Θησαυριστές του βούρκου

    ΘΗΣΑΥΡΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΡΚΟΥ

Δε χρειάστηκε λοιπόν πολύ ο Σωτήρης να καταλάβει ότι χρεια­ζόμουν να ξεφύγω. Μου πρόσφερε διέξοδο. Αποστολή η εγκατά­σταση της νύφης του αδελφού του στο χωριό. Το πανηγύρι. Και ό,τι ήθελεν προκύψει. Άκεφα Επιτέλους στα χέρια του τυχαίου. Στο χωριό καλωσορίσματα. Το ταξί να σε ξαφνιάζει στο καρόδρομο. Καταμεσίς του δρόμου σταματά. Τα μάτια της μάνας δύσπιστα κι έπειτα αγκαλιές, φιλιά
Από 'δώ η σύζυγος μου, μάνα. Όχι, η γυναίκα μου, σύζυγος επί το αριστοκρατικότερον. Η σύζυγος λιγνή με κόκκινα παρδαλά ρούχα και χρυσά δόντια αγγίζει ανατριχιάζοντας τα σκληρά χέρια που της προσφέρονται, ενώ κοιτά ένα γύρο με αμήχανο χαμόγελο.
Από 'δώ, παιδί μου, ο συμπέθερος;
  Όχι καλέ μάνα! γελά ο Σωτήρης. Ο ταξιτζής είναι καλέ. Ο ταξιτζής. Κι αυτός παλιός μου φίλος. Πρωτευουσιάνος. Και ήλθε για το πανηγύρι.
Τι σχέση μπορεί νά 'χει τούτο το χωριό με την καλπάζουσα επι­καιρότητα; Πώς μπορείς από 'δώ να υποπτευθείς τους τρομερούς ρυθμούς της εποχής της φρενίτιδας; Πώς μπορείς να φανταστείς πως ίσως κάπου παρέκει κάποιοι πατώντας κάποια κουμπιά μπορεί να μεταμορφώσουν τούτη την υποτυπώδη κοινωνία σε κόλαση φωτιάς; Πώς μπορεί να πιστέψεις τον κίνδυνο τη στιγμή που τόσο δροσερά σε χαϊδεύει τ' αεράκι, τη στιγμή που το μόνο άκουσμα είναι η συναυλία των κουδουνιών απ' τα κατσίκια, κάποιος μακρι­νός σκύλος ή κάποιος γάιδαρος που βρίσκεται σ' ερωτικό παραλή­ρημα;
Κάνει ψύχρα και τη νύχτα χρειάζεσαι κουβέρτα. Θαρρώ πως ξοδεύω το καλοκαίρι μου. Καλοκαίρι σημαίνει ζέστα και θάλασσα. Εδώ μοιάζει αιώνια Ανοιξη. Πεταλούδες πολύχρωμες, αγκάθια ανθισμένα. Ακόμη και μέσα στο νεκροταφείο Αύγουστο μήνα τα λουλούδια ανθίζουν σπάταλα και μοσκοβολούν. Η αγράμπελη στις δόξες της απλώνεται παντού και σκεπάζει τα πάντα με την κέρινη ομορφιά της. Ο ψυχρός άνεμος μοσκοβολά ευωδιές. Τα δέντρα τα πιο νια καρφώνονται πεισματικά στην απότομη πλαγιά τα πιο αδύναμα παρασύρονται, γέρνουν, καμπουριάζουν παιχνίδι στην ορμή τ' αγέρα Οι ρίζες τους ξεγυμνωμένες κρατιούνται με λύσσα στην πετρωμένη γη. Οι κορμοί τους αγκαλιάζονται, γεφυ­ρώνονται, τα κλαριά μπλέκονται. Μια μικρή βουκολική εικόνα ξεκομμένη απ' το σήμερα και τα άγχη του.
Θέλω να ξεχάσω τους ανθρώπους αυτού του τόπου. Μ' αηδιά­ζουν. Είναι εύκολο να λες θεωρητικά πως αγαπάς τους ανθρώπους, όσο είσαι μακριά από τα βρομερά τους χνώτα. Άλλο ο Άνθρωπος κι άλλο αυτά τα ανθρωπάκια. Κάθε βράδυ στη βρύση του χωριού χυδαιότητα με υπόκρουση κασετοφώνου. Τα μπουκάλια σπάνε στην παλιά γούρνα, οι φωνές και τα τραγούδια αδιάφορα για τον ύπνο των περίοικων. Η ρομαντικότητα των νέων του χωριού κάτω απ' τ' ολόγιομο φεγγάρι φτάνει στο να απαιτούν τα μπούτια τις εκλεκτής τους να τα κάνουν μαξιλάρι. Κι οι γυναίκες τόσο γυμνές από ομορφιά, ντυμένες στα κακομοιριασμένα ρούχα με τα μουντά χρώματα, ζωσμένες στο μαγκανοπήγαδο μιας ζωής χωρίς ελπίδα Στο χωριό η μικρή κοινωνία δεσμεύει απαγορευτικά τους νομοτα­γείς. Πώς να πεις εσύ ο παραθεριστής στο ντόπιο πώς υπάρχουν και κάποιες ώρες κοινής ησυχίας;
Ήταν λοιπόν προτιμότερο να καθόμαστε και μεις στο μπαλκόνι και να ιστορούμε σημεία και τέρατα



Ο Νίκος, τώρα εργοστασιάρχης, μας διηγήθηκε για κείνο το γεφύρι που "κρατάει" τα πνεύματα. Θά 'ταν γύρω στα 10, είπε, όταν τον είχε στείλει με τα ζώα η μάνα του να φέρει τον πατέρα του από το πέρα χωριό που τότε περνούσε το λεωφορείο, έξι ώρες δρόμο με τα ζώα. Στις δώδεκα το μεσημέρι θα περνούσε το λεω­φορείο κι απ' τη νύχτα τον ξύπνησε η μάνα, είχε το νου της ότι είναι παιδί κι ίσως τα ζώα δεν τον ακούνε. Καβάλα πάνω στο γάι­δαρο με το μουλάρι από πίσω δεμένο απ' το σαμάρι κι έπρεπε να περάσει απ' το γεφύρι μέσα στο μισόφωτο με την καρδιά να τρέ­μει σαν του λαγού. Περνώντας το γιοφύρι ένιωσε τα ζώα να τρο­μάζουν, αρπάχτηκε κείνος απ' το σαμάρι, ένα κουβαράκι έγινε να μην τον πάρουν τα πνεύματα και τα ζώα αφήσαν τη μέση του δρό­μου, σιγά σιγά μέριασαν προς το γκρεμνό κι εκείνος με την άκρη του ματιού του είδε κάτι ξαπλωμένο στο δρόμο, μαύρο, με τις φτε­ρούγες ανοιχτές έτοιμο να πετάξει. Το είχε προσπεράσει σταυροκοπούμενος, όταν άκουσε το στοιχιό να βλαστημάει και να κατα­ριέται με γνώριμη φωνή. Ήταν ο τρελό Χρήστος, ένας άντρακλας δυο μέτρα με ξένα πόδια που μισομεθυσμένος είχε σωριαστεί στο δρόμο και δε μπορούσε να σηκωθεί.
Αν δε μιλούσε, έλεγε ο Νίκος, ό,τι και να μου έλεγαν, εγώ θα πίστευα ότι κείνο το βράδυ είχα δει φάντασμα κι εκείνοι θα με λέγανε τρελό κι εγώ δε θα τους πίστευα πως τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν.
Όμως ξέρεις πώς έχασε τα πόδια του αυτός ο Χρήστος; ρώτη­σε η μάνα του Σωτήρη και πήρε κι αυτή σειρά στο γαϊτανάκι με τα παραμύθια
"Κείνα τα χρόνια, μας ιστόρησε, τους σαλεμένους τους πήγαιναν στο μοναστήρι της αγια-Τριάδας —μεγάλη η χάρη της— και τους έβαζαν στο ξύλο μέχρι να γιάνουν. Ήταν το ξύλο -δυο τάβλες που έσμιγαν αφήνοντας δυο τρύπες ίσα να μαγκώνουν τα μπού­τια— και το δέναν μ' αλυσίδες και λουκέτα έτσι που να μη μπορού­νε οι τρελοί να ξεφύγουνε. Τους έδεναν και τους άφηναν εκεί κάτω απ' τη φροντίδα των αγίων. Μερικοί ερχόντουσαν στα συγκαλά τους, άλλοι όχι. Ο Χρηστάκης χτυπιόταν σαν το θεριό ή σα δαιμονισμένος, τρανό παλικαράκι, τα πόδια του μελάνιασαν και σάπισαν μέχρι να φθάσουν στο γιατρό που του τα έκοψε πέρα πέρα, του φόρεσε ξύλινα ποδάρια και κυκλοφορούσε έτσι με πατερίτσες μέχρι τα βαθιά γεράματα, πάντα μόνος, πάντα δίχως σπίτι, να κοιμάται κάτω απ' τις λαμαρίνες, μες τα χιόνια, να τρώει όσα τον τάιζε η ευσπλαχνία των ανθρώπων και να πίνει όσα τον κερνούσε το περιγέλιο τους.
  Δύσκολα χρόνια, είπα Η Ξένη συμφώνησε. Δεν ήταν πάνω από 40 και καλοστεκούμενη, τώρα πια γυναίκα της πόλης με άντρα εκπαιδευτικό και παιδιά σπουδαγμένα.
Ειδικά για τα κορίτσια, πρόσθεσε. Την ίδια εποχή που ο Νίκος έτρεμε το γεφύρι που κρατάει, εμένα μ' έστελνε ο πατέρας τη νύχτα μόνη, κορίτσι του δημοτικού, να περνάω τα παράνομα καπνά στους εμπόρους που περίμεναν στην άλλη πλευρά του βουνού. Κι έστελνε μένα, μικρό κορίτσι, για να μη με υποπτευθούν οι χωροφυλάκοι με τα ζώα μες τη νύχτα. Κάποιες φορές ακολουθούσε από μακριά κι όταν σκιαζόμουν και φώναζα "πατέρα" εκείνος απα­ντούσε "Ό ι" κι ο ήχος της φωνής του στήλωνε την καρδιά μου, αν και μ' είχε δασκαλέψει να μη μιλώ και τι θά 'πρεπε να κάνω αν έπεφτα σε μπλόκο. Δεν τον κατηγορώ γι' αυτό. Απ' αυτό το φόρ­τωμα κρεμόταν η επιβίωση όλης της οικογένειας. Άλλο δεν του συγχωρνάω. Τ' ότι αν και ήμουν απ' τις πρώτες στην τάξη και πήγα κρυφά του κι έδωσα εισαγωγικές στο γυμνάσιο και μπήκα, με ξυλοφόρτωσε και δε μ' άφηνε να παρακολουθώ, γιατί ήμουνα κορίτσι και με το σχολειό λέει, τον ρεζίλευα. Ήμουν το πρώτο παιδί κορίτσι κι ακολουθούσαν τέσσερα αγόρια, έπρεπε να μείνω στο σπίτι για να βοηθώ τη μάνα. Τουλάχιστον οι δυο μου αδελφές που ακολούθησαν βρήκαν το δρόμο ανοιχτό. Εγώ τότε πια μπορούσα να επιβληθώ στο γέρο και να διώξω τα παιδιά απ' αυτό το διαολότοπο.
Διαολότοπο; είπε ο Σωτήρης. Δε θα τό 'λεγα. Αγιότοπο μάλ­λον. Θυμάμαι κείνη τη χρονιά που έφευγα, δε θυμάμαι καλά τη χρονιά. Πάνε 18, 19 χρόνια. Με είχε πάει ο πατέρας μέχρι τη στάση, εκεί που είπε κι ο Νίκος, έξι ώρες πορεία. Ήταν του Σταυρού. Πώς το θυμάμαι; Μ' ένα περιστατικό. Έτσι σημαδεύει ο χρόνος. Εμείς στο σπίτι πάντα του Σταυρού νηστεύαμε και το λάδι. Κείνη τη μέρα η μάνα μού 'χε δώσει ένα πεσκιράκι μ' ελιές και ψωμί για το δρόμο. Μέσα στο λεωφορείο ήταν κι ένας παπάς.
Παπούλη, τού 'πε ο πατέρας, το παιδί πρωτοταξιδεύει. Έχε το νου σου σε παρακαλώ. Τις ευλογίες σου.
Ο παπάς τον καθησύχασε πως θα με προσέχει και κάθισα δίπλα του. Όχι δε μου ρίχτηκε, δεν έγινε τίποτε το τόσο αξιοπρόσεχτο. Ίσα ίσα που ήταν ευγενικός. Δεν το ξεχνώ κι ας πέρασαν τόσα χρόνια Ο παπάς άνοιξε το σακούλι του, βγάζει ένα πρόσφορο, κόβει με το μαχαίρι του ένα κομμάτι, κόβει και μια φέτα τυρί και μου τα προσφέρει. Αρνήθηκα με τόσην αηδία που θα νόμισε ότι ζαλίζουμαι και θα κάνω εμετό. Αυτό πάντως δεν τον εμπόδισε να φάει το ψωμοτύρι του ρουφώντας και γουλιές απ' το μπουκάλι με το κρασί του.
Το πρωί ξύπνησα από παράξενο θόρυβο. Ταπ, ταπ, χτυπούσαν στο τζάμι του στενού παράθυρου. Άνοιξα τα μάτια κι είδα το μαύρο σμήνος να εφορμά προς το παράθυρο μου. Σκοτεινές φτε­ρούγες σκέπαζαν το χλωμό ουρανό. Στα τυφλά, με τα ραντάρ τους ανοιχτά, στο ημίφως της πρώτης χαραυγής βουτούσαν μ' αλάνθα­στη ακρίβεια στη λεπτή τρύπα ανάμεσα στις δυο πελεκητές πέτρες που στεφάνωναν το παραθυράκι. Κάποιες ελάχιστες αστοχούσαν κι έπεφταν στο τζάμι, υποχωρούσαν για να δοκιμάσουν ξανά πριν τις προλάβει το φως. Ήταν μια εικόνα παράξενη που θύμιζε τα "πουλιά" του Χίτσκοκ, μόνο που στη θέση των πουλιών ήταν κάτι πιο αηδιαστικό, εκατοντάδες νυχτερίδες που γέμιζαν τους τοίχους και τη σκεπή του σπιτιού.
Γούρι είναι, είπε στο πρόγευμα γελώντας ο γέρος. Έχουμε το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Κι όχι ένα, χιλιάδες. Κάθε χρόνο κλείνω τρύπες θάβοντας έτσι κάμποσες και κάθε χρόνο βρίσκω νέες φωλιές. Πσιος ξέρει τι τις τραβά στο δικό μας σπίτι, γιατί δεν προ­τιμάνε των γειτόνων!
Είμαστε απόγονοι του δράκουλα αστειεύτηκε ο Σωτήρης.
Γιατί; Δεν τον φοβόσουν; ρώτησε ο πατέρας του. Για θυμήσου κείνο το βράδυ!
  Φοβόμουν. Και βέβαια φοβόμουν, είπε ο Σωτήρης. Αναγκάστηκα να πνίξω το φόβο όταν με κυνηγούσαν οι άνθρω­ποι. Τότε όμως φοβόμουν τα στοιχιά τις λάμιες που πίνουν αίμα στις νεροσυρμές, ειδικά τα βράδυα που είχε φεγγάρι κι οι φυλλω­σιές έριχναν σκιές πάνω στο νερό. Ο πατέρας τότε είχε το μύλο κι επειδή όλη μέρα πότιζε το χωριό δουλεύαμε μόνο τη νύχτα. Αν ένιωθε ότι το νερό κάπου χάνεται μ' έστελνε να το βρω, να δω που χάλασε το αυλάκι, να το διορθώσω. Κείνο το βράδυ περπα­τούσα ήρεμα χαντάκι χαντάκι, ανεβαίνοντας προς τη βρύση όταν ο Λύσανδρος, ένας ηλίθιος καλαμπουριτζής, παραμόνευε και μ' έπιασε απ' το πόδι σ' ένα σημείο που λίγο αν τραβιόμουν ξαφνια­σμένος θά 'πεφτα στο γκρεμνό. Όμως μάλλον λιγοψύχησα, μου κόπηκαν τα γόνατα, και κάθισα όπως ήμουν, ενώ μόλις άκουσα τα γέλια του αυθόρμητα, άρπαξα μια κοτρώνα και όπως ήμουν έξω φρενών, θα του άνοιγα το κεφάλι αν δε με προλάβαινε με το χέρι του.
Τρελάθηκες; μου φώναξε. Θα με σκοτώσεις.
Ναι, ήθελα να τον σκοτώσω. Ο τόπος ξυπνάει το φόβο, λες και διψάει για αίμα.
Το σπίτι θύμιζε στ' αλήθεια φοβερό κάστρο έτσι που ήταν χτι­σμένο σύριζα στο γκρεμό με τα στενά παράθυρα να παραμονεύ­ουν τ' αντικρυνά βουνά, παρέπεμπε σε ματωβαμμένα μυστήρια. Άλλωστε οι ντόπιοι τό 'χαν και το καυχιόντουσαν ότι Τούρκου πόδι δεν πάτησε στο χωριό τους. Τι να κάνει ο Τούρκος σε τούτα τ' αγριοβούνια; Τι θα θέριζε; Πέτρες κι ιδρώτα; Αίμα που ανάβει κάτω απ' τον ήλιο και κάνει ν' αρχινούν βεντέτες που ματωδένουν τις γενιές με χρέη τιμής απ' όπου κανείς δεν ξεφεύγει. Κάποιες ελιές καμπούρες και λιανές που θυμίζουν περισσότερο μπονσάι ξεπηδούσαν προκλητικά μες απ' το γυμνό βράχο. Δίχως νερό ή χώμα, με ήλιο και με βράχο ακροβατούν με πείσμα στην αλλαξοκαιριά που αναμαλλιάζει τ' ασημένια κύματα των μαλλιών τους, σαν τα κορίτσια που γερασμένα πρόωρα, στραγγισμένα από κάθε χυμό, λευτερώνουν μόνο τα μάτια τους στην προσδοκία της άνοι­ξης.
  Υπάρχει ο δράκουλας που ξαναζωντανεύει; ρώτησε κάποιο παιδί.
Πάψε, του είπε η γιαγιά που όρθια μας κουβαλούσε συνέχεια καλούδια. Αυτά είναι παραμύθια. Εσύ τώρα πια είσαι μεγάλος.
Σκεπτόμουν με τρόμο ότι ο άνθρωπος θεωρεί σαν απειλή την επανεμφάνιση των νεκρών. Προστατεύει την καθιερωμένη κοσμι­κή τάξη στήνοντας σταυρούς πάνω απ' τα μνήματα, όχι με στην ελπίδα της ημέρας της Κρίσης, αλλά σα σύνορο του κόσμου των νεκρών από τους ζωντανούς. Καμιά επαφή ανάμεσα στους δυο κόσμους. Στη μάχη του φωτός με το σκοτάδι δεν υπάρχει ημίφως. Πρέπει να καταργούνται οι σκιές, πρέπει να θριαμβεύει πάντα η ζωή. Τα νεκροταφεία τους είχαν κάτι το απειλητικό. Τώρα καταλά­βαινα τις τύψεις του Σωτήρη για το θάνατο της γιαγιάς του. Δεν ξέθαβαν τους νεκρούς, δεν είχαν οστεοφυλάκιο. Υπήρχαν μόνο οι οικογενειακοί τάφοι που στέγαζαν όλα τα μέλη της ίδιας οικογέ­νειας τον ένα πάνω στον άλλο, έτσι που αν περνούσες ειδικά τη νύχτα θαρρείς κι οι ίδιοι σου οι πρόγονοι σε καλούσαν σπαραχτι­κά να τους συντροφεύσεις στην αιώνια μοναξιά τους. Σε κάθε νέα κηδεία έμπαιναν στον κόπο να μαζεύουν τα οστά του προηγούμε­νου ένοικου στα πόδια του νέου νεκρού, συμφιλιώνοντας έτσι τις γενιές. Είναι ασύλληπτο πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνουν στην πλατειά γη τα υπολείμματα ενός ανθρώπου.
— Καλύτερα έτσι σκεπτόμουν. Γλιτώνουν έτσι τον εφιάλτη της "ανακομιδής". Καταλάβαινα καλά τη μάνα που όταν πέθανε ο πατέρας αγόρασε με δάνειο οικογενειακό τάφο "ν' αναπαυθούμε κάποτε δίπλα δίπλα με τον πατέρα σου", όπως μου είπε με παράξε­νη γαλήνη.

Το πανηγύρι στο χωριό ήταν για κλάματα. Εκτός από τα δώρα των λαχνών, που ήταν μηζύθρες και χυλοπίτες και τα κομμένα ελατάκια στα τραπέζια τίποτε άλλο δεν πλησίαζε την παράδοση, δεν άγγιζε την καρδιά. Ηλεκτρονικά όργανα στη διαπασόν να κράζουν τσιφτετέλια, να τσεπώνουν τα λεφτά σαν τους ληστές, το φαΐ που ήταν λίγο και κακομαγειρεμένο, σερβιρισμένο στο λαδό­χαρτο. Οι πάγκοι που χρησίμευαν για τραπέζια, κολλητά, έτσι που νά 'σαι δεμένος στη στενάχωρη καρέκλα και τ' αυτιά να βουίζουν από τα μεγάφωνα, ενώ κάποιοι να σέρνουν τα βήματά τους στο χορό με τη σειρά που βγήκαν τα τραπέζια από τον κλήρο —μην έχουμε και μαχαιρώματα για την παραγγελιά— και να σκορπούν χιλιάρικα στη ζητιανιά για μιαν ακόμη γυροβολιά στη στενάχωρη αυτοσχέδια πίστα. Κι επειδή δεν ερχόντουσαν στο κέφι εκλιπα­ρούσαν για τη συνέχεια, μήπως στο τέλος της στροφής βρουν το χαμένο τους εαυτό κι οι επιτήδειοι οργανοπαίχτες φαλτσάριζαν, τους έκοβαν στη μέση, νά 'ρθει κι άλλος κι άλλος να πλερώσει κι αυτός, να γεμίσουν οι τσέπες της βουβής κουνίστρας της κομπα­νίας που βαρούσε το ντέφι, κουνούσε τα καπούλια της και τσέπω­νε τον παρά.
Κι όμως για να βρεθούν σ' αυτό το πανηγύρι ξεσηκώθηκαν από καιρό. Είναι σταθμός στην επίπεδη ζωή τους, ένα σημείο αναφο­ράς. Ήλθαν με τα μωρά στη αγκαλιά απ' τα γειτονικά χωριά φορ­τωμένοι στα φορτηγά με τις κουβέρτες και τα στρωσίδια τους, το δισάκι με το προσφάι, πώς να κοιμίσουν τα μωρά. Επιδρομή στο όνειρο κάποιας διάκρισης. Το καλύτερο ρούχο, ο καλύτερος χορός, η ομορφότερη της συντροφιάς, ο πιο δυνατός στο κρασί, ο καλύτερος στο τραγούδι. Κάτι, ο,τιδήποτε να συντροφεύει τις ατέ­λειωτες μέρες του χειμώνα στα καφενεία την ώρα της πρέφας και του γυναικείου νοικοκυριού. Καλαμπουριτζήδες κακότροποι, εξυ­πνάκηδες. Πουλούσαν πνεύμα μ' ηλίθια καλαμπούρια Μόνη τους έγνοια να κοροϊδεύουν όποιους δεν ήταν στα μέτρα τους. Στο καφενείο ιστορούσαν με καμάρι την πρώτη εισβολή γυναίκας κει γύρω στα '35. Τότε που μπήκε ο δάσκαλος στο καφενείο με μια ξένη, παράγγειλε καφέ και σε μια κίνηση αβροφροσύνης έβγαλε το μαντήλι του και τό 'στρώσε στη βρόμικη καρέκλα για να μη λερώσει κείνη τα ωραία ρούχα της. Οι λιμοκοντόροι που έπαιζαν πρέφα μέσα στους καπνούς δε μπορούσε να τ' αφήσουν να περά­σει έτσι. Καθώς η ξένη με το δάσκαλο έφευγαν χαιρετώντας ευγε­νικά ένας από δαύτους τη σταμάτησε στην πόρτα.
Κυρία, της είπε. Στην καρέκλα σας έπεσε το βρακί σας.
Εκείνη κοκκίνησε και κοιτώντας πίσω είδε το μαντήλι του
δασκάλου απλωμένο στην καρέκλα.
Μα... ένα μαντήλι είναι, ψέλλισε.
  Κι εμείς που νομίσαμε! είπε ο εξυπνάκιας μέσα σε ομοβροντίες από χάχανα και γιούχα. Το περιστατικό ιστορείται μέχρι σήμερα σαν δείγμα ύψιστου ανδρισμού από τους χασομέρηδες του καφενείου σε όποιο ξένο πιστεύουν ότι αξίζει την τιμή να το ακούσει. Πώς να περάσουν οι άνθρωποι τις ατέλειωτες μέρες του χειμώνα;
Τουλάχιστον οι νύχτες γίνηκαν ευκολότερες με το καλωσόρισμα της τηλεόρασης. Γιατί να βγαίνεις απ' το σπίτι σου μέσα στο κρύο και το σκοτάδι όταν μ' ένα κουμπί πας στην άκρη του κόσμου, φέρνεις στο κρεβάτι σου κάτι θηλυκά μπουκιά και συχώριο και γλιτώνεις κι απ' την κρεβατομουρμούρα της κυράς;

Όμως η κουβέντα ήλθε κείνο το βράδυ ξανά στις περιπέτειες του Σωτήρη. Ο πατέρας του πρώτος θυμήθηκε την απόδραση απ' το στρατόπεδο κι έπειτα την παρανομία. "Αν έμενε θα τον σκότωναν" μας έλεγε η Ρένα αλλά τότε πώς να την πιστέψω; Τι θά 'λεγε αυτή η βρομοκομμουνίστρια που τον τύλιξε τόσο πονηρά σκεπτόμουν. Κοίταξε τη Ρένα που του χαμογελούσε με κατανόηση και συνέχι­σε. Όλοι το έλεγαν. Έτσι ξεβράκωτη, με το συμπάθιο, ποιος θα τη στεφανωνόταν; Πήγαινε η Ασφάλεια στο σπίτι κι αυτή κλαιγόταν σα νύμφη ανύμφευτος. Τους δούλευε η αθεόφοβη. "Σας παρακα­λώ βρέστε τον, έλεγε στους ασφαλίτες. Είναι κατάσταση, νιόπα­ντρη γυναίκα, να μην ξέρω πού είναι ο άντρας μου;" Σε μένα έκα­ναν πιο δελεαστικές προτάσεις. "Αν εμφανιστεί, μου έλεγαν θα τον κλείσουμε για λίγο σε μια ψυχιατρική κλινική γι' αποτοξίνωση. Δε θά 'χει καμιάν επίπτωση στην εξέλιξή του" με βεβαίωναν. Κι η μάνα του το έβρισκε λογικό. "Μα βέβαια. Μπορεί να τρελάθηκε το παιδί. Ποιος λογικός άνθρωπος θά 'κανε τέτοια καμώματα;" Έπειτα μάθαμε για όσους έκλειναν στα ψυχιατρεία, για τα ηλε­κτροσόκ και τ' άλλα μαρτύρια. Τότε προσπαθούσαμε να τους πιστέψουμε. "Μέχρι που πήραν το Θοδωρή", συμπλήρωσε ο Σωτήρης. "Ήλθαν εδώ στο χωριό" είπε ο Θοδωρής με τη νιόπα­ντρη γυναίκα του να τον κοιτά με γουρλωμένα μάτια, "και γύρεψαν το Σωτήρη". "Δεν είναι εδώ" τους απάντησα. "Εσύ ποιος είσαι;" με ρωτούν. "Ο αδελφός του" λέω. "Ακολούθησέ μας" λέει ο ασφαλί­της. Πετάχτηκε η μάνα από μέσα "Πού το πάτε το παιδί;" ούρλια­ξε. "Λογαριασμό θα σου δώσουμε;" λέει. Τους ακολούθησα στη φυλακή. Μ' έκλεισαν μόνο σ' ένα κελί. Δε με ρωτούσαν τίποτε. Μια δυο φορές πέρασε ένας μουστακαλής, άνοιξε την πόρτα, ρώτησε το όνομά μου και μ' άστραψε δυο χαστούκια. Δε με βασά­νισαν. Δε με κακομεταχειρίστηκαν. Δυο βδομάδες με κράτησαν. Οι δυο πιο μακρόσυρτες βδομάδες της ζωής μου. Έπειτα μ' ελευθέ­ρωσαν. Ούτε που ξέρω το γιατί".
Μιας κι είμαστε στα βουνά ήλθε η κουβέντα και για το αντάρτι­κο. Αναθυμιόντουσαν ποιους πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού που με φιλοξενεί. Το σπίτι είχε την τιμή να στεγάσει το αρχηγείο και τ' αντάρτικου και του στρατού αναγκάζοντας την οικογένεια να μεταναστεύσει στο κατώι, που σε καλύτερους καιρούς στέγαζε ζώα και τη μάνα του Σωτήρη να πλένει και να σιδερώνει κάθε εξουσία για να εξασφαλίσει την επιβίωση της οικογένειας. Έλεγαν για το στρατό πού 'φερε τα εντομοκτόνα που εξολόθρευσαν μια κι έξω τους κοργιούς και τις ψείρες.
— Αυτά ήταν εντομοκτόνα, έλεγε η Θεια-Χρυσάφω. Όχι όπως τα σημερινά που όσο κι αν φλιτάρεις οι μύγες ούτε που χαμπαρίζουν.
Είπαν για την Πάτρα, την όμορφη αντάρτισσα που κοιμόταν στο σαλόνι με σαράντα άντρες κι έπεφτε ο ψύλλος σύννεφο. Είπαν για τη Μπέμπα την ερωμένη του καπετάνιου του Σπάρτακου, που πήγαινε καβάλα στο άσπρο καλοξυστρισμένο άλογο και μ' όμορ­φη στολή. Τις σύναξαν είπαν τις κοπελιές, τάχατες για να τους ράψουν κι όλες τις κακομούτσουνες τις ξαπόστελναν κι όλες τις όμορφες τις κρατούσαν. Τέτοια ιδεολογία!
Για τους χωριάτες δε χωρά ιδεολογία στο αντάρτικο. Ήταν ληστές. Απόδειξη πως όσοι έκρυψαν τα λεφτά που τους εμπιστεύ­τηκαν οι αντάρτες πλούτισαν μετά γιατί όλοι οι αντάρτες ξεκληρί­στηκαν απ' την ηρωική 9η μεραρχία. Πολλοί τό 'παιζαν δίπορτο. Να πούμε κείνη η Πάτρα η όμορφη είχε έναν αδελφό αξιωματικό κι έναν αντάρτη. Κι ήταν στην αρχή με το στρατό. Στη μάχη της Ζαχάρως ο αδελφός της πληγώθηκε ή πέθανε. Πλησίαζαν οι αντάρτες και τότε κείνη φόρεσε τη στολή κάποιου πληγωμένου αντάρτη και βγήκε στα βουνά με το στανιό. Πήγε χαμένη. Δε γλί­τωσε απ' το κακό.
Αντίθετα η Μπέμπα η περίφημη με τ' άσπρο άλογο ήταν η μόνη που κατάφερε να επιζήσει γιατί τη γνώρισε κάποιος φαντάρος απ' το χωριό, το λέγαν Γιώργη, Θεός να αναπάψει την ψυχούλα του. Την πρόλαβε. Κρατούσε ακόμη τις αλλαξιές του Σπάρτακου. Δεν ήξερε πως ήταν πεθαμένος. Αυτή η Μπέμπα ζει ακόμα στην Αθήνα κι έχει και καλά παιδιά Όλοι σκοτώθηκαν απ' το αντάρτικο. Έζησαν μόνο οι καπάτσοι, οι ρουφιάνοι, οι ανεμοδούρες. Ίσως αυτοί που πρόδοσαν τους άλλους. Πάντως τους πήραν τα λεφτά γι' αυτό και πλούτισαν. Όχι πως οι άλλοι ήταν καλύτεροι. Αλίμονο όμως αν επικρατούσαν οι αντάρτες.
Ο γερο - Πολύβιος έλεγε πως τους ανάγκαζαν να μαζεύουν ξύλα για να κάνουν τα γλέντια τους, την ίδια ώρα που δεν είχαν, όχι να ζεσταθούν, μα μήτε για να μαγειρέψουν τα σπιτικά του χωριού. Κι η Κατερίνα έλεγε πως η μάνα της απόβαλε απ' την τρο­μάρα της σαν τους είδε να σφάζουν δυο πίσω απ' τη βρύση.
Η Βαγγελιώ θυμήθηκε τότε που της έφεραν το ρολόι του άντρα της που τον περνούσαν από δίκη στα βουνά. Γλίτωσε απ' του χάρου τα δόντια την τελευταία ώρα. Ροβόλησε στο χωριό την ώρα που του ψέλναν την κηδεία.
Οι συναγωνιστές λοιπόν ήταν εχθροί του κοσμάκη. Πού ήταν λοιπόν η επανάσταση που επαγγέλονταν; Πού ήταν η οργάνωση που θα έπειθε τον κοσμάκη για τη σκοπιμότητα τέτοιου αιματοκυ­λίσματος;
Έφερναν καινούρια ήθη. Η αντάρτισσα για τους χωριάτες ήταν πουτάνα
— Έβαζαν εμάς να τους πλένουμε τα πανιά της περιόδου τους οι βρωμιάρες, έλεγε η θεια - Χρυσάφω. Ποια γυναίκα της προκοπής θά 'βγαίνε έτσι στο κλαρί μέσα σε τόσους άντρες;
Σκεφτόμουν το βράδυ. Προσπαθούσα να λύσω το γρίφο του εμφύλιου. Αν ίσως είχαν πείσει τον κοσμάκη, κανείς εχθρός δε θα τους νικούσε. Οι χωριάτες τους έβλεπαν εχθρικά, οι σύνδεσμοι τους εγκατέλειπαν, ο στρατός φάνταζε σαν ελευθερωτής. Μπορείς όμως να εμπιστεύεσαι αυτή την άμορφη μάζα που λέγεται λαός; Αγεται και φέρεται. Αντιδρά σαν αγέλη. Ίσως αυτό που μετρά είναι το ένστικτο, ακριβώς όπως στα ζώα. Κι αφού οι μεσσίες στην εποχή μας στέρεψαν, ίσως νά 'ναι καιρός ν' αφεθούμε στον όχλο.
Θυμάμαι άκουσα στην τηλεόραση τη συνέντευξη κάποιου αγω­νιστή απ' αυτούς πού 'κλεισαν οι ναζί στα στρατόπεδα συγκέ­ντρωσης. Μεγάλος του καημός ο γυρισμός στην πατρίδα Μόλις κατεβήκαν από το υπερωκεάνειο, μαντρωμένοι, στοιχισμένοι δυο δυο σα μαθητούδια, η ελληνική πολιτεία τους υποδέχτηκε παίρνο- ντάς τους τα δακτυλικά αποτυπώματα. Κι από τους απλούς πολίτες κανείς δε βρέθηκε να τους δανείσει το δίφραγκο του τραμ να πάνε σπίτια τους. Τόσες πίκρες, είπε, που καλό είναι να μη τις μαθαί­νουν οι νέοι γιατί τότε σε ανάλογη περίσταση κανείς δε θα βρεθεί να υπερασπίσει την πατρίδα που τόσο αχάριστα φέρεται στους πολίτες που πρόσφεραν τη ζωή τους.
Η Ιστορία κυλά σε κύκλους ύφεσης κι ανάτασης που τόσο θυμί­ζουν τις φυσικές διακυμάνσεις χειμώνα καλοκαίρι. Αν όμως πράγ­ματι είναι έτσι, μπορούμε εμείς να μην παλεύουμε κόντρα στο ρεύμα; Υπάρχουν νομίζω αναγκαστικά κάποια είδη ανθρώπων σαν τις πέστροφες που συστηματικά παλεύουν να σκαρφαλώσουν τον καταρράκτη. Μερικοί πετυχαίνουν, οι πιότεροι τσακίζονται. Δεν τους πρέπει πιότερη τιμή απ' τα υπόλοιπα ψάρια, που φρόνιμα κολυμπούν όπου βρουν γαλήνια νερά. Είναι από τη φύση τους να ριψοκινδυνεύουν. Ίσως έτσι νά 'ναι και με τους ανθρώπους. Κι αν είναι έτσι, πόσο αληθινά μπορεί να ορίζουμε τη μοίρα μας; Γεννιόμαστε περιχαρακωμένοι από τις αντιλήψεις της εποχής, την οικογένεια, την οικονομική μας ευρωστία, το χαρακτήρα μας. Ίσως να μας επηρεάζουν και τ' αστέρια. Κι όμως καυχιόμαστε πως κου­μαντάρουμε τη ζωή μας, πως κρατάμε γερά το πηδάλιο. Δε μπο­ρούμε ν' αποδώσουμε περισσότερο απ' όσο προγραμματιστήκαμε από τον κατασκευαστή. Θεωρητικά όλοι έχουν άπειρες δυνατότη­τες, αλλά στους πιο πολλούς κάπου υπάρχει ελαττωματική σύνδε­ση. Και πού να βρεις τον κατασκευαστή για να του κάνεις τα παράπονα; Και τι αξία θά 'χε αν όλοι γεννιόμαστε τέλειοι;
Τελικά αυτό που λείπει είναι ο κοινός νους. Η πολιτική κρατάει με τη βία σφιχτά φυλακισμένους όσους έτυχε νά 'ναι από κάτω και προστατεύει την τάξη που συμφέρει νά 'ναι στα ψηλά. Στη Σοβιετική Ένωση η εργατική εξουσία έχει το ίδιο άδικο με τους κεφαλαιοκράτες της Αμερικής. Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομί­σματος. Στη Ρωσία αναγορεύτηκε υπέρτατη αξία ο μόχθος του εργάτη, στην Αμερική η πονηρία του επιχειρηματία. Η επιστήμη παίζει παντού και πάντα το διάχυτο ρόλο της θεραπαινίδας κάθε εξουσίας. Δεν αξίζει τον κόπο να παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά τους πολιτικούς. Μόνο να τους φοβόμαστε. Κάποτε μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνοι. Αναρωτιέμαι συχνά μήπως φαινόμενα σαν το Χίτλερ δεν είναι παρά πιόνια στη σκακιέρα της Ιστορίας. Πώς και τόσοι άλλοι δεν καταφέρνουν να παθιάσουν έτσι κάποιο λαό για να τον οδηγήσουν σε κάτι το θαυμάσιο; Μόνο για τον όλεθρο παθιάζονται οι άνθρωποι. Κάθε πόλεμος τους συνεπαίρ­νει. Καμιά ειρηνιστική εκδήλωση δεν τους ενώνει τόσο. Φαινόμενα όπως ο Γκάντι λεηλατήθηκαν από τους πολιτικάντηδες. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να καταπατεί κανένα και στ' όνομα οποιασδήποτε ιδεολογίας.


Κι ο Θεός; Υπάρχει τάχατες κάποιος μαέστρος στην πολύβουη συμφωνία της ζωής; Ήμουν πια σίγουρος. Θεός όπως μας τον έμαθαν Πανάγαθος και Πολυεύσπλαχνος δεν υπάρχει. Όλοι είμα­στε κράματα δημιουργίας και καταστροφής, αντίγραφα πιστά του κόσμου. Κανείς δε μπορεί να ξεφύγει από τη Μοίρα του. Αν ο Θεός έπλασε έτσι ατελή τον άνθρωπο και τόσο αντιφατικό σ' ένα κόσμο, όπου μόνο οι δυνατοί επιβιώνουν, πώς θα μπορούσε να του ζητά λογαριασμό για τις πράξεις που, Εκείνος προκαθόρισε ότι θα κάνει, που δεν έκανε τίποτε για να τον εμποδίσει; Είναι ξεκάθαρο. Έχουμε ψευδαίσθηση επιλογής. Την κρίσιμη στιγμή όλοι οι δρόμοι κλείνουν και μένουμε φτερό στον άνεμο του πεπρωμένου μας κι όσο παλεύουμε για να ξεφύγουμε, τόσο και πιο δυστυχισμένοι νιώθουμε. Δεν υπάρχει καλό και κακό. Όλα είναι σχετικά. Κι αν ο Θεός πράγματι έφτιαξε έτσι τον κόσμο, τότε δεν του αναγνωρίζω κανένα δικαίωμα να με κρίνει για τις δικές του επιλογές. Όταν επιτρέπει να σφάζονται και να πεθαίνουν από την πείνα εκατομμύρια άνθρωποι, την ίδια στιγμή που τα τηλεοπτι­κά συνεργεία προβάλλουν τη διάσωση απ' τα ερείπια κάποιας σκυλίτσας, όταν επαναλαμβάνει ιστορικά τα ίδια λάθη, όταν κινεί τον κόσμο με φάσεις δημιουργίας και καταστροφής, δεν είναι θεός προσωπικός, δεν είναι θεός αγάπης, δεν του χρωστάω το παραμικρό, του φτύνω κατάμουτρα τα προσωπεία που μ' αναγκάζει να φορώ στις ατέλειωτες περιπλανήσεις μου απ' την ύπαρξη στην ανυπαρξία.
Ήλθαν το πρωί απ' το δασαρχείο να φτιάξουν το δρόμο για το μοναστήρι. Μόνο δυο τρεις τρελοί προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Οι γηγενείς απαξιούν. Οπωσδήποτε γελούν με τα κορόιδα τους Αθηναίους, που νοιάζονται για τα κατσάβραχα. Κι ενώ οι άντρες πλατσουλούν στις λάσπες πίσω απ' το τρακτέρ, οι γυναίκες συναγμένες κάτω απ' τα έλατα ρεμβάζουν κουτσομπολεύοντας, ενώ ο αγέρας βρομά τραγίλα και τα κουδούνια των προβάτων δε σταματούν ούτε λεπτό. Κατσίκια σαλεύουν σα φαντάσματα ανάμε­σα στα δέντρα κι η μύγα πάει σύννεφο. Όπου πατάς πετιούνται σύννεφο οι ακρίδες.



Θυμόμουν το βουνό πού 'χα ξανανεβεί κάποιο χειμώνα με ξαστεριά, λιακάδα και το χιόνι απάτητο, έτσι που τα βήματα να βουλιάζουν στη λευκή αφράτη επιφάνεια που στραφτάλιζε χαρού­μενα. Τα νερά παγωμένα κρουστάλλιαζαν, τα βήματά μας αντηχού­σαν στην πλαγιά καθώς το χιόνι υποχωρούσε κάτω απ' τις χαρού­μενες πατούσες που βούλιαζαν σε κάθε βήμα ως το γόνατο. Κι ανεβαίνοντας πιο ψηλά τα στολισμένα χιόνι βαριά κλωνάρια έγερ­ναν στενάζοντας και γω να χουφτιάζω τ' αφράτο χιόνι, να το χώνω στο στόμα μου απολαμβάνοντας την παγωμένη κρουστάλλι- νη γεύση, που κανένα παγωτό δεν υποκαθιστά και το πόντσι ν' αχνίζει στο θερμός και το ψωμοτύρι τόσο πολύτιμο. Και ξαφνικά συννέφιασε κι άρχισε να κατεβάζει χιόνι απ' τις κορφές έτσι που νιώσαμε τα μουσκεμένα κουρασμένα κορμιά να βαραίνουν στα παγωμένα βήματά μας που ασυναίσθητα άρχισαν να κατηφορίζουν μπροστά στον τρόμο του ανοιχτού ουρανού, του απέραντου σιω­πηλού δάσους.
Οι βοσκοί με τα κοπάδια και τα λασπωμένα χνάρια τους να μαρ­τυρούν την απελπισία Δέκα μέρες παγωνιά και τα πουρνάρια τσα­κισμένα καταγής βορά για τη φυτοφάγο μας τροφή, το νόστιμο κατσικάκι, που μασουλούσαμε μόλις χθες βράδυ στα κάρβουνα, στη θαλπωρή του τζακιού συντροφεμένο με καψαλισμένο χωριά­τικο ψωμί και κοκκινέλι αρετσίνωτο. Εδώ στο δάσος ο βοσκός ενάντια σε κάθε απαγόρευση κλαρίζει το δάσος για να επιβιώσει ο μόνος για κείνον θησαυρός, το κοπάδι του. Και πορεύεται στο παχύ στρώμα χιονιού κρατώντας στην αγκαλιά του το νεογέννητο ενώ ένα ένα σε φάλαγγα ακολουθούν τα κατσίκια κοιτώντας με αυθάδεια τον κάθε οδοιπόρο. Γκρίζα, καστανά, άσπρα, μαυρόα- σπρα, μαύρα, καφετιά, κοκκινωπά όλα το ίδιο βρομερά, το ίδιο περήφανα κι άπιαστα κουδουνίζουν και βελάζουν, βιαστικά κι επι­πόλαια, ακροβατούν, τρέχουν, ανεβοκατεβαίνουν, δείχνουν να ξεπαγιάζουν, δε δείχνουν να νοιάζονται για το χιονιά.
Το μεσημέρι ήλθε και η καταιγίδα. Απ' το πρωί σιγά σιγά μάζευε τα σύννεφα κι ο ουρανός βάραινε πάνω απ'τα κεφάλια μας, ενώ τα πρόβατα μαζεύονταν κάτω απ' τα δέντρα να προφυλαχτούν —κανέ­νας δεν τους μίλησε για τ' αλεξικέραυνο— Η βροχή ήλθε ήμερη στην αρχή, το χώμα ευώδιαζε, όταν όμως το βουνό απ' την κορφή άρχισε να κατεβάζει γοργόφτερα μαύρα σύννεφα που πύκνωναν σαν καταχνιά κι άρχισαν τα μπουμπουνητά ξύπνησε ο τρόμος του δάσους. Τώρα μόνο ανακάλυπτες τα ξερά κεραυνωμένα έλατα, τις γραμμές πάνω στα βράχια που μαρτυρούσαν το άγγιγμα του ουρα­νού. Πουθενά κάποια σκέπη σπλαχνική. Μόνη ευχή. Να γυρίσου­με γρήγορα στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας του χωριού, στην ανθρωποχπσμένη καλύβα με τη γεύση της σιγουριάς. Οι χωρικοί πικραμένοι σκέπαζαν βιαστικά τα κριθάρια τους με νάυλον, ενώ η αλωνιστική μηχανή μούγκριζε μανιασμένα. Γρήγορα να προλά­βουμε ό,τι προλάβουμε, να σώσουμε ό,τι μπορούμε. Οι κόποι
ολάκερης σοδιάς έκθετοι στην κακοκεφιά του ουρανού.
Βλέπεις αυτό το έλατο; μου είπε ο Νίκος. Παιδί του δημοτικού είχα ανέβει νε το κλαρίσω.
Μόνος; Μα θά 'ναι πάνω από 10 μέτρα το ύψος του! θαύμασα.
Τότε θά 'ταν στα 6 μέτρα. Όμως ποιός μας έπιανε τότε! Μη κοιτάς τώρα που μήτε την πρώτη κλάρα δεν τολμώ. Τσεκούριζα κάποιο κλαρί και κάπου στραβοπήγε κι ήλθε και μού 'κοψε το χέρι στον καρπό, να εδώ που βλέπεις το σημάδι, μονάχα ξώφαλτσα, αν ήταν μ' όλη μου τη δύναμη θα τό 'κοβα πέρα για πέρα. Από τον πόνο και την τρομάρα αφέθηκα κι ούτε που θυμάμαι πώς βρέθηκα στη γη γλυστρώντας ανάμεσα στις αγκαλιές του δέντρου, ευτυχώς δεν έτυχε κάνα ξερό να με ξεσκίσει ή να μου βγάλει τα μάτια.
Πρώτο που είδα ήταν το χέρι μου άσπρο σαν κόκκαλο κι ανοι­χτό σα μαχαιριά στο ξύλο. Ασυναίσθητα έφτυσα, το σάλιωσα και με το δάχτυλο το ίσιωσα, να έτσι, μέχρι που να κολλήσει. Ένιωσα πόνο δυνατό, όμως δεν έσταξε μήτε σταγόνα αίμα. Μόνο στην άκρη λίγο σα δάκρυ, σαν κλωστή έπηξε. Πώς το εξηγείς εσύ αυτό, γιατρίνα; ρώτησε τη Ρένα.
Ίσως απ' την τρομάρα πάγωσε το αίμα σου, του είπε. Έπαθες αγγειοσύσπαση δηλαδή.
Γιατί ξέρω από αίμα. Εδώ λίγο γρατζουνιόμουν ή έβγαζα χιονίστρες και το αίμα ποτάμι. Εκεί, τίποτε.
Λες νά 'ταν τα φαντάσματα; αστειεύτηκα.
Και τι έκανες μετά; είπε η Ρένα. Μη μου πεις πως ξανανέβηκες στο δέντρο για να τελειώσεις τη συγκομιδή των ξύλων;
Όχι φυσικά γέλασε κι ο Νίκος. Ανέβηκα στο γάιδαρο κι έτρε­ξα σπίτι τρελός απ' την τρομάρα και τον πόνο. Όμως πάντα όταν βλέπω τούτο το δέντρο το θυμάμαι. Λέω ή μ' εκδικήθηκε ή του χρωστάω τη ζωή μου. Πάντως ποτέ δεν το ξανασκαρφάλωσα.
Μιας και η ώρα δεν περνούσε η Ρένα μας ιστόρησε μια απ' τις περιπέτειές της στη χούντα.
"Καταχείμωνο, είπε, κι έπρεπε κάποιος να πάει να παραλάβει αντιστασιακό υλικό. Ένιωθα μόνη χωρίς το Σωτήρη, έτσι προ­σφέρθηκα με τον ενθουσιασμό νεοφώτιστου και βρέθηκα στην Τήνο δήθεν για προσκύνημα συντροφιά μ' έναν άγνωστον άντρα να κοιμάμαι στο καμαράκι του μηχανικού των λατομείων του μαρ­μάρου. Δεν έμεινα πολύ. Ίσαμε να περάσει το βαπόρι της γραμμής κι εκείνος ήταν ευγενικός κι ευχάριστος. Με γύρισε στ' αξιοθέατα, μέχρι και στη Μεγαλόχαρη με πήγε για προσκύνημα —πού να φανταζόμουν ότι θα χρειαζόμουν την παρέμβασή της!— φάγαμε ντόπιες λιχουδιές σε γραφικά κουτούκια, έτσι που σκεπτόμουν ότι δεν τα περνάμε κι άσχημα για επαναστάτες. Φεύγοντας με φόρτω­σε μ' ένα σακίδιο βαρύ.
"Αν δεις ύποπτες κινήσεις στο λιμάνι, με συμβούλευσε, μη μπεις στο βαπόρι. Πήγαινε στο ξενοδοχείο "Ερμής" κι άφησε το σακί­διο στη ρεσεψιόν για μένα".
Το πλοίο ήλθε με καθυστέρηση. Κατακίτρινοι και τρικλίζοντας έβγαιναν οι επιβάτες. Στη σκάλα δυο της στρατονομίας έψαχναν όποιους έμπαιναν. Πανικοβλήθηκα. Μπαίνω στο πρώτο καφενείο, ζητώ την τουαλέτα που σκυλοβρομούσε, ανοίγω το σακίδιο προ­σπαθώντας να κρατήσω τον εμετό που μου ανέβαινε και τι να δω; Τίγκα μασούρια δυναμίτες. Μαχαίρι μου κόπηκε η αηδία. Πώς να ξεφορτωθώ τέτοιο φορτίο; Κι αν έσκαγε στα χέρια μου; Αν τό 'ριχνα στη θάλασσα, τότε θα με βουτούσαν σίγουρα Βγαίνω έξω, αγοράζω μπόλικες τσίχλες και σοκολάτες, τρέχω ξανά στη βρομε­ρή την τουαλέτα και κουκουλώνω τα μασούρια με γλυκά. Τρέχοντας γιατί το βαπόρι σφύριζε κιόλας, φθάνω στον "Ερμή".
Για τον κο μηχανικό του λατομείου, λέω στην κοπέλα Αυτή με κοίταξε με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου.
Ευχαρίστως να του το δώσω, μου είπε γλυκά.
Έφυγα σαν κυνηγημένη, χώθηκα στο πλοίο, περνώντας με τρε­μάμενα πόδια απ' τη μέγγενη των τύπων της ΕΣΑ που κοίταξαν μάλλον αδιάφορα την ταυτότητά μου και το περιεχόμενο της τσά­ντας μου και βρήκα μια γωνιά κατάχαμα στο κατάστρωμα, όπου κουβαριάστηκα μονάχη. Μόλις βγήκαμε απ' το λιμάνι πιάνει μια φουρτούνα που δεν έχω ξαναδεί. Καθόμουν χάμω κλαίγοντας μ' αναφιλητά σα βρέφος. Μέσα μου βλαστημούσα τον εαυτό μου, το Σωτήρη, το μηχανικό, τη χούντα και τη θάλασσα πού 'δείχνε τέτοιαν ασπλαχνιά. Τότε ένιωσα δυο χέρια να με σηκώνουν κι ένα γλυκό χαμόγελο. Ήταν ο καπετάνιος που βλέποντάς με ολομόνα­χη στην παγωνιά μ' οδήγησε σαν άψυχη κούκλα στην τραπεζαρία και μου πρόσφερε κάποιο ζεστό με μπόλικες ενθαρρυντικές κου­βέντες. Δεν άκουγα τι έλεγε. Μάλλον με καθησύχαζε για τον καιρό, μάλλον θα εγκωμίαζε τη θάλασσα και το γερό σκαρί του, όπως όλοι οι καπετάνιοι. Τα μάτια του μου ξύπνησαν αισθήματα εμπιστοσύνης.
Κακομοίρη μου, σκεπτόμουν μέσα μου. Εσύ με ποτίζεις τώρα με ζεστό, μα όταν έλθει σήμα θ' αναγκαστείς να με συλλάβεις.
Απ' το μυαλό μου περνούσαν όλες οι αστυνομικές ταινίες που είχα δει. Έτρεξα. Δεν έπρεπε να τρέξω. Σίγουρα με παρακολου­θούσαν. Θά 'χουν τώρα συλλάβει την κοπέλα του ξενοδοχείου. Τη βασανίζουν. Όπου νά 'ναι, δεν αντέχει, σπάει. Έρχεται η σειρά μου.
Κάθε που ερχόταν ο καμαρότος στον καπετάνιο τιναζόμουν σα να με περνούσε ηλεκτροσόκ. Κι αυτός ο τόσο αφελής που μού 'δείχνε τόση καλοσύνη! Αν ήξερε ποια είμαι τι θα έκανε; Αυτό μου φάνηκε ενδιαφέρον. Μήπως εγώ ήμουν περισσότερο αντιστασιακή από εκείνον;
Ακούστε κύριε καπετάνιε, κατόρθωσα με δυσκολία να αρθρώ­σω. Εγώ είμαι από νησί, τη θάλασσα, την αγαπώ, δεν τη φοβάμαι. Για άλλο τρέμω. Κι αφού μου δείξατε τόση καλοσύνη, πρέπει να σας πω να φυλαγόσαστε. Ίσως από στιγμή σε στιγμή σας έλθει σήμα κι αναγκαστήτε να με συλλάβετε.
Έμεινε άναυδος να με κοιτά, εμένα μια κοπέλα από σπίτι, εκεί­νος ένας σαρανταπεντάρης καπετάνιος.
Ακούστε, συνέχισα πριν προφθάσει ν' αρθρώσει λέξη. Είμαι φοιτήτρια και κουβαλούσα κάποιες προκηρύξεις κατά της χούντας. Δεν ξέρω τι πιστεύετε, όμως είδα ότι μου φερθήκατε με καλοσύνη. Σας παρακαλώ, σώστε με. Αυτοί δεν αστειεύονται.
Με πήρε από το χέρι και με πήγε στην καμπίνα του, όπου με κλείδωσε γι' ασφάλεια, έσβησε τ' όνομά μου από τη λίστα των επιβατών και μου είπε να μην ανοίξω σε κανένα άλλον παρά μόνο σε κείνον, που θα χτυπούσε συνθηματικά.
Κι έμεινα έτσι κλεισμένη στην καμπίνα που μοσκοβολούσε άφτερ σέιβ Όλντ Σπάις και τότε μόνο άρχισα να τρομοκρατούμαι για την εμπιστοσύνη που του έδειξα Με κρατούσε στο χέρι. Θα μπορούσε να με βιάσει κι εγώ να μη μπορώ ν' αντισταθώ. Θα μπορούσε να με πετάξει στη θάλασσα τώρα που δεν ήμουν γραμ­μένη στον κατάλογο επιβατών. Γιατί όχι; Αν ήταν δικός τους θα μπορούσε να με κρατά φυλακισμένη μέχρι να με παραδώσει στα χέρια τους.
Το πλοίο σταμάτησε να χτυπιέται σιγά σιγά. Απ' το φιλιστρίνι έβλεπα τα φώτα της Αττικής που μου έγνεφαν. Μπήκαμε στο λιμά­νι, το πλοίο έδεσε κι εγώ φυλακισμένη στην καμπίνα του καπετά­νιου. Μετά μισήν ώρα μου χτύπησε το σύνθημα στην πόρτα.
Έλα μου είπε γελώντας. Όλα καθαρά. Θά 'χω να το θυμάμαι. Τέτοια περίπτωση! Και δε σου φαίνεται!
Με συνόδευσε μέχρι τον ηλεκτρικό για σιγουριά.
Και να προσέχεις! με συμβούλευσε αποχαιρετώντας με.
Συνάντησα ξανά τον καπετάνιο εντελώς τυχαία πάνω στο πλοίο
που μας πήγαινε Ιταλία οικογενειακά μετά τη μεταπολίτευση για τουρισμό. Με γνώρισε αμέσως κι ας είχαν περάσει τόσα χρόνια. Τον σύστησα στο Σωτήρη και τα παιδιά, τους είχα τόσες φορές διηγηθεί την ιστορία! Μας κάλεσε στο τραπέζι του κι ο γιος μου πολύ το χάρηκε, που τα γκαρσόνια στεκόντουσαν πάνω απ' το κεφάλι του και που του φόρεσε το καπέλο με τα χρυσά σιρίτια στο κεφάλι. Ήταν στην ηλικία που όλα τ' αγόρια λατρεύουν τις στολές και πολύ καμάρωσε που μας ξενάγησε στη γέφυρα και που τού 'δωσε τα κυάλια να κοιτά και του φόρεσε και τ' ακουστικά απ' τον ασύρματο. Μας περιποιήθηκε λες κι είμαστε επίσημοι. Μέχρι και λουλούδια και φρούτα βρήκαμε το βράδυ στην καμπίνα μας.
  Ξέρεις, Ρένα, μου είπε όταν μείναμε μόνοι. 0 αδελφός μου ήταν αστυφύλακας. Αν σε γνώριζα ένα χρόνο πριν ίσως να αδια­φορούσα.
Όχι, του είπα. Εσύ ποτέ δε θ' αδιαφορούσες. Το διάβασα στο βλέμμα σου.
  Κι όμως, είπε σκεφτικά. Κανείς ποτέ δεν ξέρει. Μόνο που κείνη την εποχή που εμφανίστηκες είχαμε αρχίσει να σιχαινόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό, μα δεν τολμούσαμε να αντιδράσουμε. Ήθελα πάντα να σ' ευχαριστήσω. Ήσουν για μένα η χρυσή μου ευκαιρία κάτι να προσφέρω. Και ποτέ δεν πρόκειται να σε ξεχάσω.
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, μα δεν ξαναβρεθήκαμε. Ξέρεις πώς κάνει η Αθήνα τους ανθρώπους. Απ' την τηλεόραση έμαθα ότι σκοτώθηκε σ' ένα τροχαίο. Λυπήθηκα Είμαι βέβαιη ότι θα προτι­μούσε να πεθάνει ορθός παλεύοντας για το σκαρί του μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας. Στην κηδεία του πήγα. Ξαφνιάστηκα όταν χαιρετώντας τους τεθλιμμένους συγγενείς συνειδητοποίησα ότι ο αστυνόμος αδελφός ήταν και δίδυμος, πιστό αντίγραφο του καπε­τάνιου μου. "Κανείς ποτέ δεν ξέρει", σκέφθηκα βρίσκοντας στο βλέμμα του αστυνομικού την ίδια ζεστασιά που μ' έκανε να εμπι­στευθώ τον καπετάνιο. Όλα είναι συμπτώσεις".

Απόσπασμα 10η συνέχεια από "Ονείρου Απατηλότερα"


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης