Η αποκάλυψη

       
 Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Κείνο το καλοκαίρι η μάνα μου αρρώστησε ξαφνικά. Καρκίνος στο συκώτι. Εκείνη που δε δοκίμαζε ούτε λικέρ. Την έτρεξα παντού. Ξόδεψα ολάκερη περιουσία. Παρακαλούσα τους γιατρούς να της χαρίσουν λίγη ζωή να την πάρω μαζί μου σ' όλα εκείνα τα μέρη που ονειρευόταν και που δεν πρόλαβε να δει. Ήθελα να της χαρίσω το πτυχίο που πεισματικά τότε της αρνιόμουν. Έμενα πλάι της όσο περισσότερο μπορούσα. Κι όμως πέθανε μόνη.
Θυμάμαι κάποτε. Γεμάτο κρασί το μικρό μου ποτήρι κι εκείνη βουτούσε μ' απόλαυση τη μπουκιά στο λάδι της σαλάτας. "Αυτό είναι η ευτυχία" είπε και σώπασα. Για μένα ευτυχία ήταν τότε να μοιράζομαι αυτές τις στιγμές μαζί της. Κι αυτή η ευτυχία δεν εξα­γοράζεται.
Κείνο το καλοκαίρι στο νοσοκομείο στάθηκε για μένα μια ακόμη απόδειξη της ματαιότητας κάθε στιγμής. Ποιος είπε ότι οι γέροι δεν κλέβουν χρόνια κανενός; Είδα γέρους κατάκοιτους να κλέβουν τη ζωή και την περιουσία των παιδιών τους, για να παρα­τείνουν έστω και για μια μέρα τη μίζερη ζήση τους. Είδα ανθρώ­πους που μια ζωή θυσιαζόντουσαν για να μη στερηθούν τα παιδιά τους το παραμικρό να πεθαίνουν μόνοι κι αβοήθητοι, την ώρα που κάποιοι άλλοι που ποτέ δεν είχαν προσφέρει ούτε μια σταγόνα νερό από καπρίτσιο της μοίρας πέθαιναν τριγυρισμένοι από δείγ­ματα αγάπης. Έζησα από κοντά το δράμα ενός γέρου, που τον φρουρούσαν στο θάλαμο μη δραπετεύσει, επειδή είχε σκοτώσει από αγάπη τη γυναίκα του που υπέφερε από καρκίνο. Του έδωσαν χάρη λίγες μέρες πριν πεθάνει, αφού τον έπεισαν ν' αποκηρύξει την πράξη του και να δηλώσει ότι αυτό που έκανε δε θα το συνι­στούσε σε κανένα Το δικαίωμα της επιβολής του θανάτου πρέπει ν' ανήκει πάντα στο θεό-κράτος και την όποια εξουσία του. Το κράτος έχει δικαίωμα να καταδικάζει σε μαρτύριο κάποιους ανθρώ­πους που έτυχε να γεννήσουν παιδιά με ανίατες αρρώστιες. Μιλάμε γι' ανθρωπιά όταν παρατείνουμε το μαρτύριο των καρκινο­παθών χρησιμοποιώντας τους σαν πειραματόζωα
Υπάρχουν άνθρωποι που εξυμνούν τη ζωή ακόμη και στην πιο αισχρή μορφή της. Είναι βλάσφημοι. Υπάρχει κάποιο όριο για κάθε άνθρωπο αντοχής στον εξευτελισμό και τον πόνο. Υπάρχει ένα όριο αξιοπρέπειας. Όταν καταργηθεί δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης στο ανθρώπινο ον. Οι Εβραίοι που δεν αυτοκτονούσαν στα στρατόπεδα των ναζί είχαν χάσει πια την ανθρωπιά τους. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ζωάκια που διψούσαν για μιαν ακόμη μέρα επιβίωσης χωρίς κανένα όρο. Ευθανασία; Ποιος μπο­ρεί ν' αποφασίζει και πότε; Όλοι όσο είμαστε υγιείς διεκδικούμε την αξιοπρέπεια του θανάτου μας και μεγαλόστομα διακηρύττουμε ότι αν είναι να βασανίζει κανείς τους ανθρώπους που αγαπά καλύ­τερα να πεθαίνει. Όταν όμως φτάσουμε στο χείλος του γκρεμνού απολαμβάνουμε ν' απομυζούμε τη ζωή των άλλων, χαιρόμαστε να τους βασανίζουμε, προσπαθούμε να τους εκδικηθούμε γιατί εκεί­νοι ακόμη απολαμβάνουν αυτό που για μας έχει πια χαθεί. Δεν είναι εύκολο για τον απλό άνθρωπο το να κλείσει τον ορό ή να πατήσει τη σκανδάλη. Για μένα αυτός ο γέρος που σκότωσε τη γυναίκα του, αν κι ήξερε τις συνέπειες της πράξης του, της πρό­σφερε την πιο ανυστερόβουλη απόδειξη του έρωτά του.
Είχε αρρωστήσει το παιδί κείνο το βράδυ. Ψηνόταν στον πυρετό κι αντί να φωνάζει τη μάνα του παραμιλούσε ζητώντας με. Του έκανα μπάνιο κι έτρεμε σαν το ψαράκι στην αγκαλιά μου. Μόλις τ' απίθωσα κοιμισμένο στο κρεβατάκι του χτύπησε το τηλέφωνο.
Λυπούμεθα, είπε η επαγγελματική φωνή απ' το ακουστικό. Πέθανε ήρεμα.
Κοίταξα το κρεβατάκι του παιδιού με μίσος. Είχα την αίσθηση πως αυτό ήταν υπεύθυνο για το θάνατο της μάνας μου. Αν ήμουν κοντά της ίσως να προλάβαινα.
Τα παιδιά ορφανεύουν μόνο απ' τη μάνα έλεγε κάποτε εκείνη κι εγώ δίχως μάνα ένιωθα πια λεύτερος. Όχι όμως για πολύ. Μπαίνοντας στο άδειο πια πατρικό μου, μόνος, άρχισα να σκαλίζω τα συρτάρια και τις ντουλάπες, να χαϊδεύω τα λιγοστά κοσμήματα και τα ρούχα της, να χώνω το πρόσωπο μου στο μαξιλάρι της ανα­ζητώντας το άρωμα του κορμιού της, αυτό που με παρηγορούσε σαν παιδί, όχι αυτό που με απωθούσε στο νοσοκομείο τις τελευ­ταίες μέρες. Στο συρτάρι του κομοδίνου της βρήκα κάποια ξεθω­ριασμένα γράμματα. Τ' άνοιξα με συγκίνηση που μετάλλαξε σε οδύνη. Δε φανταζόμουν αυτά που διάβασα. Ήταν σα να μη γνώ­ρισα τη μάνα μου ποτέ. Ήθελα να την ξαναφέρω στη ζωή να την αδράξω απ' τους ώμους και να τη ρωτήσω. Δεν ήξερα αν θά 'θελε να διαβάσω αυτά τα κείμενα, αν θα προτιμούσε να μείνω με την εικόνα που μόνος μου είχα πλάσσει γι' αυτήν. Ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσα πάνω απ' όλα, ο άνθρωπος που μ' αγαπούσε και με καταλάβαινε κι όμως μου ήταν άγνωστη. Ήξερε ότι θα πεθάνει. Είχε όλο τον καιρό ν' αποφασίσει αν θά 'θελε να μου μιλήσει για όλα αυτά. Θα μπορούσε να μου είχε μιλήσει την εποχή που πέθα­νε ο πατέρας. Γιατί δεν τό 'κανε; Μου έμεναν μόνο κάποια χαρτιά. Ένιωθα θυμό. Δεν υποπτευόμουν την γυναίκα που αυτές οι σελί­δες μου αποκάλυψαν. Ήτανε πάντα μόνο η μάνα μου. Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα μπορούσε νά 'ναι ένα κομμάτι απ' τον εαυτό μου.

Κι ο πατέρας; Ποτέ δεν τον ένιωσα κοντά μου. Ήταν πάντα αυταρχικός και συντηρητικός. Έπαιζε το ρόλο του πατέρα. Κρατούσε πάντα τις αποστάσεις. Πώς θα μπορούσα να τον ρωτή­σω τώρα για όλα αυτά; Πώς θα μπορούσα να τον γνωρίσω χωρίς το προσωπείο της πατρικής εξουσίας; Πώς θα μπορούσα ν' αγα­πήσω αυτό τον άντρα που ανακάλυψα μέσα απ' τα κείμενα που τόσο αργά διάβασα;
Αγαπημένε μου Γιώργο,
Φοβάμαι, καρδιά μου, πως κάνεις λάθος. Δεν είμαι εγώ εκείνη που αγαπάς, αλλ' η σκιά του έρωτα που βάφτισες με τ' όνομά μου. Δεν είναι 19 τα χρόνια της κοινής μας ζωής. Αν θες να τα μετράς έτσι δεν ξέρω εγώ πόσα θα τα έβγαζα. Προτιμώ να τα λογαριάζω 21, όπως 21 είναι και τα χρόνια που έζησα στο πατρικό μου σπίτι, έστω κι αν δε θυμάμαι ή αν με πληγώνουν κάποια απ' αυτά. Φοβάμαι ότι ήταν λάθος μου όλη αυτή η αναστάτωση που έφερα στη ζωή μας με την αποκάλυψη των πραγμάτων που όπως αποδεί­χθηκε, ήδη ήξερες. Στο κάτω κάτω η αλήθεια είναι σχετική. Ίσως θά 'ταν καλύτερα να φύγω νωρίτερα ή να φύγω χωρίς καμμιάν εξή­γηση. Τώρα φοβάμαι ότι όλα έχουν επώδυνα περιπλακεί. Αυτό που θέλω να καταλάβεις είναι ότι ήταν αναπόφευκτο. Έτυχε νά 'ναι ο Νίκος ο κατακτητικός άντρας που με ανάγκασε να δω την αλήθεια καταπρόσωπο ξεσχίζοντας την ψυχή μου. Έτυχε νά 'ναι αυτός ο άνθρωπος που μ' έκανε να νιώσω ολοκληρωμένη γυναίκα για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Σου χρωστώ πολλά, σ' αγαπώ πολύ, μου είσαι πολύτιμος, αυτοί είναι οι λόγοι που μου επέβαλαν να ξεσκεπάσω την κωμωδία. Συνέπεια στα χρόνια που μας έδεσαν τόσο βαθιά. Ζήτησα μόνη μου να εγκαταλείψω το σπίτι σου, γιατί πίστευα ότι δε θα μπορού­σες ν' ανεχθείς μια γυναίκα, όπως εγώ, να συνεχίσει να είναι η μάνα του παιδιού σου. Μην προσπαθείς να ωραιοποιήσεις τις καταστάσεις. Είμαι ερωτευμένη με το Νίκο, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που σου μίλησα. Είναι αυτό που σου είπα χθες. Το κορμί μου δεν ανήκει παρά μονάχα σε μένα. Όλα τα χρόνια αιθεροβα- τούσα. Τώρα συμπυκνώνομαι στον πυρήνα ζωής που περικλείει η επιδερμίδα μου. Δε θέλω ν' αγαπάς την εξιδανίκευσή μου.
Πέρσι το καλοκαίρι ήμουν διαμελισμένη από την αποκάλυψη ότι το κορμί μου μπορεί να ποθεί έναν άντρα με τον οποίο δεν επικοι­νωνούσα σε κανένα άλλο επίπεδο, έναν άντρα που με έκανε να πονέσω βαθιά, αλλά που νιώθω ότι του χρωστώ γιατί μ' ανάγκασε να δω τα τρομερά υπόγεια της ύπαρξής μου, που δεν τον καταλα­βαίνω, αλλά δε μπορώ να μισήσω, γιατί με δίδαξε αυτογνωσία, γιατί με ταπείνωσε έτσι που να γνωρίσω την ποταπότητα του ίδιου μου του εαυτού, γιατί δεν είμαι ούτε η πουτάνα που πήδηξε ο Νίκος, ούτε η αγία που εσύ βάζεις δίπλα στην Παναγιά. Δεν ξέρω τι είμαι, αλλά είμαι αποφασισμένη να υπερασπιστώ αυτό το ελάχι­στο που μου ανήκει και που θα κουβαλώ μέχρι που θα πεθάνω.
Τώρα πια ξέρω ότι το έτερον μας ήμισυ δεν υπάρχει στη ζωή κι αποδέχθηκα την ιδέα της μοναχικής μας πορείας στην ύπαρξη. Πιστεύω ότι είσαι δυνατός. Πάντα ήσουν λογικός και ψύχραιμος. Μ' αγαπάς, αλλά πιστεύω ότι οι κοινωνικοί λόγοι είναι εκείνοι που περισσότερο σε συγκρατούν απ' το να με πετάξεις στο δρόμο, όντας συνεπής προς τις αρχές σου. Θυμάμαι τους λόγους που πρόβαλες πάντα για την επιτυχία του γάμου μας. Ήταν όλοι εξω­τερικοί. Η εικόνα μας προς τα έξω. Ίσως γιατί εσύ πάντα ήξερες ότι το παραμύθι έχει τελειώσει.
Σ' αγαπώ, Γιώργο. Είσαι ο πιο κοντινός μου άνθρωπος στη γη, ο πιο πιστός μου σύντροφος. Θα είμαι κοντά σου όποτε το χρεια­στείς, όπως κι αν έλθουν τα πράγματα. Θέλω να βρεις μια γυναίκα που να λιποθυμά από έκσταση στην αγκαλιά σου, θέλω να έχεις πολλές γυναίκες, αν αυτό σε ικανοποιεί. Τόλμησε να με κοιτάξεις κατάμουτρα. Δε μου χρωστάς τίποτε και δεν είμαι τίποτε πιο σημα­ντικό απ' την πρώτη τσουλίτσα που μαζί της θα περνούσες κάποιες ευχάριστες στιγμές και μετά θα το ξεχνούσες. Δέχθηκα όποια συμφωνία μου πρότεινες, γιατί εγώ έφταιγα κι έπρεπε να πληρώσω και γιατί το μόνο που διαπραγματεύομαι είναι η αυτοδιάθεση μου. Δε θέλω να πληγώνω κανένα θα παίζω με τους συμβατικούς κοι­νωνικούς κανόνες, που απεχθάνομαι, αλλά δεν πρόκειται να υπο­χωρήσω. Νιώθω πολύ γριά για να συμβιβαστώ.
Μου χάρισες 21 γεμάτα χρόνια. Χάρη σε σένα πλάτυναν οι ορί- ζοντές μου. Σου χρωστώ πιο πολλά απ' ό,τι στους γονείς μου και το ξέρεις ότι το νιώθω στ' αληθινά Για σένα η μητέρα σου ήταν το πιο σημαντικό πλάσμα στη ζωή σου. Για μένα ήσουν εσύ κι αυτό το ξέρεις πολύ καλά Θα ήθελα εσύ να είσαι ο μοναδικός άντρας στη ζωή μου, όμως δεν θα εξαγόραζα την προσποίηση της ευτυ­χίας με την άγνοια. Είχα ελπίσει ότι με όλους τους άντρες θα ήταν ίδια γεύση κι η πραγματικότητα με συνέτριψε με το βάρος μιας αλήθειας αδυσώπητης.
Είμαι 41 χρόνων. Ως πότε θα μ' απασχολεί το σεξ; ίσως σκέπτε­σαι. Ήμουν 18 όταν σε γνώρισα κι όμως αντέδρασα πανομοιότυ­πα γιατί δε μπορώ να διαχωρίσω τα επίπεδα, όπως οι περισσότεροι άντρες (και συ ακόμη έκανες το διαχωρισμό ανάμεσα σε μένα και τις γυναίκες μιας χρήσης). Ίσως να φταίει η αγωγή που μου επέ­βαλε ν' αφιερώνομαι σ' έναν άντρα, έναν έρωτα, που όμως εγώ επιλέγω. Στο Νίκο δε δόθηκα Με πήρε. Σε σένα εγώ προσφέρθη­κα Είπες ότι τον βλέπεις σαν αντίζηλο. Δε μπορείς να πάρεις ό,τι του ανήκει, ξέρει ότι αυτό που με δένει μαζί σου είναι τόσο βαθύ. Οι μουσουλμάνοι παντρεύονται πολλές γυναίκες. Στην Πολυνησία υπάρχει καθεστώς πολυανδρίας. Αναρωτιέμαι ποια ισορροπία ρυθ­μίζει αυτές τις σχέσεις. Δεν ξέρω αν ψάχνω για άλλοθι, όμως, αγάπη μου, πριν λίγα χρόνια δε θα μπορούσαμε ν' αποδεχθούμε σα λογική τη σημερινή κατάσταση.


Θα μείνω μαζί σου όσο με χρειάζεσαι, όχι από τύψεις, αλλά γιατί σ' αγαπώ και θέλω νά 'σαι λεύτερος κι ευτυχισμένος, όπως όταν σε πρωτογνώρισα. Θέλω ν' αποφασίσεις ψύχραιμα τι κρίνεις σωστό και συνεπές με τις ιδέες και την προσωπικότητά σου. Πάψε ν' ασχολείσαι μαζί μου και ρίξε το βάρος στη σχέση σου με τον Αλέξη. Αυτός έχει τουλάχιστον το μέλλον με το μέρος του.
Σ' ευχαριστώ για την αγάπη που μ' αγκάλιασες όλα τα χρόνια της κοινής μας ζωής, μα πιο πολύ σ' ευχαριστώ γιατί μου συμπα­ραστάθηκες, αν και το ήξερες, τότε που σπαρασσόμουν από την εσωτερική μου πάλη τον τελευταίο χρόνο που εσύ διαγράφεις. Ίσως να φταίει η θρησκευτική μου αγωγή "όστις εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού", αλλά εγώ σε είχα προδόσει πιο μπροστά κι η συμπεριφορά σου απέναντι στην τετελεσμένη πράξη μ' έφερε πιο κοντά σου απ' όσο είχαν καταφέρει τα 20 χρόνια της κοινής μας ζωής. Βλέπεις η ζωή είναι περίπλοκη και δε μπορούμε να κάνουμε τίποτε πιο πολύ απ' το να την αποδεχόμαστε ως έχει.
Σ' ευχαριστώ γιατί με στήριξες, με ισορρόπησες, με τοποθέτη­σες τόσο ψηλά μοιράστηκες μαζί μου τα πάντα Σίγουρα πάντα θα σ' αγαπώ όπως κι αν έλθουν τα πράγματα.
Σε φιλώ με όλη μου την αγάπη
Αθηνά"
"Αθηνά, αγάπη μου, καρδιά μου. Το ξέρω ότι δεν είσαι ούτε αγία ούτε η σκιά που έπλασα στο όνειρο μου. Είσαι εσύ η ίδια, τώρα ανεξάρτητη, ολοκληρωμένη, απελευθερωμένη, που μ' αγκά­λιασες με λυγμούς χθες το πρωί στην κουζίνα του σπιτιού ΜΑΣ και κλαίγαμε σαν τα μικρά παιδιά και μούλεγες "Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ". Είσαι η ίδια που εδώ και 21 χρόνια δίνεις νόημα στη ζωή μου, είσαι εσύ που μου χάρισες ουράνιες χαρές κι απέραντες λύπες, είσαι εσύ που δώρισες σε μένα και την κοινωνία ένα καλό παιδί, το γιο μας. Είσαι η συνέχεια της ψυχής μου και είμαι η συνέχεια της ψυχής σου. Έχω ξεχάσει όλα τα γεγονότα που με μάτωσαν και δε θυμάμαι τίποτε. Μην επιχειρήσεις να τα σκαλίσεις πλέον. Ζω στιγμές αυτογνωσίας, δικαίωσης και παραδο­χής των ανολοκλήρωτων και δικαιούμενων από σένα πόθων και απολαύσεων της εφήμερης ζωής μας. Ζω όμως στιγμές του μεγα­λείου, του πνευματικού και ψυχικού σου μεγαλείου, και δικαιούμαι να νιώθω περήφανος και χαρούμενος γιατί ήμουν δίπλα σου και ήσουν δίπλα μου, όλα αυτά τα χρόνια.
20 χρόνια γάμου, 21 χρόνια ΖΩΗΣ αιωνιότητα για το μέλλον με ή χωρίς ΕΣΕΝΑ.
ο Γιώργος σου"
Στην επόμενη επέτειο του γάμου τους στην Ιταλία γράφτηκε τούτο το γράμμα.
"Γιώργο μου αγαπημένε,
Είναι 1 η ώρα τη νύχτα και σου γράφω αφού ο γιος μας λείπει σε κάποια γιορτή και είμαι μόνη. Σήμερα είναι η επέτειος του γάμου μας. Περίμενα να μου τηλεφωνήσεις. Ίσως δε μπόρεσες. Ξέρω ότι θα ήθελες να σου τηλεφωνήσω εγώ. Δεν τό 'κανα. Δεν ξέρω αν έχει πια σημασία να σημαδεύουμε αυτή την επέτειο. Πριν λίγες μόνο μέρες εσύ πίστευες ότι ήταν η πρώτη μετά... κι ήθελες να τη γιορτάσουμε ιδιαίτερα. Για μένα δε θά 'ταν παρά η οδυνηρή ανάμνηση του χαστουκιού που η ζωή μου έδωσε γιατί ήμουν τόσο αλαζονική και ήθελα να ξεχωρίζω από τους άλλους. Τώρα πια είμαι σίγουρη ότι ήταν λάθος μου τ' ότι σε πλήγωσα έτσι. Δεν ήταν δύναμη, αλλά αδυναμία. Δεν είμαι τίποτε το ξεχωριστό. Ήθελα νά 'μαι καθαρή, σύμφωνη με τις αρχές μου κι η ζωή με ανάγκασε να καλουπωθώ, να υποκρίνομαι, να συμβιβάζομαι.
Σ' αγαπώ, Γιώργο. Στο είπα τόσες φορές, μα σίγουρα δε με πιστεύεις πια. Δε σ' αγαπώ μόνο γι' αυτά που μοιραστήκαμε τόσα χρόνια, για την κοινή μας πορεία, τις κοινές μας ουτοπίες, το παιδί μας, όλα όσα χτίσαμε μαζί. Δε σ' αγαπώ για την ελευθερία που μου χάρισες. Δε θά 'μενα κοντά σου αν δεν ένιωθα λεύτερη. Σ' αγαπώ γιατί σε νιώθω κοντά μου και κοντά μου πάντα θα είσαι, γιατί είσαι το χώμα που πατώ κι ο ήλιος που με ζεσταίνει. Σ' αγαπώ τώρα πια —κι αυτό ήταν το μόνο θετικό σ' αυτή την ιστο­ρία— ΚΑΙ γιατί στα χέρια σου διαλύομαι σε κύματα απόλαυσης, γιατί στην αγκαλιά σου φθάνω ως το βάραθρο της ηδονής. Μοιραζόμαστε αυτές τις σημαντικές στιγμές και κανείς δε χωρά ανάμεσά μας πια αυτή την ώρα.
Τότε γιατί; αναρωτιέσαι και δίκαια. Λυπάμαι, αλλά εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να πω "Πήγα μ' έναν άντρα και το πρωί το ξέχασα, γιατί πάντα ο Γιώργος ήταν η κορώνα μου". Θεωρώ τη συγκεκρι­μένη πράξη πολύ σημαντική και αγαπώ τους ανθρώπους με τους οποίους τη μοιράστηκα. Δεν ενδιαφέρομαι αν εκείνοι είναι σημα­ντικοί ή "σκύλοι" ή "γαμιάδες". Για μένα πάντα είναι οι άνθρωποι που μου έδωσαν σημαντικές για μένα εμπειρίες. Δε με νοιάζει αν είναι σημαντικό γι' αυτούς. Αρκεί που εγώ έτσι το βιώνω.
Μπλεχτήκαμε στα γρανάζια του απόλυτου ξεχνώντας πόσο αντι­φατικοί είμαστε. Σου μίλησα τότε γιατί ήθελα να ξέρεις ότι άλλαξα, ότι δεν ήμουν η Αθηνά που παντρεύτηκες. Τότε εσύ μεταμορφώ­θηκες κι έγινες ο άντρας που πάντα ονειρευόμουν. Σου το είπα. Ήσουν πάντα ο μοναδικός που αναγνώριζα για άντρα μου, ήθελα να φορώ τη βέρα σου για να δείχνω σε όλους ότι είμαι η δική σου γυναίκα. Στο βάθος ποτέ δεν έπαψα ν' αγαπώ ή να επιθυμώ και κάποιον άλλο. Μ' είχαν μάθει ότι πρέπει ν' ακολουθώ κάποιους κανόνες, αλλ' η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Μπορούμε ν' αγαπάμε περισσότερους από ένα ανθρώπους, τον καθένα για δια­φορετικούς λόγους. Μπορεί ν' ακούγεται τρελό, αλλά το σεξ δεν είναι πια τόσο σημαντικό για μένα. Το χόρτασα στην αγκαλιά σου όλον αυτό το χρόνο, αλλά πιστεύω ότι το κορμί μου μου ανήκει κι έχω το δικαίωμα να δραπετεύω μέσα από αυτό σύμφωνα με τις ανάγκες που αυτό μου καθορίζει. Προσπάθησα να σε αφήσω έξω από αυτές μου τις συγκρούσεις. Υποκρίθηκα όλο αυτό το χρόνο ότι εσύ μόνο υπήρχες στη ζωή μου. Δεν ήθελες να ξέρεις. Δεν ήθελα να σε πληγώνω άσκοπα. Ήσουν ευτυχισμένος. Ήμουν ευτυχισμένη κι εγώ. Δεν είχε αλλάξει τίποτε. Μόνο πως πια δεν εξαρτώμαι από κανένα. Δεν έχω τίποτε ή τα έχω όλα. Νιώθω αυτάρκης.
Ξέρω ότι περίμενες αυτό μου το ταξίδι μετά τις πρόσφατες απο­καλύψεις για να σκεφθείς πιο ψύχραιμα. Έχεις κάθε δικαίωμα, όποτε το θελήσεις να διαλύσεις τη συμφωνία μας. Για μένα ποτέ δεν ήσουν "κερατάς" ή "μαλάκας". Πονώ γιατί τόσο μ' αγαπάς κι εγώ δε μπορώ πια να σου δοθώ, όπως εσύ το θέλεις, ολόκληρη. Υπάρχουν κομμάτια της ζωής μου που ποτέ πια δε θα τα μοιραστώ μαζί σου. Δε θα μου ήταν εύκολο να ζήσω μακριά σου. Μ' έχεις κακομάθει. Δεν έχω ιδέα από πρακτικά θέματα. Θα μού 'λειπαν οι πατερναλιστικές σου συμβουλές. Δε θά 'χα ποιος θα με χαϊδεύει όταν πονώ ή νιώθω κουρασμένη. Που θ' ακουμπούσα όταν με πιάνουν τα κλάματα αναίτια, όπως τώρα που σου γράφω; Ποιος θα με κάλυπτε τόσο καλά σεξουαλικά; Κανείς άλλος δε θα το μπο­ρούσε, στο είπα. Από κανένα άλλο δε θα το ζητούσα, θα πρόσθε­τα. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός κι έμαθα να σέβομαι τις ιδιαιτερότητες κάθε ανθρώπου.
Εσύ είσαι ο δικός μου άνθρωπος. Προσπάθησα να είσαι ευτυχι­σμένος. Θέλω να συνεχίσω να σου δίνω όσα κρατώ μόνο για σένα. Έχω όμως πιο πολλά. Υπάρχουν κανάλια επικοινωνίας μου με άλλους ανθρώπους. Γιατί το σεξ νά 'ναι τόσο σημαντικό; Γιατί εκεί να επικεντρώνουμε την απιστία; Εγώ ένιωθα πως σε απατού­σα περισσότερο τότε που έπινα κι ένιωθα ότι δε σε αγαπώ, γιατί πεινούσα για κάποια πράγματα που δεν ήξερα αν υπάρχουν. Τώρα αν και τα άλλα υπάρχουν στη ζωή μου, νοιώθω γενναιόδωρη, γιατί είμαι γεμάτη. Μπορώ και ξοδεύομαι γιατί ελπίζω στη γενναιοδωρία της ζωής, στην έκπληξη που ήλθε και με πλούτισε μ' οδύνη και χαρά. Το ξέρεις ότι όλα τα μεγαλοποιώ. Και τις χαρές και τις λύπες. Θέλω να συνεχίσω να ζω στο πλάι σου, όμως μόνο αν νιώθω λεύτερη. Θέλω να νιώθεις λεύτερος και συ. Μας δένουν τόσα πράγματα. Τόσες πολύτιμες στιγμές. Δε μπορώ ν' αρνηθώ τούτο τον πυρήνα ζωής που φυλακίζει το κορμί μου. Τούτο το κορμί που θέλησα να το πετάξω, να λευτερωθώ απ' αυτό τότε που πίστεψα ότι εσύ έπαψες να μ' αγαπάς, τώρα το υπερασπίζομαι. Δε θά 'κανα ποτέ πια κάτι τέτοιο για κανένα. Τούτο το κορμί μου δόθηκε για να επικοινωνώ με άλλους ανθρώπους. Είμαι αποφασι­σμένη ν' αφουγκράζομαι την αλήθεια που εκπέμπει και να την ακολουθώ αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συμβατικότητες. Θα μπορούσες να πεις ότι δεν είμαι παρά μια "σκύλα" που επενδύω με διανοητικές σοφιστείες τις αναίσχυντες πράξεις μου. Θα είχες δίκιο. Μίλησες για δόκτορα Τζέκυλ και κύριο Χάιντ. Δεν ξέρω ποιος από τους δυο τους είναι το καλό. Μη ξεχνάς ότι ο κύριος Χάιντ αυτοκαταστράφηκε για να διασώσει την εικόνα του έρωτα. Είπες ότι δεν έχω αναστολές. Σου είχα εξηγήσει με σαφήνεια ότι δε μπορώ τίποτε να σου υποσχεθώ γιατί ξέρω τον εαυτό μου. Τα "θέλω" μου γίνονται επιτακτικά κάποιες φορές και τότε αρκεί η συγκυρία για ν' ακολουθήσει η πράξη. Θα σκότωνα; Δεν το ξέρω, αν ήθελα να σκοτώσω. Ξέρω ότι δε θέλω να πληγώνω κανένα, ότι θέλω όλοι να μ' αγαπούν. Δε μισώ κανένα Αγαπώ περισσότερους απ' όσους επιτρέπεται.
Πήγε 4 η ώρα κι ακόμη σου γράφω. Λες και κάνω ψυχανάλυση. Κι αυτό εσένα δε ο ανακουφίζει. Θα προτιμούσα να μπορούσα να σου γράψω ένα γράμμα που να ξεχειλίζει έρωτα, όπως εκείνα που σου έστελνα παλιά. Τώρα μόνο σε νοιάζομαι και προσπαθώ να βρω πώς θα σε λύτρωνα από τον πόνο που ανόητα σου προκάλε­σα. Αφού δε μπορώ ν' αλλάξω τον εαυτό μου προσπαθώ να βελ­τιώσω την εικόνα που σου δίνω. Όμως εσύ έχεις μιαν εικόνα στην καρδιά σου κι εγώ προσπάθησα να την αποκαθηλώσω. Δεν ξέρω πια τι είναι το σωστό και τι το λάθος.
Προτιμώ ν' αφήνω σε σένα την πρωτοβουλία των κινήσεων. Έτσι κι αλλιώς σε αγαπώ. Έτσι κι αλλιώς πάντα θα σε νοιάζομαι. Έτσι κι αλλιώς τώρα είμαι πιο κοντά σου παρά πριν 21 χρόνια που παντρευτήκαμε. Κι έτσι θα μείνω ότι κι αν αποφασίσεις.
με όλη μου την αγάπη
Αθηνά"

Τίποτε. Δεν είχα καταλάβει το παραμικρό. Κείνο το καλοκαίρι είχε έλθει για λίγες μέρες στην Ιταλία κι εγώ ήμουν πολύ απασχο­λημένος με τον εαυτό μου για να συμμεριστώ τα προβλήματά της. Και ο πατέρας. Απλώς όσο περνούσαν τα χρόνια φαινόντουσαν πιο δεμένοι. Πίστευα ότι ήταν επειδή με έχαναν. Ότι γι' αυτό αρπαζόντουσαν ο ένας από τον άλλο. Και όταν ο πατέρας πέθανε, εγώ ήμουν μακριά. Κι εκείνη όσο ζούσε ποτέ δε μου μίλησε. Πάντα μιλούσε για τον πατέρα σα να ήταν παρών. Ποτέ δεν παρα­δέχτηκε το θάνατο του. Κι εγώ τώρα καλούμαι ν' αποδεχθώ το θάνατο μιας μάνας, που δε γνώρισα ποτέ, ενός πατέρα που δεν εκτίμησα όσο του άξιζε. Θα τους ξανασυναντήσω τάχατες ποτέ στις αέναες μετενσαρκώσεις μου;
Κείνο το βράδυ ονειρεύτηκα το δικό μου θάνατο. Φόνος απ' το χέρι του γιου μου. Με μαχαίρι. Ακριβώς όπως τον περιγράφει ο Σοφοκλής. Με την ηθική αυτουργία της κόρης μου.
— Χτύπα, του φώναζα, αν μπορείς κι άλλη φορά. Χτύπα τα σπλάχνα που σε κράτησαν, το στήθος που σε πότισε, χτύπα.
Ξύπνησα απ' τον πόνο της μαχαιριάς. Ήξερα. Δεν ήταν παραί­σθηση από την ταραχή. Δεν ήταν λογικός συνειρμός από την αποκάλυψη των γραμμάτων. Κάποτε ήμουν η Κλυταιμνήστρα.
Έθαψα τη μάνα πλάι του όπως μου το είχε ζητήσει. Μια κηδεία απλή χωρίς καμιά κουβέντα, όπως εκείνη θα την ήθελε. Αναρωτιόμουν πώς μπορούσαν οι Κινέζοι ή οι Νέγροι να γλε­ντούν στις κηδείες τους. Πώς ξεπερνούσαν την απώλεια, το κενό της εξαφάνισης ενός αγαπημένου ανθρώπου; Γιατί και βέβαια τυπικά μόνο θλιβόμαστε στο άκουσμα του θανάτου κάποιου ξένου. Μπαίνουμε στη θέση του, λέμε: "Τι κρίμα! Τόσο νέος!" κι έπειτα προσπερνάμε βιαστικά. Για μας αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν πιο υπαρκτός από μιαν ιστορική μορφή που κάποτε διαβάσαμε και ουσιαστικά δε μας αφορά, για μας είναι ανύπαρκτη. Περισσότερο μας αγγίζει ο θάνατος του αγαπημένου μας σκυλιού ή το δέντρο της αυλής μας που ξεράθηκε τούτο το χειμώνα ή η απώλεια του δαχτυλιδιού των αρραβώνων μας. Υπάρχουν αντικείμενα που η αξία τους στη ζωή μας βαραίνει περισσότερο από την ύπαρξη εκα­τομμυρίων κατοίκων αυτού του πλανήτη. Κοιτάμε με φρίκη το σκε­λετωμένο μωρό της Σομαλίας, ακούμε με απάθεια για εκατοντάδες νεκρούς από τυφώνες και σεισμούς. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν αν δεν τους τοποθετήσουμε μέσα στη δική μας ζωή, αν δεν τους μορφοποιήσουμε σε υπάρξεις. Παραμένουν αριθμοί, φιγούρες τηλεοπτικές, σελίδες κάποιου βιβλίου, ιστορικές φυσιογνωμίες, μουσειακά απολιθώματα. Εμείς τους δίνουμε μορφή και ύπαρξη μόλις τους τοποθετήσουμε στη δική μας καθημερινότητα, όταν τους εμφανίσουμε στο φιλμ της ψυχής μας, στο ευπαθές αυτό υλικό που θα καταστραφεί με τη δική μας βιολογική έκλειψη, που θα παραμορφωθεί μετεγγραφόμενο σε άλλες υπάρξεις μέσα απ' την τέχνη ή την παράδοση, γιατί όλα μεταμορφώνονται και τίποτε δεν παραμένει ατόφιο στην κωμωδία της ύπαρξης, τίποτε δεν αντέχει για πάντα.
Οι λέξεις! Πόσο μας λυτρώνουν απ' το κενό της ύπαρξης; Πόσο μας παρηγορούν στη μοναξιά της ανυπαρξίας; Πετροβολώ με λέξεις το θάνατο. Τον προκαλώ. Προσπαθώ να σπάσω τα τείχη των προηγούμενων ζωών μου. Όμως οι λέξεις είναι αμφίβουλες.
Λυτρώνεσαι μόνο επικοινωνώντας με ιδανικούς συγγραφείς, δια­βάζοντας πίσω απ' τις Λέξεις που εκείνοι κάποτε άρθρωσαν, ερμη­νεύοντας σύμφωνα με τις δικές σου ανάγκες τα δικά τους νεύματα στο άγνωστο. Οι καθημερινές μας επαφές θυμίζουν θέατρο παρα­λόγου. Ειδικά μ' αυτούς που πάνω απ' όλους αγαπήσαμε. Μιλάμε στα είδωλα κι ερμηνεύουμε τους χρησμούς που ψελλίζουν. Επαναστατούμε για τις παρερμηνείες, για την αλλαγή πλεύσης. Βαυκαλιζόμαστε με υποσχέσεις αιωνιότητας όταν το φθαρτό μας κορμί καθημερινά μας αποδεικνύει ότι τίποτε πίσω δεν γυρνά κι ότι το ρέμα σταθερά κατηφορίζει προς τη θάλασσα Κατηγορούμε ό,τι ζηλεύουμε. Στηλιτεύουμε όσα δε θ' αγγίξουμε ποτέ. Μας φορτώνονται κάποια πράγματα Σαν κείνα τα δέντρα που σκαρφα­λώνουν στον κορμό κάποιων άλλων για να τους στραγγίξουν κάθε τους δροσιά. Πρέπει να κρατάς τις ισορροπίες. Ν' ακροβατείς απ' τη σκληρότητα στην ευσπλαχνία. Να μην αγαπάς κανένα πάνω απ' τον εαυτό σου. Τίποτε, ούτε άνθρωπος, ούτε ιδέα δε θα στα­θούν κοντά σου μέχρι το τέλος. Απολαμβάνω τις κηδείες. Βγάζω τη γλώσσα μου σε κάθε ψευτοπαρηγόρια. Όλα είναι μάταια σύμ­φωνοι. Τίποτε δεν αντέχει. Είμαστε εκτρώματα ενός διεστραμμέ­νου νου. Καταδικασμένοι να μη γνωρίζουμε ποτέ την αλήθεια. Καταδικασμένοι να μην αντικρύσουμε ποτέ χ' αληθινό μας πρόσω­πο. Ο εαυτός μας διαλύεται ανάμεσα στις διαδοχικές μας μεταμορ­φώσεις. Το καρναβάλι της φρίκης. Ο πόνος της ύπαρξης. Ποια δύναμη αγαθοποιός θα καταδίκαζε έτσι τα πλάσματα που υποτίθε­ται ότι από αγάπη έπλασε; Πόνος, επιθυμίες, όνειρα, κενό που γεμίζουμε με ασχολίες που βαφτίζουμε απαραίτητες. Μονομανίες τα "πρέπει" εγλωβίζουν τις επιθυμίες μας, που όσες πραγματοποι­ούνται αποδεικνύονται κενότερες κι απ' τα όνειρά μας. Ζήσαμε; Πότε; Γιατί; Τι καταλάβαμε; Προσφέραμε; Και λοιπόν; Όταν όλα θά 'χουν χαθεί ποιος θα θυμάται την αιώνια μας μνήμη;
Ξανάρχισα να κοιτώ γύρω μου να κυκλοφορώ χωρίς το IX μου. Στον ηλεκτρικό τέσσερις κοπελιές γύρω στα δεκάξι πήγαιναν για μπάνιο. Πρωτοφόρεσαν τα κοντομάνικα μπλουζιά και στο λαιμό ξεχώριζε το κορδόνι απ' το μπανιερό τους. Φλυαρούσαν πρόσχα­ρα. Η πιο ψηλή, που σαν την πρωταντίκρυζες σου φάνταζε ασή- μάντη κι ασχημούλα, ήταν φανερό πως δέσποζε στη συντροφιά, είχε ένα χαμόγελο συγκαταβατικό και τα μικρά της μάτια φωτίζο­νταν παράξενα. Τα σπυράκια στο πρόσωπο της και τα τσουλούφια στο μέτωπο έκρυβαν μιαν αρμονία στα χαρακτηριστικά. Θα στηνό­ταν γοητευτική γυναίκα. Η άλλη, η μικρότερη, ήταν όμορφη με γαλανά λαμπερά εκφραστικά μάτια που καθρέφτιζαν αθωότητα, άψογο δέρμα και σγουρά ξανθοκάστανα μαλλιά κοιτούσε εκστατι­κά τη μεγάλη της φιλενάδα και πότε πότε κρυφοκοίταζε στ' άλλο βαγόνι σίγουρα κάποιο αγόρι χαμογελώντας πονηρά. Ήταν σ' αυτή την τρελή ηλικία που θεοποιεί τους άλλους και ταπεινώνει τον ίδιο της τον εαυτό. Τώρα πια είμαι σίγουρος πως κανείς δεν αξίζει τον κόπο. Τώρα που μπορώ και τους βλέπω απ' το ύψος της γνώσης που φέρνουν τα χρόνια. Μα κείνη ακόμη δε μπορεί να εκτιμήσει πόσο όμορφη είναι πόσο πολύτιμα είναι, γι' αυτούς τα 16 της χρόνια, πόσο ακριβά θα πληρώσει γι' αυτή της την άγνοια. Κανείς δε μπορεί να ζήσει μέσα απ' τα λόγια κάποιου άλλου. Οι άλλες δυο της συντροφιάς ήταν προστατευμένες απ' την ασχήμια τους, μια ασχήμια τόσο φανταχτερή που δε χαλούσε το κέφι τους. Φαινόταν να μην έχουν συναίσθηση της διαφοράς τους με τις άλλες και γελούσαν και —πράγμα τρελό— το γέλιο αντί να τους χαρίζει συμπάθεια ασχήμιζε ακόμη πιο πολύ τα πρόσωπά τους. Στο κάθισμα μια άλλη ακουμπούσε το κεφάλι της στον τοίχο κου­ρασμένη, δυστυχισμένη. Πρωί πρωί δεν εξηγείται και με τέτοια συντροφιά τόσο μόνη. Δε μπορούσα να διαπεράσω το πέπλο μυστηρίου που τη σκέπαζε. Δεν ήξερα τη μορφή της για να μπορώ να τη διαβάσω. Ήταν οπλισμένη με τη μάσκα της αδιαφορίας.
Μια γύφτισσα μπήκε θρηνώντας για την άρρωστη κόρη της κι απαιτώντας ελεημοσύνη. Ήτανε τόσο εκφραστική η ηθοποιία της που δίκαια έδρεψε τα φιλοδωρήματα. Είναι αποδοτικό επάγγελμα η ζητιανιά λένε. Κι η Αθήνα έχει πλημμυρίσει με ζητιάνους επαγ­γελματίες.
Στο γιουσουρούμ στο Μοναστηράκι ανακάλυψα και την εισαγό­μενη ζητιανιά του τουρισμού. Υπαίθρια συναυλία από νέους του­ρίστες και στα πεζοδρόμια απλωμένα τα φτηνοκοσμήματα νέων παιδιών που μοιάζουν με τουρίστες. Αυτά τα παιδιά τα επαναστα­τημένα, καθισμένα κατάχαμα, κακοντυμένα κι αχτένιστα, που σίγουρα έχουν διαβάσει το Μαρξ και περιφρονούν τις ηθικές αξίες, τα συμπονώ μα δεν τα καταλαβαίνω. Δίπλα τους πρόσφυγες από τον Πόντο και την Πολωνία ξεπουλούν όσο όσο είδη οικια­κής χρήσης, την προίκα τους απ' την κατάρρευση του Κομμουνιστικού Παράδεισου. Η σεμνότητα στα μάτια τους ξαφ­νιάζει. Δεν καταλαβαίνουν από παζάρια, δεν είναι έμποροι, προ­σπαθούν να βρουν μια θέση στον ήλιο, να επιβιώσουν δίπλα ακριβώς στα επαναστατημένα παιδιά με τις ηλεκτρονικές κιθάρες και τα χαϊμαλιά, τα πατσουλιά και τα ινδικά μαντήλια που κλο­τσούν ότι οι άλλοι εύχονται ν' αποκτήσουν.
Στο γιουσουρούμ ξεπουλιέται η ίδια μας η περηφάνεια για γρα­φικότητα. Παλιά παπούτσια πλάι σε κοσμήματα και γουναρικά, χάλκινα τετζερέδια και ασημικά δίπλα σε ρούχα της πεντάρας. Παλιοί δίσκοι κι άχρηστα βιβλία κι ένα πλήθος που σίγουρα δεν ξέρει τι γυρεύει πέρα απ' τη μεγάλη ευκαιρία που θ' αλαφρώσει σίγουρα την τσέπη του. Εγώ πάντως βρήκα τον ήλιο κι έναν ευχά­ριστο περίπατο.
Θυμήθηκα μια συγκέντρωση στο σπίτι της Σοφίας. Γυναικοκουβέντες. Περί πολιτικής ο λόγος. Σε όλα τα καθωσπρέ­πει αστικά σπίτια μιλάνε για πολιτική. Ανάμεσα στο κρασάκι, τη μπυρίτσα, την πίτσα, τη σπανακόπιτα, το ουίσκι, την κόκα κόλα. Η πολιτική ταιριάζει με όλα, φοριέται πολύ, παθιάζει, κρατά σ' ενδια­φέρον και την πιο ετερόκλητη συντροφιά. Όλοι νιώθουν μεσσίες, ρητορεύουν, χειρονομούν, βγάζουν αποφθέγματα, αφορισμούς, εξορκίζουν, εξοργίζουν, καλαμπουρίζουν. Κι η ανθρωπότητα πάει κατά διαόλου.
Φτιάξε τον άνθρωπο και το σύστημα θα διορθωθεί.
Το σύστημα θα διορθώσει τον άνθρωπο.
Βρήκαν πετρέλαια στη Σιβηρία.
Μιλούν οι καραγκιόζηδες οι Αμερικάνοι για βαρβάρους, μιλούν κι οι Σοβιετικοί για ανθρώπινα δικαιώματα. Από πότε;
Η Τουρκία κάτι μαγειρεύει.
Παντού και πάντα η ΕΟΚ.
Από εφορία πώς πάτε;
Είναι δυνατόν;
Στην Ελλάδα τίποτε δε θα πάει μπροστά.
Εγώ όπως πάντα σωπαίνω. Οι γυναίκες μιλούν για φεμινισμό, όπως παλιότερα μιλούσαν για τη μόδα. Σερβίρουν στους άντρες τους τα πιάτα, μπουκώνουν τα μωρά και μιλούν για ισότητα. Η γιαγιά απ' τη γωνιά της χαμογελά ειρωνικά, έτσι που δείχνει τις μασέλες της. Χαμογελά ή απλούστατα ο οδοντογιατρός της την έκανε να δείχνει έτσι. Οι νεαρότερες βάλλουν εναντίον της.
Φταίνε οι μανάδες των αντρών μας για τα χάλια τους. Εμείς τι να κάνουμε; Να τους χωρίσουμε, έτσι κακομαθημένους που μας τους παράδωσαν;
Να δούμε τους γιους σας! χαμογελά η γριά με τη μασέλα.
  Χρόνια πολλά τσουγκρίζουν τα ποτήρια. Η μαμά είναι μόνο πενήντα. Παράξενο. Πάντα την έβλεπα γριά Πάντα γριά τη θυμά­μαι και βλέπεις άλλες στην ηλικία της να γυρεύουν κοκό. Λοιπόν υπάρχουν και άνθρωποι χωρίς ηλικία. Καλό αυτό, να μην παραιτεί­σαι έτσι εύκολα απ' τη ζωή.
Η ζωή σ' αναγκάζει να παροπλιστείς, συλλογιέται η γριά με το χαμόγελο της μασέλας. Τριάντα χρονών έχασα τον άντρα μου. Έναν άντρα που μ' είχε βάζο πολυτελείας στο σπιτικό του, με τις γούνες, κοσμήματα, λούσα, υπηρέτριες και σαν έφυγε άξαφνα μονοημερίς ζώστηκα απ' τη μέρα της κηδείας, αφεντικό στη δου­λειά για να ζήσω τα τρία του μυξιάρικα. Δε ζήλεψα τον έρωτα. Γιατί θυσιάστηκα; Μα η ζωή μου τούτη η καινούρια μ' άρεσε πιό­τερο απ' την παλιά είχε κάποιο νόημα μιαν ουσία Παράδωσα στα παιδιά μου πιο πολλά απ' όσα μ' άφησε ο μακαρίτης. Και είμαι περήφανη. Αυτοί τώρα το βρίσκουν φυσικό πως όλα ήλθαν έτσι. Μπορούσα ν' ακούω τη σκέψη της. Μπορούσα να καταλάβω τη σιωπή της.
Δε λογαριάζεται φεμινίστρια να μη δουλεύει, είπε η λιγνή με τη μεγάλη μύτη και τους χαλκάδες στ' αυτιά.
  Η οικονομική ανεξαρτησία είναι το παν, συμφώνησε κι η κοντόχοντρη με τα βραχιόλια να κουδουνίζουν στα χέρια της.
Τα παιδιά αληθινή σκλαβιά, είπε η κουρασμένη κουλτουριάρα Ήταν ανύπαντρη κι η σκέψη μόνο των παιδιών της έφερνε κόπο. Όταν έχεις τόσα σημαντικά να δώσεις στην κοινωνία τα παιδιά είναι ένα βάρος.
Η κοινωνία φταίει, η κοινωνία είπε η εργαζόμενη μαμά. Ούτε ένας παιδικός σταθμός, τι φρίκη!
Φανταστείτε στην ουρά περίμενα να πληρώσω τη ΔΕΗ ήταν και κάποια γυναίκα μ' ένα μωρό στην αγκαλιά. Έκανε να περάσει μπρος και τι της φώναξε ένα γαϊδούρι; "Σα δε ντρέπεστε που κου­βαλάτε τα μωρά για να μας παίρνετε τη σειρά". Και γυρνάει και του λέει "Αμ δεν τό 'ξερα ν' αφήσω σένα να το φυλάς". Όλες γέλα­σαν ακόμη κι η γριά με τη μασέλα
  Μα έχει γίνει φοβερό αυτό με τις ουρές συνέχισε η χοντρή. Όπου κι αν πας ουρά θα δεις. Στην τράπεζα, στο σούπερ μάρκετ, στον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ. Κι ακούστε λοιπόν θράσος τις προάλλες στον ΟΤΕ φίσκα κόσμος, δυο ταμίες μόνο κι έρχεται ένας γαλονάς της αστυνομίας θρονιάζεται πίσω απ' τον κεσέ, του παραγγέλνουν καφεδάκι κι ακούστε θράσος, σηκώνεται ο ταμίας απ' τη θέση του και πάει δίπλα του να τον εξυπηρετήσει.
Και κανείς δε διαμαρτυρήθηκε; ρώτησε η λιγνή.
  Όχι, όχι, φώναξε κάποιος μαλλιάς. Ντροπή εδώ υπάρχουν γέροι και γυναίκες με μωρά
  Θα τον καλέσουν σε λιγάκι στην ασφάλεια για καφεδάκι, πετάχτηκε η διανοούμενη.
Πάντως αμέσως έβαλαν και τρίτο ταμία.
Η γριά με τη μασέλα συνέχιζε να χαμογελά παροπλισμένη. Επιζούσε και σκεπτόταν. Κι εγώ με τις σκέψεις της ταξίδευα εκεί που ποτέ δεν είχα ξαναπάει.

Απόσπασμα 11η συνέχεια από "Ονείρου απατηλότερα"




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης