδα δε βρέθηκε μούμια" θυμάσαι την κουβέντα του ξεναγού. Το κενοτάφιο στη γωνιά μισάνοιχτο, λες και σου χαμογελά περγελαστικά. Φυτέψαμε στην άμμο τέτοιους βράχους θαυμαστούς, με τέτοια τέχνη στοχεύουμε τον ουρανό, γιατί; Για να μαζεύεστε εσείς τ' ασήμαντα σκουλήκια απ' την άκρη της γης και να τραβάτε πόζες και νά 'ρχονται οι καμηλιέρηδες να μπαίνουν στο πλάνο σας, προκλητικά να σας ζητούν μπαξίσι γι' αυτή τους την εξυπηρέτηση. Πυραμίδες και καμήλες μ' εξωτικούς καβαλάρη­δες. Όλα μαζί. Αυτό δε θέλετε να πάρετε ξωπίσω στη μιζέρια του πολιτισμού σας; Εμπρός λοιπόν! Τολμήστε μια σε βάθος εξερεύ­νηση! Όμως ο αγέρας είναι πνιγερός, συνωστισμός, σκοτάδι κι ο φύλακας με την κελεμπία και το φαφούτικο στόμα τείνει τη χού­φτα για το φιλοδώρημα. Έξω, στον καυτό ήλιο, στο γαλάζιο ουρανό, στη χλωμή άμμο. Το πρόγραμμα πιέζει, πρέπει να βια­στούμε. Ο γρίφος παραμένει. Γιατί; Ενα τόσο τέλειο γεωμετρικό σχήμα πεταμένο στη μέση της ερήμου, τρεις χιλιάδες χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού κι εμείς δυο χιλιάδες χρόνια μετά να το κοιτάμε με κατάπληξη και θαυμασμό. Εντάξει. Πατήσαμε το φεγγάρι, εξερευνήσαμε τον ουρανό μέχρι τα σύνορα του γαλαξία, μιλάμε πια τη γλώσσα των χρωματοσωμάτων μας, η πρόκληση όμως είναι εδώ και παραμένει σκοτεινή σαν τα έγκατα των πυραμί­δων. Ποιοι στ' αλήθεια είμαστε; Για πού ταξιδεύουμε; Πώς θα νικήσουμε το θάνατο; Πώς θα επιβληθούμε στο μέλλον; Πώς θα επιβιώσουμε σαν είδος; Πώς τ' όνομά μας θα χαραχτεί ανεξίτηλο
στη μνήμη των ανθρώπων;
Κατεβαίνοντας το γλιστερό σκοτεινό μονοπάτι έπιασα το χέρι της Πέρσας για να τη στηρίξω. Αφέθηκε. Και όταν φθάσαμε στην αίθουσα με το κενοτάφιο σήκωσε το χέρι της και σοβαρή με χάδια σάρωσε τη σκόνη που είχαν μαζέψει τα μαλλιά μου. Έπειτα έξω στο φως πειθαρχικά στήθηκε να φωτογραφηθεί πλάι μου μπροστά στη Σφίγγα, κι αργότερα όποτε της το ζητούσα, πάντα αγέλαστη, γινόταν η ζωντανή κούκλα που έντυνε τις πόζες που γέμιζα τα φιλμ, πειστήρια αυτού του ταξιδιού μου.
Στην άλλη άκρη του Καΐρου βρίσκεται η ακρόπολη, η Citadelle και στην κορφή, τ' αλαβάστρινο τζαμί του Σαλαντίν. Τριγυρισμένο από άλλα παλιά τζαμιά που κουρνιάζουν στη σκιά του, προσκυνη­μένο από μαχαλάδες που ξέμειναν σα λείψανα άλλων εποχών, σύνορο με την απεραντοσύνη της ερήμου το αλαβάστρινο τζαμί στεγάζει την αξιοπρέπεια των αιγυπτίων, είναι ο ουρανός τους. Η άλλη Αίγυπτος, του Ισλάμ. Η πόλη με τα στενά σοκάκια που φιδο- σέρνονται και τρυπώνουν σε χαμηλές στοές, η εσωστρεφής, όπου πρόκληση για μια γυναίκα θεωρείται ακόμη και η τρίχα απ' τα μαλ­λιά της αν ξεφύγει απ' το σφιχτό της μαντηλοδέσιμο, όπου το χώμα επιμένει ν' αντιστέκεται στην εισβολή της ασφάλτου κι ούτε ιδέα για ύδρευση ή αποχέτευση και το νεκροταφείο να στεγάζει τους άστεγους της πόλης.
— Φρίκη, ανατριχιάζουν οι τουρίστες των ξενοδοχείων με τα πολλά αστέρια. Όμως οι τάφοι για τους μωαμεθανούς είναι δυάρια πολλές φορές με πανωσήκωμα, με μπαλκόνι κι εσωτερική αυλή με κληματαριές και κήπο. Στους τάφους μαζεύονται συχνά για να διοργανώσουν φαγοπότι στη μνήμη των νεκρών της οικογένειας. Όταν λοιπόν ο γειτονικός τάφος βρεθεί αδέσποτος —γιατί όχι;— γίνεται αυτόματα το σπίτι για τον άστεγο. Η Αίγυπτος τεκμηριώνει τη σχετικότητα των ανθρωπίνων. Μέχρι και ηλεκτρικό διαθέτουν αυτοί οι τάφοι και η ρυμοτομία του νεκροταφείου είναι εκπληκτι­κή, καμιά σχέση με την άναρχη δόμηση της μεγαλούπολης κι οι τάφοι - μονοκατοικίες πιο ευάεροι κι ευήλιοι απ' τα στενόκαρδα διαμερίσματα των εργατικών πολυκατοικιών που φύτρωσαν σα μανιτάρια με την κοινωνική πρόνοια της Νασερικής εξουσίας.
Το αλαβάστρινο τζαμί φιλοδοξούσε να γίνει η αγία Σοφιά της
Αιγύπτου. Όμως κανένα τζαμί, ούτε και το φανταχτερό μπλε της Πόλης, που ανιικρύζει την εκκλησιά θρύλο με την προπέτεια αντι­γράφου που προκαλεί το πρωτότυπο, δεν καταφέρνει να αναπαρά­γει την αίσθηση της απεραντοσύνης που καθηλώνει σαν μπαίνεις στην αγία Σοφιά, που σε αναγκάζει να σηκώσεις το κεφάλι και ν' ατενίσεις έκθαμβος το αριστούργημα του απέραντου τρούλου που θαρρείς και κρέμεται απ' τον ουρανό με κλωστές από ίο φως που μπαίνει απ' τα παραθύρια. Στο αλαβάστρινο τζαμί κυριαρχεί το φως απ' τους πολυελαίους που ακολουθούν το σχήμα του ναού. Το φως του έξω κόσμου περνά διασπασμένο απ' τα χρωματιστά παρά­θυρα, ενώ τα χαλιά παντού προσμένουν την τακτική γονυκλισία των πιστών κι οι δυο άμβωνες πρόκληση στο θρησκευτικό συναί­σθημα των μουσουλμάνων. Το μόνο τζαμί με δυο άμβωνες.
Έξω η ευρύχωρη αυλή με την κρήνη του καθαρμού καταμεσίς και το πηγάδι όπου τα μοσχαράκια κατέβαιναν νεογέννητα για να ζευτούν στο μαγγανοπήγαδο που αντλεί το νερό κι ανέβαιναν μόνο όταν γερνούσαν σαν κομμάτια βοδινό, μια ζωή ζωσμένα στον τροχό, μέχρι να πέσουν κάτω απ' το μαχαίρι για ν' ανεβαίνει το νερό να πλένονται οι πιστοί του Αλλάχ, να καθαρίζονται πριν επικοινωνήσουν με το θεό, ένα θεό πολύ τυπολάτρη, που απαιτεί απ' τους πιστούς να πατούν με γυμνό πέλμα τη γη για να τους ακούσει και να κοιτούν μόνο προς την πλευρά της ιερής του πόλης. Κι όπως ηδονικά ένιωθα τις μαρμάρινες πλάκες κάτω απ' τις γυμνές πατούσες μου και κοίταγα τη φωταψία των πολυελαίων στη σκοτεινή απεραντοσύνη του τζαμιού θυμήθηκα την εικόνα του φαραώ στο αιγυπτιακό μουσείο. Έτσι ξυπόλυτος κι αυτός σε ιερα­τική στάση έκοβε το κεφάλι των αναρίθμητων εχθρών με γυμνά πέλματα για νά 'χει άμεση επαφή με την ιερή γη με υψωμένο το ιερό όπλο προς το Θεό Ήλιο, που ευλογούσε με τις ιερές ακτίνες του. Ενσάρκωση θεού, θεάνθρωπος, γέφυρα γης και ουρανού σαν το μικρό χαμίνι, που με κρεμασμένα γύρω απ' το λαιμό του τ' αθλητικά του παπούτσια δρασκέλισε το κατώφλι του τζαμιού με καθαρά τα πόδια, τα χέρια, την ψυχή του λεύτερη. Εγώ, τι σχέση είχα με τους φαραώ και τους βασιλάδες αυτού του τόπου;
Γνωρίζεις έναν άνθρωπο μόνο αν ταξιδέψεις μαζί του, λένε. Όμως η Πέρσα μου ξέφευγε, όπως η ψυχή της Αιγύπτου.




Περισσότερο γνώριζα σιγά σιγά τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες μου απ' αυτό το μυστήριο πλάσμα, που είχα ήδη μέσα στο γρα­φείο μου τόσο καιρό κι είχαμε ανταλλάξει τόσες και τόσες επαγ­γελματικές κουβέντες. Όσο περισσότερο ενδιαφερόμουν γι' αυτή, τόσο η Πέρσα χανόταν την ομίχλη που η ίδια δημιουργούσε γύρω της. Κι όσο την έχανα τόσο με μεγαλύτερο πείσμα την αναζητού­σα.
Ο Άη Γιώργης στο Κάιρο είναι χτισμένος στον αραβικό μαχαλά με τα στενά δρομάκια και τα χαμηλά του σπίτια, κοντά στο σκου­πιδότοπο που στεγάζει τα ερείπια της πάλαι ποτέ οθωμανικής μητρόπολης, κοντά στο μωαμεθανικό νεκροταφείο που σήμερα στεγάζει μ' αξιοπρέπεια και τους ζωντανούς. Τα θεμέλια του κολυ­μπούν στο Νείλο που όλο ανεβαίνει απειλώντας να καταπιεί το παλιό αγέρωχο κάστρο που κάποτε φυλάκισε τον άγιο πολεμιστή. Σ' ένα χωματόδρομο με τα χαμίνια μισόγυμνα, μα γελαστά να ζητιανεύουν σαν κοπάδι πεινασμένα σπουργπάκια, με τα ψευτομάγαζα να πουλούν αδελφωμένα χάρτινα εικονάκια ορθόδοξων αγίων και αιγυπτιακές θεότητες, όλα φτηνοπράματα, όλα με παζά­ρι, όλα κάτω από τον ήλιο και τη σκόνη την ακαταστασία και τη βρομιά.
Ανεβαίνεις για να μπεις στην αυλή του μοναστηριού που τη δροσίζουν κάποια ψηλά δέντρα. Στην πόρτα φύλακας ένας Αιγύπτιος με κελεμπία. Ανεβαίνεις τα σκαλιά του φρουρίου που χτίστηκε απ' τους Ρωμαίους κι άντεξε ως τις μέρες μας, που αντι­στάθηκε σε επιδρομές και στέγασε την εκκλησιά του καβαλάρη άγιου, που σκοτώνει το θεριό για να γλιτώσει μιαν όμορφη γυναί­κα, του άγιου που πέρασε απ' αυτή τη φυλακή που σήμερα είναι ναός του και που εκθέτουν για προσκύνημα τα σίδερα και τις αλυ­σίδες, καθώς και το κελί που τον "φιλοξένησε". Η εικόνα του στην εκκλησιά στην κορφή του φρουρίου είναι θαυματουργή. Την έχουν φυλαγμένη σε ειδικό ανυψωμένο χώρο με κιγκλίδωμα και σκεπασμένη με ασήμι και αφιερώματα. Μπροστά της συνωθούνται γυναίκες της ερήμου, μαντηλοδεμένες και απόδετες, μουσουλμά­νες το δίχως άλλο, που μουρμουρώντας ευχές και ξόρκια πασχί­ζουν με τις ώρες να καταφέρουν να κολλήσουν το κέρμα τους στο ψυχρό τζάμι που προστατεύει τον ιππότη άγιο. Δε φεύγουν από 'κεί, αν δεν πετύχουν το σκοπό τους. Ο άγιος πρέπει να εισακού­σει τις αλλόθρησκες δεήσεις. Είναι ένας άγιος οικουμενικός. Μια χριστιανή απ' την τουριστική ομάδα εξανίσταται.


"Ερχονται οι βρομοαραπάδες, λέει και λερώνουν με τα σάλια τους τις εικόνες μας. Πώς το επιτρέπουν; Αυτό είναι ειδωλολα- τρεία!" Η ίδια όμως προσκυνά κι αγγίζει με σεβασμό τα "ιερά" όργανα του μαρτυρίου του αγίου που εκτίθενται επ' αμοιβή. Αυτό δεν είναι ειδωλολατρεία κατά τη χριστιανική της άποψη. Η Πέρσα χαμογελούσε αινιγματικά. Αυτό το χαμόγελο κάπου το είχα ξανα­δεί. Όμως μόλις αντάμωσε το βλέμμα μου το πρόσωπο της από­κτησε την ανέκφραστη μάσκα της Νεφερτία
Η εκκλησιά του An Γιώργη έχει καεί και ξαναχτιστεί. Ο Παντοκράτορας στον τρούλο ιστορήθηκε δια χειρός Παρθένη. Στο πάτωμα ακριβώς κάτω απ' το απορημένο βλέμμα του, γυάλινος φωταγωγός ρίχνει υποψία φωτός στα διαδοχικά πέντε υπόγεια. Από αυτά τα δύο τελευταία κατοικούνται πια απ' τα νερά του Νείλου. Στο πρώτο υπόγειο η "φυλακή" με την έκθεση των οργά­νων μαρτυρίου του αγίου. Στο δεύτερο υπόγειο οι τάφοι των ορθοδόξων πατριαρχών Αλεξανδρείας. Μέσα στη σκόνη, ανάμεσα σε παλιά εκκλησιαστικά σκεύη, σε μιαν ατμόσφαιρα εγκατάλειψης, με την οσμή παλαιοπωλείου, με συντροφιά τις διαπεραστικές κραυγές των νυχτερίδων που κρέμονται από τους θόλους και λεκιάζουν μελανά τους τοίχους, ενώ το νερό ύπουλα ανεβαίνει να καταπιεί τη στεριά γύρω γύρω απ' το φωταγωγό που ξεκινά από το πάτωμα της εκκλησιάς οι τάφοι των πατριαρχών που κοιμούνται κάτω απ' τη σκέπη του θαυματουργού αγίου, καρτερώντας μαζί μ' αυτόν στη μητρόπολη του ισλαμισμού την ανάσταση της χριστια­νοσύνης.
Απέναντι από το φρούριο το νεότερο κτίριο που κάποτε ήταν η μονή. Τώρα κατοικείται από έναν Αιγύπτιο που ζητά μπαξίσι για να οδηγήσει τους ευσεβείς προσκυνητές στην τουαλέτα περνώντας μέσα από το γουμενικό, τη σάλα, τη βιβλιοθήκη, τους έρημους ατέλειωτους διαδρόμους που μεταφέρουν στο μεσαίωνα κι αυτός με την κελεμπία του να κοιτά ερευνητικά με χαμηλωμένο πάντα το κεφάλι να υποκλίνεται και να εισπράττει τα φιλοδωρήματα με την άνεση καθαρίστριας σιδηροδρομικού σταθμού.
Λίγο πιο 'κεί, καθώς διαβαίνεις πύλες και τόξα, χάνεσαι σε στροφές, οι δρόμοι πάντα στενοί, με χώμα, πάνωθέ σου αιωρού­νται γιορτινά χάρτινα εικονάκια της Παναγίας, πόρτες χαμηλές, κανένα παραθύρι, γυναίκες με φερετζέ, στο μισάνοιγμα κάποιας πόρτας η σκοτεινιά του στενάχωρου δωματίου που στεγάζει την αθλιότητα της πολυμελούς οικογένειας, τα παιδιά στους δρόμους γελαστά γυρίζουν απ' το σχολειό φορτωμένα με σάκες και σκα­νταλιές, ομάδες - ομάδες, παίζουν, σπρώχνονται. Μπροστά σε μια πόρτα σιδερένια ένα πλήθος συνωστίζεται, μια γυναίκα φωνάζει, οι άλλοι γελούν, διασκεδάζουν με το θυμό της, θά 'ναι η γραφική τρελή της γειτονιάς. Στην άλλη γωνιά μια νέα κοπέλα κατάχαμα έχει αραδιάσει την πραμάτεια της. Σταυρουδάκια, φυλαχτά, ψευτο- κοσμήματα, σκαραβαίοι. Φουχτώνει ένα μάτσο, στο σωρό και τα προτείνει.
— Ένα χιλιάρικο, λέει σπασμένα ελληνικά. Γνωστό πια το σενά­ριο - 200 θα της πεις για να καταλήξεις στο πεντακοσάρι. Όμως βιαζόμαστε. Όποιος χαθεί δύσκολα ξεμπλέκει. Ο μίτος της Αριάδνης θά 'ταν αναγκαίος σ' αυτή την ομοιομορφία των λευκών τοίχων, που κόβουν το φως σε φέτες, που υπόσχονται σκιά, που υπονοούν ανάπαυση.
Κατεβαίνεις δυο σκαλιά για να μπεις στην κοπτική εκκλησιά των Σεργίου και Βάκχου. Υπό ανακαίνισιν, με τους εργάτες να δουλεύ­ουν εντατικά, —όσο εντατικά μπορεί κανείς να διανοηθεί για τους ρυθμούς της Αιγύπτου— και τους γείτονες να μπαινοβγαίνουν κοι­τώντας περίεργα. Εδώ λοιπόν θρυλείται ότι κατέφυγε η Αγία Οικογένεια για να κρυφθεί από τον Ηρώδη, όταν μετανάστευσε στην Αίγυπτο. Αυτό που επιδεικνύεται είναι δυο σκαλιά που οδη­γούν σε ένα υπόγειο που έχει κατακλυστεί απ' τα νερά. Ο εκκλη- σάρης με την κελεμπία επιδεικνύει τις φωτογραφίες με το πώς ήταν το ιερό υπόγειο πριν το καταλάβει ο Νείλος και ζητά τη συν­δρομή των ευλαβών προσκυνητών που πρόθυμα αγοράζουν τα βιβλιαράκια που προτείνει. Για κείνους είναι προσφορά στο θρίαμ­βο της χριστιανοσύνης. Για κείνον προφανώς επιβεβαίωση της παγκόσμιας αφέλειας. Κι αυτός φοράει κελεμπία
Αποχωρώντας κοιτώ τον ουρανό της εκκλησιάς. Μάταια αναζητώ τον Παντοκράτορα. Κάπου σα να ξεχώρισα την κελεμπία του.
Κείνο το βράδυ πήγαμε κρουαζιέρα με δείπνο με χορό της κοι­λιάς πάνω στο Νείλο. Όλοι ξεφάντωναν. Η παχουλή χορεύτρια έκανε θαύματα για τους μερακλήδες που την έραιναν με σαμπάνια. Η Πέρσα κοιτούσε το φεγγάρι που καθρεφτιζόταν στο ποτάμι και χαμογελούσε τυπικά. Καθώς τη συνόδευα στο δωμάτιο της κι ήμουν αρκετά πιωμένος σταμάτησα έξω απ' την πόρτα και της είπα με αγένεια.
  Θα μπορούσες να μη με συνοδεύσεις, αν πιστεύεις ότι είμαι τόσο πληκτικός. Θα μπορούσες ακόμη κι αύριο να γυρίσεις πίσω. Όπως είδες εύκολα αγοράζω γυναικεία συντροφιά σ' αυτή τη χώρα.
Όπως νομίζετε, είπε κουρασμένα.
Τι σου συμβαίνει; ξέσπασα.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και παραμέρισε για να περά­σω.
Δεν είναι σωστό να γίνουμε θέαμα. Δε νομίζετε; είπε.
Μπήκα και ξαφνικά όλο το αλκοόλ λες και συμπιέστηκε στο
στομάχι μου κι έτρεξα στο μπάνιο, όπου γονατιστός στη λεκάνη, κάθιδρος άδειασα όλο το εξωτικό μου γεύμα. Εκείνη με κρατούσε αγκαλιά, όπως θα κρατούσε το παιδί της, τραβούσε το καζανάκι κι έφερε μια βρεμένη πετσέτα να μου πλύνει το πρόσωπο.
Άνοιξε διάπλατα την πόρτα που χώριζε τα δωμάτιά μας και με κουβάλησε στο κρεβάτι μου. Προσπάθησε να με γδύσει, μα γρύ­λισα ντροπιασμένα. Δεν κατάλαβα πότε τηλεφώνησε για τσάι, αλλά δέχθηκα μ' ανακούφιση να με ποτίσει σα νά 'ταν η μάνα μου.
Συγγνώμην, της είπα μόλις συνήλθα κάπως.
Χαμογέλασε γλυκά και με φίλησε στο μέτωπο.
  Καλύτερα να κοιμηθείτε είπε. Αύριο δεν πρέπει να χάσουμε την Αλεξάνδρεια. Θ' αφήσω την πόρτα ανοιχτή για κάθε ενδεχό­μενο.
Έσβησε το φως και την ένιωθα να κυκλοφορεί, να γδύνεται, άκουγα το νερό στο μπάνιο, ήξερα ότι θα καθρεφτίζεται γυμνή στον καθρέφτη που κάλυπτε όλο τον τοίχο. Την έβλεπα στον ύπνο μου γυμνή, την ποθούσα όσο δεν είχα ποθήσει άλλη γυναίκα και ξαφνικά κάτω απ' τα σκεπάσματα με πήρε ο ύπνος, μόλις αυνανίστηκα σαν έφηβος στη σκέψη της.


Το άλλο πρωί ήταν ξανά μακρινή και ξένη.
Καλύτερα να πιείτε τσάι σκέτο, μου είπε στο πρωινό.
  Πάντα το πρωί πίνω καφέ, της αποκρίθηκα μασουλώντας μ' απόλαυση το κρουασάν μου.
Όπως νομίζετε, είπε τυπικά Θα χρειαζόσαστε τίποτε άλλο για το ταξίδι;
Δεν είμαστε στο γραφείο, γρύλισα. Μπορώ ν' αυτοσυντηρηθώ χωρίς την προστασία σου.
Όταν καθίσαμε πλάι πλάι στο πούλμαν είχα κιόλας ξεθυμάνει. Κι όταν ο ξεναγός μας έφερε τα δείγματα να παραγγείλουμε τα χρυσά μεταγιόν με τα ονόματά μας στα ιερογλυφικά, κρυφά παράγγειλα ένα με τ' όνομά της.
  Γιατί; με ρώτησε όταν το ακούμπησα στη φούχτα της. Αφού ήδη πληρώνομαι για ότι κάνω για σας!
Πες ότι είναι πριμ παραγωγικότητας, είπα ξινά.
Τότε θά 'πρεπε να γράφει Αλεξάνδρεια, ψιθύρισε.
Αλεξάνδρεια! Η πόλη των θρύλων και των γραμμάτων. Ο φάρος του ελληνισμού που κράτησε ζωντανό και σκόρπισε σε κάθε γωνιά της γης το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας. Πόλη μυθική όπως η Σμύρνη. Κήπος της Εδέμ. Από την Αλεξάνδρεια απομυζούσε πλούτο και πνεύμα το νεογέννητο ελληνικό κράτος, χάρη στην Αλεξάνδρεια η Ελλάδα άντεξε τις εθνικές της συμφορές. Η Αλεξάνδρεια είναι το στοργικό παιδί της ελληνικής περιπλάνησης. Το μόνο ίσως που τόσα ανταπέδωσε στη μάνα γη. Ο δρόμος απ' την Αλεξάνδρεια στο Κάιρο περνά από την έρημο. Μια έρημος που τώρα οργανώνεται με φυτείες που αρδεύονται από τα αρτεσια­νά με τη μέθοδο της σταγόνας και νεόχτιστες βιομηχανικές πόλεις. Ο πρώτος που προσπάθησε να καλλιεργήσει την έρημο ήταν Έλληνας. Ο πρώτος και καλύτερος οινοπαραγωνός, ο Τζιανακλής. Μέχρι και σήμερα έτσι ζητάνε το κρασί στην Αίγυπτο. Με τ' όνομα του Έλληνα.
Η Αλεξάνδρεια δεν είναι η ειδυλλιακή πόλη που μας παράδωσε η μνήμη του Καβάφη, της Δέλτα, του Σεφέρη. Η θάλασσα απέρα­ντη. Καμιά διάσπαση από νησί ή κόλπο. Μια αίσθηση τρομακτικής μόνωσης. Τίποτε έξω από κάποιο κοπάδι γλάρους στον ορίζοντα. Ούτε πανί, ούτε κατάρτι. Τριάντα χιλιόμετρα επίπεδη παραλία σπαρμένη με λαϊκές πολυκατοικίες και τσιμεντένια κλουβιά από καμπίνες, καμπίνες αρκετές για να λύσουν το οικιστικό πρόβλημα, μόνο που οι μουσουλμάνοι που απαραίτητα κολυμπούν ντυμένοι, δε θά 'χαν πού ν' αλλάξουν και στη θέση του Φάρου τώρα υψώ­νεται κάστρο μεσαιωνικό. Τίποτε από τη συμπυκνωμένη σοφία δεν άντεξε την απληστία της φωτιάς κι απ' τους Πτολεμαίους άρχοντες επέζησε τ' όνομα της τελευταίας βασίλισσας, της Κλεοπάτρας κι αυτή χάρη στην ερωτική ζωή της. Τώρα μονάχα ένα κάστρο με τους μικροπωλητές να παζαρεύουν στα πόδια του, τα χαμίνια να ζητιανεύουν και τους τουρίστες να το αποτυπώνουν σα φόντο για τις παροδικές τους παρουσίες. Φτερό στον άνεμο της Μοίρας κι η ανθρώπινη γνώση.
Τα σπίτια στην έρημο είναι χτισμένα από χώμα κι έχουν λεπτές σκεπές που όλες θεμελιώνουν παράδοξα κωνικά οικοδομήματα, τους περιστεριώνες, έτσι που τα σπίτια των ανθρώπων μοιάζουν να στηρίζουν τα σπίτια των πουλιών, όπως το κορμί στεγάζει τα φτε­ρωτά μας όνειρα. Στην Αλεξάνδρεια οι πολυκατοικίες εξωτερικά μοιάζουν ερειπωμένες. Οι ένοικοι φαίνεται δε μπορούν να συμβι­βαστούν στην αναγκαστική συμβίωση. Αρκούνται να επισκευάζει ο καθείς τα του οίκου του.
Το αρχαιολογικό μουσείο της Αλεξάνδρειας δραπέτευσε απ' την Ελλάδα. Μέχρι και η επιγραφή στην πρόσοψη είναι ελληνική. Το ίδιο κι η μητρόπολη στο πατριαρχείο. Μια εκκλησιά επιβλητική, πεντακάθαρη με τα βιτρό εντυπωσιακά και τις εικόνες στολισμένες με αφιερώματα δεν έχει σε τίποτε να ζηλέψει τη μητρόπολη των Αθηνών. Στους τοίχους τα ονόματα των δωρητών. Οι ίδιοι άνθρω­ποι που έχτισαν και τη σύγχρονη Ελλάδα Πίσω απ' την εκκλησιά το παλιό παρθεναγωγείο, τώρα άδειο στεγάζει τα γραφεία του Πατριαρχείου και στη μέση του κήπου το άγαλμα του Μπενάκη παραπονεμένο. Στην ξενιτιά κανείς δεν το μουτζούρωσε, κανείς δεν το χρησιμοποίησε για να εκφράσει τις ιδεολογικές του διαφο­ρές. Κοιτά το άδειο παρθεναγωγείο και προφανώς αναρωτιέται πού είναι η πατρίδα του. Εκεί όπου η δημοκρατία πυρπολεί τους ναούς της γνώσης ή εκεί όπου η εγκατάλειψη τις ερημώνει; Έξω πάντως από την εκκλησιά μπορεί κανείς ν' αγοράσει την τοπική ελληνική εφημερίδα που επιμένει να εκδίδεται και να κυκλοφορεί.
Συγκινητικός επίλογος. Στο πούλμαν η Πέρσα τραγουδούσε στο μικρόφωνο στίχους Σεφέρη σε μουσική Θεοδωράκη με συνοδεία του μπουζουκιού του κυρ Αντώνη, ενώ ο Αιγύπτιος οδηγός άφηνε το τιμόνι και χτυπούσε παλαμάκια, κι ο ήλιος έλουζε πορ­φυρή την απεραντοσύνη της ερήμου, έτσι που έμοιαζε σα να ταξι­δεύεις στο χρόνο.
Με το αεροπλάνο ταξιδέψαμε ως το Λούξορ. Σ' όλη τη διαδρομή η Πέρσα κουβαλούσε μαζί της ένα βιβλίο μάλλον φεμινιστικό. Κοίταξα πάνω απ' τον ώμο της, όπως μισούσα πάντα να μου κάνουν και διάβασα μεγαλόφωνα.
"Κάθε άντρας σκοτώνει το αντικείμενο που αγαπά". Τι αληθινό! χλεύασα. Είσαι φεμινίστρια; τη ρώτησα ειρωνικά, ενώ θυμόμουν τη Μιλένα.
Έχεις δίκιο, είπε σκεφτικά σα να μιλούσε στον εαυτό της. Κάθε άνθρωπος σκοτώνει κείνο που αγαπά Αυτό είναι το σωστό­τερο. Ναι, μάλλον. Δε δέχομαι τη χρησιμοποίηση των ανθρώπων για ερωτική χρήση, ούτε από τις γυναίκες με το αιτιολογικό ότι αυτό έκαναν εδώ και τόσους αιώνες οι άντρες. Κι αυτή δεν είναι μια ερωτική ιστορία, εκτός κι αν έρωτας νοείται η αγάπη για τον εαυτό μας και τα πολύτιμα ψυχολογικά μας τραύματα. Παρ' όλα αυτά μου αρέσει να διαβάζω κι αυτό το βιβλίο έχει ενδιαφέρον ακριβώς επειδή δίνει λάθος προοπτική. Όσο για το φεμινισμό, ναι και βέβαια είμαι φεμινίστρια, αφού γεύομαι τους καρπούς από τους αγώνες των φεμινιστριών, αφού χάρη σ' αυτές μπορώ για παρά­δειγμα σήμερα και ταξιδεύω μαζί σου.
Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι πιο ευτυχισμένη απ' αυτές τις γυναίκες που κρύβονται πίσω απ' το φερετζέ; ρώτησα. Σε όλα τα ισλαμικά κόμματα γυναίκες είναι η πλειοψηφία των οπαδών. Και τι σε πείθει ότι ο δυτικός τρόπος ζωής είναι καλύτερος;
  Δεν ξέρω, είπε. Δεν είμαι βλέπεις από τις φεμινίστριες που πιστεύουν ότι η γυναίκα είναι απλώς ίση με τον άντρα. Αντίθετα για μένα είναι αξίωμα τ' ότι η γυναίκα είναι ευφυέστερη και δυνα­τότερη απ' τον άντρα Έτσι φοβάμαι ότι ήταν θέμα επιλογής κι όχι εξαναγκασμού αυτή η ιστορική υποτέλεια της γυναίκας. Η γυναίκα που παντού έχει την ευθύνη της ανατροφής των παιδιών θα μπο­ρούσε αν ήθελε ν' αλλάξει τις ισορροπίες, όπως και το κατάφερε όπου κι όταν το τόλμησε. Φαίνεται ότι είναι στη φύση της αυτή η ανάγκη να προστατεύει την ανθρωπότητα από τις απότομες αλλα­γές, να περισώζει το μέλλον με τη μορφή του παιδιού. Απ' την άλλη όταν διαβάζω στα φεμινιστικά βιβλία να περιγράφεται η αθλιότητα της ζωής της γυναίκας μέσα από δημοτικά ή λαϊκά τρα­γούδια μούρχεται να φωνάξω ότι εκείνη την εποχή ίδια καταπιέζο­νταν κι οι δυο, άντρες και γυναίκες, κι η ζωή της γυναίκας που έμενε στο χωριό ήταν ίσως γλυκύτερη απ' του ξενιτεμένου άντρα. Πώς μπορεί να ήταν ταυτόχρονα δυστυχισμένες οι πλούσιες που κατά τον Καρυωτάκη "δεν έχουν άλλο όνειρο από τον αγαθό τον άντρα και τα νόμιμα κρεβάτια" κι οι φτωχές που ο καημός τους ήταν τ' ότι ξενυχτούν για να κεντούν ξένα προικιά; Την εποχή που τόσο μελανά περιγράφει η Μαρτινέγκου, άλλες γυναίκες τολμού­σαν κι έφευγαν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν. Εξαρτάται από το πόσο είσαι αποφασισμένος να σπάσεις τα δεσμά. Πολλές φορές όμως είναι ευκολότερο το να εγκαταλείπεσαι στη θλίψη σου, ενώ η αδυναμία είναι συχνά ψυχικός εκβιασμός για κείνον που είναι αναγκασμένος να παίζει το ρόλο του δυνατού. Μήπως, τελικά, η γυναίκα αρέσκεται στο να κυβερνά από τα παρασκήνια; Μήπως υποδύεται την υποτέλεια για να καθοδηγεί τον άντρα, καλλωπίζεται για ν' αποφύγει τη βιοπάλη; Το ξέρεις ότι στα περισ­σότερα μέρη της Ελλάδας, τις προηγούμενες γενιές ο άντρας δούλευε, αλλά η γυναίκα έκανε κουμάντο στο πορτοφόλι;
Ο φεμινισμός ονειρευόταν μιαν ιδεατή γυναίκα. Όμως ιδανικοί άνθρωποι, άντρες ή γυναίκες δεν υπάρχουν. Τώρα που έχει κυλή­σει νερό κάτω απ' αυτό το γεφύρι μπορούμε να δούμε ότι οι σχέ­σεις των δυο φύλων δε φαίνεται ν' άλλαξαν και πολύ. Τα ίδια παι­χνίδια σαγήνης και κατάκτησης ισχύουν. Η γυναίκα κούκλα, νοι­κοκυρά και παράσιτο εξακολουθούν να συνυπάρχουν στην εργαζόμενη γυναίκα. Ίσως το μόνο που θέλουν τελικά οι γυναίκες είναι το ν' αρέσουν στους άντρες. Αυτό είναι ο εαυτός τους. Το ίδιο κι οι άντρες. Ότι κι αν κάνουν το κάνουν για την καρδιά κάποιας γυναίκας, της μάνας ή της ερωμένης τους. Αυτό που δεν υπολόγισε το φεμινιστικό κίνημα είναι ότι η γυναίκα δεν ενδιαφέ­ρεται να ψάξει για τ' αληθινό της πρόσωπο. Είναι πιο βολικό το να φοράς το προσωπείο με το οποίο γίνεσαι αρεστός στην κοινωνία, αλλά κυρίως σ' εκείνον που θες να κατακτήσεις. Έτσι η γυναίκα παίζει το παιχνίδι της υποταγής, στολίζεται, ακκίζεται, θέλει να είναι ερωτική γιατί μονάχα έτσι νιώθει γυναίκα Ο φεμινισμός της έδωσε την άνεση ν' αλλάζει περισσότερους ερωτικούς συντρό­φους, αλλά δεν είμαι βέβαιη ότι την έκανε πιο ευτυχισμένη. Η οικονομική αυτάρκεια την οχύρωσε; Εκεί που η οικογένεια ζούσε με ένα μισθό που της εξασφάλιζε και την πολυτέλεια της οικιακής βοηθού, τώρα δυο μισθοί δε φθάνουν.
Έτσι λοιπόν, ναι είμαι φεμινίστρια, γιατί εγώ ποτέ δε θα γυρ­νούσα πίσω. Δεν ξέρω όμως πια τι ψάχνουν οι υπόλοιπες αδελφές μου, δεν είμαι σίγουρη ότι η δική μου ζωή είναι το πρότυπο για τη ζωή κάθε γυναίκας. Και βέβαια τώρα γελάμε μ' αυτά που πριν από 100 χρόνια αποτελούσαν τη φωνή της κοινής λογικής. Όμως δεν παύω να σκέπτομαι ότι ίσως έτσι αύριο θα γελούν και με τα δικά μας αυτονόητα Γιατί το ξέρεις ότι αλήθεια δεν υπάρχει. Αυτό του­λάχιστον εδώ είναι το μεγάλο δίδαγμα.


Και νάμαστε στο Λούξορ. Τα παλάτια. Ναοί προσφορά των βασιλιάδων στους θεούς, τους βασιλιάδες της ζωής και του θανά­του. Πώς να μιλήσεις για την αίσθηση που σου γεννούν οι ναοί στην Αίγυπτο; Πώς να την περιγράψεις όταν κανένα ντοκυμαντέρ δεν είναι ικανό ν' αποδώσει το μέγεθος και το μεγαλείο αυτών των κτισμάτων που παράδωσε η έρημος στη μνήμη των ανθρώπων; Το ύψος που σε κάνει να νιώθεις τόσο ασήμαντος, ο όγκος που σε συναρπάζει και το φως που πέφτει κάθετα κι αρπαχτικά, που δημιουργεί τον τρόμο της σκιάς, που τρυπώνει σε απαραβίαστους χώρους κι αναδεικνύει την ιερότητα των σημαδιών στους τοίχους; Τ' αστέρια της θεάς νύχτας, μάτια τ' ουρανού σε στοχεύουν, ενώ σε κάποια κολώνα ξεχασμένη μια αγιογραφία κοιτά απορημένη τα στίφη των τουριστών που κάνουν κύκλους γύρω απ' τον πελώριο σκαραβαίο για γούρι —τύχης ή κακοτυχιάς— όλα ανάλογα με την ψυχή του ανθρώπου που επιμένει να θυσιάζει στα ερείπια ένα κομμάτι απ' τον ίδιο του τον εαυτό. Και τ' αγάλματα αινιγματικά γιγάντια κι οι επιγραφές παντού να διηγούνται τα κλέη ανθρώπων που πέρασαν από τη γη, καυχήθηκαν για όσα πέτυχαν και παρα­δόθηκαν στη ρευστή μνήμη της άμμου. Αυτό που συναρπάζει είναι το ανακάτεμα των εποχών, η ισοπέδωση του χρόνου, η προκλητι­κότητα ίου μιναρέ πλάι οίον αρχαίο ναό και τα χαμόσπιτα που ακουμπούν στους τοίχους του, χαμόσπιτα από πηλό φορτωμένα με πιθάρια, όμοια μ' αυτά που κατασκεύαζε ο θεός Χνουμ, αγγειο­πλάστης της ανθρώπινης ράτσας.
Όλα νερό και άμμος καθώς ο ήλιος γέρνει στη δυτική την όχθη του θανάτου και βάφει πορφυρά τ' αρχαία κτίσματα, ενώ οι προβο­λείς έχουν ανάψει για να υπογραμμίσουν τις διηγήσεις των ιερο­γλυφικών κι ο χρόνος μοιάζει να αιωρείται κι η ζωή κι ο θάνατος συγχέονται. Μόνο έτσι βιώνεται η Αίγυπτος. Σαν ταξίδι πάνω στο Νείλο. Γιατί αυτό είναι η ζωή. Ταξίδι πάνω στα νερά του χρόνου. Απ' την ανατολή ως τη δύση. Απ' την αρχή ως το τέλος. Κι ήταν ακόμη χάραμα καθώς μες τη λαχανιαστή βενζινάκατο πήραμε το δρόμο του θανάτου κι όλα χλωμά σα νεκρικά. Αφήναμε ξωπίσω μας την πολυτέλεια των ακριβών ξενοδοχείων και τα μαγαζιά με τις πολυεθνικές φίρμες, τα κοσμήματα και τα μπιμπελό κι η όχθη του θανάτου σπαρμένη με ζαχαροκάλαμα, ολόκληρες φυτείες και τα χωριά πλινθόκτιστα, αρματωμένα, ζωγραφισμένα έντονα, χαρούμενα τα σπίτια υποδέχονται τον ταξιδευτή της Μέκκας, άλλα για να τραβούν τα μάτια του τουρίστα, βιοτεχνίες αλαβάστρου και μικρομάγαζα. Χωριά ριζωμένα πεισματικά στο βράχο πλάι στους τάφους. Μάταια προσπάθησαν οι κυβερνήσεις να τους διώξουν. Συμμορίες αρχαιοκάπηλων, τσακάλια, μετεμψυχώσεις του θεού της ταρίχευσης, λεπτοί, αέρινοι, αρχοντικοί, σκουρόχρωμοι, λαός που φύτρωσε βυζαίνοντας τους τάφους των αλλοτινών αρχόντων, λαός σοφίας.
Κι η νεκρόπολη. Τόσο απέραντη, τόσο θαυμάσια Πώς να μιλή­σεις γι' αυτό το θαύμα των τοιχογραφιών στους αναρίθμητους τάφους, που εγκυμονεί ακόμη αυτή η γη; Δουλειά χαραγμένη στο γρανίτη, αληθινά έργα τέχνης αξεπέραστα, ζωντανές φιγούρες που δραπετεύουν απ' το χρόνο και ζουν, ζουν στ' αληθινά. Κάθε τάφος και νέα έκπληξη. Οι βασιλιάδες, οι βασίλισσες, οι πρίγκη- πες, οι παλατιανοί, ο χώρος απέραντος, μια πόλη νεκρών που συνέχεια ξαναγεννιέται κάτω απ' τα νωχελικά βήματα των εργατών που σα μυρμήγκια ανεβοκατεβαίνουν το βουνό λευτερώνοντας τους νεκρούς απ' τη σκουριά σου χρόνου. Κι ο όγκος του ναού της Χασεψούτ σφιχτοδεμένος με το βράχο που τον απειλεί.
Δε μπορείς να φανταστείς αυτή την πραγματική πόλη των νεκρών αν δεν την περπατήσεις, αν δεν αναλωθείς από την περι­πλάνηση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ανάμεσα στην λαύρα της ερήμου, στην υγρή παγωνιά των τάφων. Τοιχογραφίες, σύμ­βολα, τρόμος μπροστά στην αδιαπέραστη γνώση των αιώνων. Βεβήλωση. Βιασμός της θέλησης των νεκρών που θέλησαν έτσι, μ' αυτούς τους διπλοσφραγισμένους τάφους ν' αναγεννηθούν κι η τεχνολογία τους παράδωσε στο θάνατο της επικαιρότητας. Κρατούσα το χέρι της Πέρσας κατεβαίνοντας τ' απότομο γλιστερό μονοπάτι κι ένιωθα τη φούχτα της να ριγά σαν τρομαγμένο σπουργίτι. Βρεθήκαμε μόνοι κάποια στιγμή μπροστά στο μισάνοι­χτο κενό τάφο. Την πήρα στην αγκαλιά μου κι αφέθηκε. Τη φίλη­σα και τα χείλη της απόμειναν παγωμένα σα να φιλούσα άγαλμα. Βιάστηκα να βγω στο φως. Τι ήξερε η Πέρσα που εγώ το αγνοού­σα;
Παρατηρούσα τους κατοίκους μέσα απ' το κλιματισμένο μας πούλμαν κι η Πέρσα πλάι μου βουβή. Προσπαθούσα να την κατα­λάβω. Έμοιαζε τόσο με τους Αιγύπτιους. Πώς να κατηγορήσεις αυτούς τους ανθρώπους μ' αυτή την κληρονομιά, γιατί αντιστέκο­νται στην εισβολή του τεχνολογικού πολιτισμού κι ακολουθούν τα βήματα άλλων χρόνων; Ποιος μπορεί να πει "Υπανάπτυκτη η Αίγυπτος;" Η Αίγυπτος παραμένει παρθενική σαν τη ζωή και το θάνατο. Αντιστέκεται στην πρόοδο με μόνο όπλο την αθωότητα των παιδιών της με τα φωτεινά μάτια και το γλυκό χαμόγελο.
Ψωνίσαμε κάτι ψιλοπράγματα, ένα κολιέ από γαλάζια πέτρα — που αποδείχθηκε πλαστικό— ένα χαρτοκόπτη από σκαλισμένο κόκαλο καμήλας κι ένα αγαλματάκι θεότητας με μορφή γάτας. Στο μαγαζί που μας πήγε ο ξεναγός φυσικά. Όλα γίνονται για το μπα- ξίσι, το ξέρεις πια, το αποδέχεσαι. Όμως ο υπάλληλος μού 'βαλε στη φούχτα ένα σκαραβαίο, μού 'κλείσε τα δάχτυλα ψιθυρίζοντας "δώρο" πριν ακόμη ψωνίσω το παραμικρό. Μας κέρασαν τσάι όσην ώρα χαζεύαμε τους εργάτες στο υπόστεγο να επεξεργάζο­νται τα πετρώματα που γίνονταν εικαστικά αντικείμενα για την αρπαχτικότητα των φακών της τεχνολογίας μας. Σε κάποιες χώρες φοβούνται την ακινησία της φωτογραφίας. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως ο φακός κλέβει κάτι απ' την ψυχή σου. Και για το Κοράνι η εικόνα είναι βλαατήμια. Γι' αυτό κι οι ελάχιστες προ­τομές ηρώων ή πολιτικών. Μόνο συμβολικές συνθέσεις. Μια μόνο προτομή έτυχε να πάρει το μάτι μου στο Ασουάν κι ήταν ενός συγγραφέα αυτοδίδακτου, του Αμπάς Ελ Ακάντ
Εντιμότητα στο εμπόριο; Γιατί νά 'ναι πιο έντιμη η συναλλαγή του σούπερ μάρκετ με τα ποσοστά, τις εκπτώσεις, τις προσφορές και τα ψευτοδωράκια; Γιατί νά 'ναι πιο ευγενικό το ψυχρό τυπικό χαμόγελο του υπαλλήλου του πολυκαταστήματος απ' τη ζεστή ευγένεια του παιδιού-αφεντικού μιας τρύπας που ήθελε να βγούμε φωτογραφία αγκαλιά έξω απ' το "μαγαζί" του και που έκανε παζά­ρι με την ευσυνειδησία ηθοποιού που παίζει Άμλετ; Όλη η γκάμα των συναισθημάτων, η υποχρεωτική ευγένεια, η δυσφορία, η στε­νοχώρια η αγανάκτηση, ο συμβιβασμός και η καλοκάγαθη ευθυ­μία πέρασαν από το πρόσωπο του καθώς ξεκίνησε από το μισό της τιμής —για να τσιμπήσει ο πελάτης— ανέβηκε στο δεκαπλάσιο, μόλις μας έμπασε στο "μαγαζί", για να καταλήξει, μετά την απα­ραίτητη τελετουργία σε μια λογική για μας τιμή κι ενώ ο ρόλος έφθανε στην κορύφωση —το δράμα του λεηλατημένου έμπορα— στο χειροφίλημα μετά την είσπραξη του αντιτίμου του εμπορίου. Όλη αυτή η πολύπλοκη τελετουργία Οι φελούκες που πλευρίζουν τα κρουαζιερόπλοια στο Νειλοφράχτη και πετούν τις κελεμπίες με δύναμη κι ευστοχία που θα τη ζήλευαν οι αστέρες του NBA στο μπάσκετ —η διαφορά επιπέδου να τονίζει την κοινωνική διαφορά, να σου προκαλεί τύψεις, ντρέπεσαι για το παζάρεμα, δεν το δικαι- ούσαι ν' απαιτείς καλύτερη τιμή— βάζεις στη σακούλα τα λεφτά τα πετάς, εσύ δεν ξέρεις, αστοχείς, ο αγέρας παρασύρει το πολύτιμο σακκούλι, το φέρνει ανάμεσα στα δυο πλοία, πάει χαμένος ο μόχθος της βάρκας που μασκαρεύεται γυναικεία και μιμείται κινή­σεις χορού της κοιλιάς επιδεικνύοντας τα ρούχα με τις πολύχρω­μες χάντρες, που θα μεταμορφώσουν τις ξερακιανές ξένες σε βασίλισσες του τσιφτετελιού για μια μόνο νύχτα. Χαμένος μόχθος; Μα όχι βέβαια! Ένας από το τσούρμο γδύνεται και βουτά στο θολό νερό, χάνεται κάτω απ' την καρίνα του πλοίου, αναδύε­ται, ακροβατεί, κρατεί σα λάβαρο το πολύτιμο νάυλον, που για χάρη του κι ενάντια στα κελεύσματα της οικολογίας, επιμένει να επιπλέει λεκιάζοντας το περιβάλλον. Μουσκεμένος αναδύεται κάτω από τις επευφημίες του πλήθους κι ενώ το δειλινό τα βάφει όλα μαβιά υποκλίνεται με πλατύ χαμόγελο.
— Υπάρχω, ζω, υπερνικώ τη μοίρα μου, μοιάζει να βροντοφωνά­ζει η λιγνή του σιλουέτα, μοιάζει να απειλεί τα βαρυφορτωμένα μας στομάχια, τις προστατευμένες με αντηλιακά με υψηλό δείκτη προστασίας επιδερμίδες μας, η φυσική επιλογή κόντρα στην τεχνητή ύπαρξη κι άξαφνα νιώθεις πιο πλαστικός κι απ' το σακού­λι, πιο άχρηστος, πιο βρόμικος, πιο ανθυγιεινός. Και γοητεύεσαι από τη ζεστασιά της επαφής αυτού του κόσμου. Το άγγιγμά τους δε σε απωθεί όπως στη Δύση. Δεν κρύβει σκοπιμότητα, δεν υπο­νοεί σεξουαλική πείνα. Δίνουν το χέρι τόσο εύκολα, σ' αγκαλιά­ζουν, σε φιλούν. Αφήνεσαι. Είναι ανοιχτοί στους ανθρώπους. Προσφέρονται. Σύμφωνοι. Πάνε να σε ρίξουν. Ποιος δεν πάει; Και γιατί να δεχθούμε πως η πολυεθνική είναι πιο τίμια, αφού μόνη της καθορίζει και τους κανόνες παιχνιδιού και τις τιμές; Εδώ τουλάχιστον δεν κλέβουν, δε ληστεύουν, δε δολοφονούν. Ζητιανεύουν με μιαν ευγένεια που σε ξαφνιάζει, με μιαν αποδοχή της θέσης τους στον κόσμο που σε προβληματίζει, με μιαν αίσθη­ση πως το καλύτερο ίσως να μην υπάρχει, όλα είναι τόσο σχετικά πάνω στη γη και πλάι στο Νείλο όλα αποκτούν τελείως άλλο νόημα Στην Αίγυπτο η θεωρία του Αϊνστάιν ακούγεται κοινοτυπία.
Πάνω στο Νείλο μπορεί κανείς να νιώσει ευτυχία. Δεν είναι το συναρπαστικό τοπίο που ξετυλίγεται μπροστά σου. Το καθρέφτι- σμα των χωριών με τους φοίνικες στ' ακύμαντα πράσινα νερά, οι φυτείες του ζαχαροκάλαμου και της μπανάνας, τα πουλιά που επι­πλέουν κοπαδιαστά κι οι βάρκες που ψαρεύουν με δίχτια και χτυ­πάνε μ' ένα ξύλο το νερό ίδια κι απαράλλαχτα όπως και πριν 5.00Θ χρόνια. Δεν είναι κείνο το φεγγάρι που ανατέλει πανσέληνος κατακόκκινη σε χρυσά σκήπτρα πάνω στα αιώνια νερά, η μαγεία των χρωμάτων που λούζει τα δειλινά τον τόπο, οι γυναίκες που κουβαλούν γυαλιστερά μπακίρια με νερό, οι μαύρες αγελάδες που κολυμπούν στις όχθες, τα παιδιά που μας γνέφουν, οι γέροι που με τη σοφία να τους βαραίνει κρατούν με τόση στοργή στην αγκαλιά τους τα παιδιά, τα παιδιά που φορτωμένα το μικρότερο αδελφάκι μεταγγίζουν τη γνώση μέσα από παιχνίδι, πλάι στον άντρα που γονατιστός πάνω στο παγκάκι προσεύχεται στο
Μωάμεθ, έτσι που η ζωή υα σφιχτοπλέκεται σα δίχτυ αγάπης, ίδιο κι απαράλλαχτο απ' τη στιγμή της πρώτης Δημιουργίας. Ποιος είπε πώς στην Αίγυπτο ζούνε τεμπέληδες; Ποιος είπε πώς το άγχος πλουτίζει τη ζωή; Ποια η αξιοπρέπεια στη ζωή και το θάνατο; Τι αξία έχει η παραγωγικότητα τη στιγμή που οι νόμοι της κατανάλω­σης επιβάλλουν την καταστροφή της περίσσειας του πλούτου για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα στις τιμές, την ίδια ακριβώς στιγ­μή που η μεγάλη μάζα της ανθρωπότητας λιμοκτονεί;. Τι αξία έχει η προσπάθεια κάποιων "προοδευτικών" οραματιστών να εξασφα­λίσουν ειρήνη και δημοκρατία σε μιαν ανθρωπότητα που ο πόλε­μος είναι η πιο προσοδοφόρος επιχείρηση; Πόσο βαραίνουν τα ψηφίσματα των διεθνών οργανώσεων, όταν η επιβίωση των ισχυ­ρών είναι η υπέρτατη αξία; Για ποιον πολιτισμό καυχιόμαστε; Πόσο μας γεφύρωσαν οι τηλεοπτικοί δορυφόροι; Πόσο κατάργη­σαν το ουράνιο τόξο των πυρηνικών που μας απειλεί; Τι πήραμε και τι δώσαμε σ' αυτό τον πλανήτη; Τι αφήνουμε στις γενιές που ακολουθούν;
Ο κόσμος μας έρημος και μεις κόκκοι άμμου. 0 κόσμος μας ποτάμι και μεις η σταγόνα του νερού που μας χωνεύει ο θάνατος. Και δεν κρατάμε κανένα κλειδί της ζωής κι ούτε ελπίζουμε σε καμιάν ανάσταση, γιατί το καλό και το κακό συνυπάρχουν στη ζωή και τίποτε δε μας συμφιλιώνει με την ιδέα της ασημαντότητάς μας στην απεραντοσύνη του κόσμου. Κι είναι στιγμές, μόνο ελάχι­στες στιγμές που δραπετεύουμε, στιγμές που δίχως να κατανοούμε την αιτία σμίγουμε με τον ουρανό. Αυτές τις στιγμές το κορμί μας τις δοξολογεί στον Έρωτα, σα σμίξει με το κορμί του ανθρώπου που αγαπά, όπως κάποια αστέρια που έτυχε να συμπέσουν σε συζυγίες αρμονικές. Κι έπειτα πάλι η σιωπή και το σκοτάδι κι η καρδιά ν' αναρωτιέται το γιατί και το μυαλό ν' αναζητά τη λογική ερμηνεία Και τίποτε να μη χωρά πια στην ψυχή μας.
Κείνο το βράδυ που τ' ολόγιομο φεγγάρι λουζόταν στα νερά του Νείλου, η Πέρσα ήλθε στο κρεβάτι μου. Ήταν η πρώτη φορά που άγγιξα με δέος μια γυναίκα.
— Με γνώρισες τώρα; με ρωτούσε με δάχτυλα που έτρεμαν σαν τις φτερούγες περιστέρας κι η φωνή της η φωνή της Μιλένας, οι ψίθυροι των Ετρούσκων, η κραυγή της Μπελιντόνα, η ψαλμωδία της Αγια Σοφιάς. Κι εγώ έψαχνα, σκάλιζα την αθάνατη μνήμη μου βουτώντας ξανά και ξανά στις πηγές του φύλου της, ήξερα ότι σμίγω με το χρόνο, ήξερα πως ότι κρατάμε είναι μόνο ετούτη η στιγμή, ήμουν ο Μεγαλέξαντρος κι ήταν η Γοργόνα μου, ήταν η Κλεοπάτρα κι ήμουν ο Καίσαρας, που μετά τον έρωτα θα την προ­σαρτούσα ένα ακόμη τρόπαιο για το θρίαμβο μου.
Στο Κομόμπο υπάρχει ένας ναός αφιερωμένος από τους Πτολεμαίους σε δυο διαμετρικά αντίθετους θεούς, το θεό Ώρο, που εκπροσωπεί το καλό και το θεό Κροκόδειλο, θεότητα του Σκότους. Κι εγώ ήμουν πια κι οι δυο θεοί. Το ήξερα αλλά δεν τ' ομολογούσα στη σιωπηλή Πέρσα, που περπατούσε πλάι μου με σκοτεινό βλέμμα. Σ' αυτό το χώρο η εξουσία είχε συγκεντρώσει όλα της τα όπλα. Υπήρχε Νειλοδείκτης για να καθορίζονται οι φόροι ανάλογα με το επίπεδο που πλυμμύριζε ο ποταμός και χώρος που λειτουργούσε σα νοσοκομείο, αφού στους τοίχους υπάρχουν επιγραφές με διάφορα ιατρικά εργαλεία και μια σκηνή από τοκετό στην οποία φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν ειδικό κάθι­σμα για την επίτοκο, το "λευτέρι" της πρακτικής μαμής που επέζη­σε, μέχρις ότου, στις μέρες μας, η επίσημη ιατρική για λόγους αντισηψίας ανάγκασε τις γυναίκες να γεννούν "παρά φύσιν" ανά­σκελα.
Οι συνθήκες υγιεινής στην Αίγυπτο σήμερα είναι δραματικές. Στην ίδια χώρα που πρωτοδημιουργήθηκαν οι ιατρικές ειδικότητες. Εκεί, που όπως περιγράφει ο Ηρόδοτος, ταξιδευτής κι αυτός απ' την Ελλάδα "Η ιατρική είναι χωρισμένη με τον ακόλουθο τρόπο. Κάθε γιατρός ασχολείται μ' ένα μόνο είδος ασθένειας κι όχι με περισσότερα. Παντού υπάρχει αφθονία γιατρών, γιατί άλλοι απ' αυτούς είναι οφθαλμίατροι, άλλοι ειδικοί για τις αρρώστιες του κεφαλιού, άλλοι για τα δόντια, άλλοι για την κοιλιά και άλλοι για τις αρρώστιες που δεν εντοπίζονται σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος".


Σήμερα γιατροί ελάχιστοι, οι λαϊκές πολυκατοικίες ερειπωμένες, τα υδραυλικά σαπίζουν στους τοίχους, τα κρατικά πολυκαταστήμα­τα είναι γιαπιά, το νερό πρόβλημα, το φαρμακείο υπόγειο και η τιμή της σερβιέτας όσο ένα καλό μηνιάτικο. Και όμως ο πληθυ­σμός της Αιγύπτου διπλασιάζεται κάθε 25 χρόνια και πώς να θρέ­ψει ο Νείλος τόσο λαό τώρα που το φράγμα του Ασουάν κατα­κρατεί τη γονιμοποιό του λάσπη;

Το Ασουάν. Η γοητεία της καρδιάς της Αφρικής. Το παζάρι πολύχρωμο και φανταχτερό μοσκοβολά εξωτικά. Βρίσκεσαι δίχως να το καταλάβεις με τις χούφτες γεμάτες τριμμένα μυρωδικά, χόρτα που υπόσχονται στιγμές έκστασης, υποσχέσεις αθανασίας, κόχλ για τα μάτια —η σοφία του μακιγιάζ απ' τις πριγκίπισσες των φαραώ στις φελάχες— Εδώ οι γυναίκες κυκλοφορούν φανταχτερά ντυμένες, μόνο από το μαντήλι καταλαβαίνεις ότι είναι μουσουλ­μάνες, όμως οι ερωτικές χειρονομίες απαγορεύονται δημόσια, ακόμη και στους τουρίστες, ειδικά την καθαγιασμένη μέρα της Παρασκευής, γιατί ο Μωάμεθ στέκει πάνω απ' όλα, ακόμη κι απ' το δολλάριο. Οι χουρμάδες ζουμεροί, μελωμένα τα καουάφα, οι ναργιλέδες λαμποκοπούν σε απίστευτη ποικιλία, χαλιά πολύχρωμα παντού, δέρματα που αιωρούνται και μυρίζουν αυθεντικότητα κι αρώματα βαριά κι ερεθιστικά, ανώνυμα μα αισθησιακά, η συνωμο­σία της σάρκας στην καρδιά του κόσμου κι οι ρυθμοί της Αιγύπτου ξυπνούν πρωτόγονες κινήσεις, αναδύουν τον θαμμένο ερωτισμό, κατακτούν μια πανανθρώπινη επικοινωνία, γεφυρώνουν τη διαφορά της ευρωπαίας με ίο μελαψό αφρικανό με τα γαλάζια μάτια. Κι οι δυο μπορούν να λικνίζονται στον ίδιο ρυθμό του ταμπούρλου και της φλογέρας. Πάνω στο Νείλο η αρμονία της πανανθρώπινης επικοινωνίας γίνεται αυταπόδεικτη κι αυτή η ποίη­ση των λέξεων της Αιγύπτου, που δε μεταφράζεται σε καμιά "πολιτισμένη" γλώσσα, γιατί πουθενά όταν ζητάς ένα ποτήρι νερό δε σου απαντούν "για σένα και τα μάτια μου θα έδινα", κανείς "πολιτισμένος" αστός δε θα χασομερούσε, αντί για ξερή "καλημέ­ρα" ν' αραδιάζει ένα σιδηρόδρομο από ποιητικά εγκώμια, γιατί η "καλημέρα" δεν είναι ίδια στον κάθε άνθρωπο, μεταμορφώνεται "σαν το φούλι", "σαν το γιασεμί", "σαν το γάλα" ανάλογα με τον αποδέκτη της ευχής κι ο πλούτος στις λέξεις είναι πλούτος ψυχής, είναι πολιτισμός, είναι η ουσία του πολιτισμού, γιατί, τι είναι ο πολιτισμός πιότερο από αρμονία στις ανθρώπινες σχέσεις;
Και στο ναό των Πιλών βλέπει κανείς σε μια κρυστάλλινη επι­φάνεια να καθρεφτίζεται ο θρίαμβος της τεχνολογίας που κατάφε­ρε να διασώσει απ' τον καταποντισμό το θαύμα αυτού του ναού.
Και στο ερημονήσι απέναντι απ' ίο ξενοδοχείο των Καταρρακτών —που είχε μείνει η Αγκάθα Κρίστι και το χρησιμοποίησε σα σκηνι­κό για το δημοφιλές "έγκλημα στο Νείλο"— το μαυσωλείο του Αγά Χαν, ενός ανθρώπου θρύλου -ο μόνος που στον 20ο αιώνα μπορούσε ν' αξιώνει απ' το λαό του σα φόρο τιμής το βάρος του σε χρυσάφι— σα μνημείο της ανθρώπινης αλαζονείας. Γλυστρά η φελούκα στο νερό επιδέξια καθώς ο βαρκάρης κάνει ακροβατικά, σαν πίθηκος σκαρφαλώνει στη κορφή του πανύψηλου καταρτιού και τα γυμνά παιδιά σε μια τσίγκινη βαρκούλα μας πλευρίζουν τραγουδώντας, δήθεν αδιάφορα στην παρουσία μας, αδειάζουν με τενεκεδάκια τη βαρκούλα τους που μπάζει ολούθε, χαμογελούν πλατιά μόλις τους δώσουμε κάποιο μπαξίσι. Τούτο το χαμόγελο πώς το αγοράζεις στον πολιτισμένο κόσμο μας; Γιατί κανένα παιδί δεν ξέρει να χαμογελά έτσι στις χώρες που λατρεύεται η κατανά­λωση; Κι ο Βοτανικός κήπος φροντισμένος κι ένας πλανόδιος πουλά γιορντάνια από μυρωδάτα φυτά. Πόσο εκτιμάς την ποικιλία των σχεδίων, των χρωμάτων, της οσμής, το αίσθημα της μοναδικής δημιουργίας από ευτελή κι ανάξια υλικά που φευγαλέο κι αινιγμα­τικό χαϊδεύει το κορμί σου; Γιατί αυτή η αίσθηση μοιάζει πιο ουσιαστική από το βάρος της χρυσής αλυσίδας που κουβαλά τ' όνομά σου σε χρυσό χαραγμένο με ιερογλυφική γραφή, όνομα με πουλιά και παραμυθένια σύμβολα, έτσι που εσύ μέσα από τ' όνομά σου ν' αποκτάς τη σοφία της άμμου, τη λάμψη της αιωνιότητας του χρυσού; Στο μυρωμένο σου γιορντάνι θησαυρίζεις τη χαρά του δημιουργού, η ιδέα της ανιδιοτέλειας που παρακίνησε το Δημιουργό να πλάσει τον κόσμο, συμμετέχεις σ' αυτή την άσκοπη δημιουργία, γίνεσαι παιδί, γιατί η αίσθηση του ωφέλιμου και του ανώφελου είναι άγνωστη μόνο στο Θεό και τα παιδιά, είναι γνω­στή, μόνο στο διάβολο και σ' όποιον τον κουβαλάει στην ψυχή του.
Είσαι εσύ που καθρεφτίζεσαι στα νερά του Νείλου; Ποιος είναι αυτός που αποτυπώθηκε στο κλικ της φωτογραφικής σου μηχα­νής; Τι είναι παροδικό και τι αιώνιο; Ποια σοφία μένει αμετακίνη­τη; Ποια γνώση δεν αλλάζει; Τι πιο σημαντικό από τη μονιμότητα της ευωδιάς του κίμινου, την επιμένουσα λαύρα του κάρρυ, τη διέ­γερση του πιπεριού, την ανακούφιση της μέντας; Τι πιο παροδικό από το μισοτελειωμένο οβελίσκο στο ορυχείο του γρανίτη; Η ατέ­λεια που επέζησε, η γνώση που διασώθηκε χάρη στην καταστρο­φή, η αιωνιότητα του γρανίτη που χύθηκε στη μεταμόρφωση του βράχου σε έργο τέχνης. Και φωτογραφήθηκε εκεί, νεκρό έμβρυο στη φορμόλη του ονείρου κάποιων θνητών, μάρτυρας της σκληρής προσπάθειας κάποιων ανθρώπων, μιας προσπάθειας άγονης, στεί­ρας, όπως κάθε ανθρώπινο έργο που ακροβατεί ανάμεσα στη θέλησή του να γίνει αιώνιο και στη μοίρα που το θέλει παροδικό.
— Δε μπορώ να σ' αγαπήσω μου είπε η Πέρσα το τελευταίο βράδυ. Δεν ξέρω πια να αγαπώ. Αγαπούσα τον άντρα που μ' αρνήθηκε μπροστά στο ψευτοδίλημμα της θρησκείας. Αν τον αγα­πούσα, θα μπορούσα να είχα υποχωρήσει εγώ, ίσως να σκέφτε­σαι. Τον αγαπούσα. Πίστευα ότι δε μπορούσα να επιβιώσω μακριά του. Τον ένιωθα σάρκα απ' τη σάρκα μου, ψυχή απ' την ψυχή μου. Κι όμως με πρόδωσε. Θυσίασε την αγάπη μου στους τύπους. Έπειτα ήλθε κάποιος άλλος. Δήλωσε ότι δε με αγαπά. Ξεδίψασε μονάχα στο κορμί μου. Δε νοιάστηκε, αν κι εγώ διψώ γι' αυτόν. Διάβηκε ανεπίστροφα. Έπειτα ήλθε άλλος. Μου ορκιζόταν ότι μ' αγαπά κι εγώ τον πίστεψα. Όταν χρειάστηκε ν' αποδείξει έμπρα­κτα τα ωραία λόγια του εξαφανίστηκε απ' τη ζωή μου. Έπειτα ήλθε άλλος που στις πράξεις μ' αγαπούσε. Έκανε όλα όσα μια γυναίκα περιμένει απ' τον εραστή της. Τηλεφωνούσε, με φόρτωνε με ψευτοδωράκια, μούκανε με πάθος έρωτα κι έγραφε για χατίρι μου στι­χάκια. Ήμουν έλεγε η Μούσα του. Ήταν όμως κιόλας αργά. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου στο είδωλο που λάτρευε. Περίμενα την ώρα που το πάθος θα ξεθύμαινε. Ό,τι κι αν έκανε δε θα μπορούσε να με πείσει ότι μ' αγαπάει. Ένιωθα τρυφερά γι' αυτόν, μα δεν τον αγαπούσα. Δε θ' αγαπούσα πια κανένα. Είμαι πια σίγουρη γι' αυτό. Αγάπη σημαίνει η ανάγκη σου για κάποιο άλλο άνθρωπο να είναι τόσο δυνατή, που να σε κάνει να ξεχνάς την ύπαρξή σου. Τότε που αγαπούσα ο άλλος γινόταν το κέντρο του κόσμου μου, ο ήλιος που εγώ περιφερόμουν πασχίζοντας να του προσφέρω τα πάντα, πριν καν εκείνος σκεφθεί να μου ζητήσει το παραμικρό. Δε μπορούσα να φανταστώ τη ζωή χωρίς την παρουσία του αγαπημέ­νου μου. Ζούσα για κείνον. Τώρα πια ζω μόνο για τον εαυτό μου. Δεν πιστεύω στην αγάπη κανενός, γιατί δε μπορώ εγώ πια ν' αγα­πήσω κανένα. Αγαπώ μόνο τη θάλασσα Δε θα μπορούσα να ζήσω μακριά της. Μόνο in θάλασσα.
Κι όμως εγώ ένιωσα ότι μ' αγαπούσες, της είπα. Κι αυτό είναι κάτι που δε μπορείς να το αλλάξεις, ό,τι κι αν μου πεις. Είσαι τ' αστέρι μου. Μου δείχνεις το δρόμο. Κι ακόμη παραπάνω. Ένιωθα πως μας ένωναν περισσότερα απ' όσα η στιγμή υπονοούσε. Κι εσύ μου το ψιθύρισες; Θυμάσαι;
Δεν ξέρω. Δε θέλω να θυμάμαι. Προτιμώ να πιστεύω ότι είμαι τυχερή. Αγαπήθηκα κι αγαπιέμαι. Είμαι ερωτεύσιμη. Χαμογελώ, είμαι ευχάριστη, είμαι δοτική κι οι άνθρωποι που με περιβάλλουν μου ανταποδίδουν ίο χαμόγελο. Όμως ευτυχισμένος νιώθεις μονάχα όταν σε αγαπούν οι άνθρωποι που και συ αγαπάς, όταν αγαπιέσαι γι' αυτό που είσαι και όχι για το προσωπείο που φοράς. Οι σταρ είναι δυστυχισμένοι γιατί ο κόσμος δεν αγαπά αυτούς, αλλά το είδωλο τους. Κι εγώ, το είπες, είμαι αστέρι.
Κάποτε πίστευα ότι μονάχα ο θάνατος χωρίζει τελεσίδικα τους ανθρώπους. Τώρα ξέρω ότι και η ζωή. Το χειρότερο είναι ο θάνα­τος που έρχεται σκόπιμα με το χωρισμό. Η αβεβαιότητα της ανα­μονής κι η παράταση του μαρτυρίου. Όσο σκληρός κι αν είναι ο θάνατος, ίσως επειδή είναι αμείλικτος, σ' αναγκάζει ν' αμυνθείς και να παλέψεις. Με το χωρισμό σέρνεσαι γιατί δεν παύεις να ελπίζεις. Ο θάνατος έχει αξιοπρέπεια. Αφήνει ανέγγιχτη στη μνήμη τον άνθρωπο που αγαπάς. Με το χωρισμό όλα αποσυντίθενται. Αυτός που κάποτε αγάπησες γίνεται άγνωστος και ξένος, αμφιβάλλεις αν ποτέ ήταν αληθινός, μισείς τον εαυτό σου γιατί τόσο δόθηκε. Τραγικός τελικά είναι μόνον ο θάνατος της αγάπης, η αποκάλυψη της απάτης, η αποσύνθεση του έρωτα, η βαθμιαία αποξένωση. Θα έπρεπε να διδασκόμαστε από τα λάθη μας. Συνήθως δεν το καταφέρνουμε. Ίσως τα λάθη μας δικαιώνουν. Τ' ότι δεν παύουμε να ονειρευόμαστε, να εξιδανικεύουμε τους ανθρώπους που ερωτευόμαστε. Τ' ότι προσπαθούμε ξανά από την αρχή. Αν και ξέρουμε ότι η φθορά θα μας καταπιεί, ότι ο θάνατος είναι ο μόνος νικητής, δεν παύουμε ν' αναζητούμε το ανέφικτο, την αέναη αναγέννηση της Άνοιξης, το ουράνιο τόξο της ερωτικής απόλαυσης και την ανάγκη να μοιραστούμε ό,τι μας δόθηκε με κάποιον που θα μπορούσε ίσως να καταλάβει.


Θέλω να πεθάνω ξανά για σένα, πριν με σκοτώσει ο χωρισμός ή η πλήξη. Δε θα γυρίσω στην Αθήνα. Θα μείνω στην Αίγυπτο μέχρι το τέλος. Το ήξερα απ' την αρχή. Το είχα προγραμματίσει. Στην Αθήνα γνωρίστηκα μ' ένα Παλαιστίνιο γιατρό, απ' αυτούς που πιστεύουν ότι στο τέλος θα νικήσουν. Όχι δεν είμαστε εραστές. Απλώς μ' έπεισε ότι κοντά του η ζωή μου θά 'χει κάποιο νόημα. Θα πάμε μαζί στα κατεχόμενα. Παράνομοι φυσικά. Σε συνόδευσα μόνο γι' αυτό. Συγχώρεσέ με αλλά ήσουν το άλλοθι για νά 'ρθω στην Αίγυπτο και να τον συναντήσω. Το ξέρω ότι δε θα με προ­δώσεις. Όχι για τις στιγμές που μας έσμιξαν, αλλά για όσα μας χωρίζουν χωρίς να τα εννοούμε.
Δεν προσπάθησα να την κρατήσω. Δεν ξέρω αν βρήκε το σκοπό της ζωής της. Βρήκε το θάνατο πριν καλά καλά κλείσει χρόνος. Τίποτε το θεαματικό. Πέθανε από κάποια απ' τις κοινές σ' αυτούς τους τόπους λοιμώξεις, πριν προλάβει να δει την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους. Το έμαθα πολύ αργότερα όταν εκείνος ο φίλος της ο γιατρός έγινε πρεσβευτής των Παλαιστινίων στην Αθήνα. Δεν ένιωσα θλίψη. Δε μπορούσα να πιστέψω στο τελεσί­δικο του θανάτου της. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι κάποτε θα την ξανασυναντήσω. Η Πέρσα ήταν η ψυχή της Αιγύπτου και η Αίγυπτος είναι ένας μύθος. Είναι το μυστήριο που προσφέρεται μόνο στους μυημένους. Είναι σαν την "Ιθάκη" του Καβάφη όπου: "τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο τον Ποσειδώνα δε θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες την ψυχή σου, κι αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου". Κι εγώ κουβαλώ στην ψυχή μου την Αίγυπτο. Προσμένω κάθε Άνοιξη την Πέρσα.

Απόσπασμα 15η συνεχεια από "Ονείρου απατηλότερα"

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης