Η θεία Παρθένα

         
Η ΘΕΙΑ ΠΑΡΘΕΝΑ

"Εξατομικεύεις; μου είπε η Ρένα Μόνο όταν λυτρώνεσαι μπο­ρείς να εκτιμήσεις σωστά Όπως τώρα που η θεία Παρθένα είναι πια νεκρή. Όταν γεννήθηκα η θεία Παρθένα θά 'χε περάσει τα πενήντα. Θα μπορούσε λοιπόν νά 'ναι γιαγιά μου. Οι πρώτες μου αναμνήσεις απ' αυτήν είναι καλοκαιρινές. Πήγαινα στο ερειπωμένο σπίτι τους να παίξω στην κάναβα, τις μέρες που δεν πηγαίναμε για μπάνιο, κι η κάναβα μου φαινόταν τόπος στοιχιωμένος με τα πατη­τήρια, τους ληνούς και τα "περιστεράκια" που κολλούσαν στο θόλο. Ονειροπολούσα με τις ώρες πλάθοντας παραμύθια για κάστρα και πριγκηπόπουλα μέχρι που σήμαινε η καμπάνα μεσημέ­ρι.
Στο σπίτι τότε ζούσαν δύο θείες. Η θεία Παρθένα και η μαμά της, μια σκεβρωμένη ξερακιανή γριούλα με μαύρα ρούχα και τσε­μπέρι, που αν και ήταν αδελφή της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου και θά 'θελα να την πω "γιαγιά", αφού γιαγιά δε γνώρισα, μ' είχαν ορμηνεύσει να τη λέω κι αυτή "θεία": η θεία Πόπη που συνέχεια μοιρολογούσε την πεθαμένη πρωτοκόρη της, την Αγάπη. Το σπίτι ήταν απαγορευμένο για τα παιδικά μου βήματα. Τα παράθυρα ήταν μόνιμα κλειστά κι όποτε πηγαίναμε για επίσκεψη οικογενειακά με τρόμαζαν οι ρωγμές απ' το σεισμό στους τοίχους και τα σανίδια απ' το πάτωμα που παράπαιαν στο κάθε βήμα. Καθόμουν σιωπηλή κι άκουγα τους θρήνους της γριάς για τα περασμένα μεγαλεία και τα παράπονα της νεότερης για τις ιδιοτροπίες της "μαμάς" ανακα­τεμένα με τις ευχές της για την καλοσύνη του μπαμπά που δεν ήταν γι' αυτήν ξάδελφος, αλλά αδελφός. "Έχουμε κι εμείς άλλο κανένα στον κόσμο;" ήταν πάντα η κατακλείδα της συζήτησης. Έβαζα το σοκολατάκι που με κερνούσαν στην τσέπη για να το πετάξουμε μετά —μου είχαν πει ότι ήταν χαλασμένο και πράγματι όποτε το δοκίμαζα είχε ξεθωριασμένο χρώμα και γεύση ταγγή— και βιαζόμουν να βγω στην αυλή για ν' ανασάνω λεύτερα. Ένα άλλο στοιχείο που μ' εντυπωσίαζε ήταν τ' ότι ενώ εμείς καθημερινά πηγαίναμε ένα μεζέ απ' το φαγητό μας στις θείες -συχνά με περιπέτειες, όταν είχαν μανταλώσει την εξώπορτα για το μεσημε­ριανό τους ύπνο κι έπρεπε να πηδάω to μαντρότοιχο για να εισπράξω με τις κοινοτυπίες "Μα δεν ήταν ανάγκη, εμείς φάγαμε. Πες στο μπαμπά ότι ευχαριστούμε" και το σοκολατάκι που, από ευγένεια έπρεπε να δεχθώ, αλλ' απαραιτήτως να πετάξω,— μου είχαν κατηγορηματικά απαγορεύσει να δοκιμάζω από τα σκορδομακάρονα ή τους ψευτοκεφτέδες, που συνήθως μαγείρευαν εκεί­νες, αν και μου επιτρεπόταν να δοκιμάζω ό,τι μου πρόσφεραν, χόρτα ή πατάτες τηγανητές, σε σπίτια λιγότερο συγγενικά στο φτωχικό τότε χωριό μας. Τότε δεν καταλάβαινα αν και τα σκορδομακάρονα ήταν χαλασμένα ή αν η ένδεια ήταν τόση που να μην επιτρέπει να δεχθώ ούτε και μια μπουκιά απ' το φαΐ τους, αλλά δε θυμάμαι και να μου πρότειναν ποτέ να μου κάνουν το τραπέζι. Αργότερα η μαμά μου είπε ότι μια μόνο φορά τότε που επισκευά­ζαμε το σπίτι μας, παρακάλεσε τη θεία Παρθένα να της βράσει ένα πακέτο μακαρόνια κι εκείνη κατηγορηματικά αρνήθηκε. "Δε μπορώ να βάζω το σπίτι μας σε τέτοιους μπελάδες!" είχε απαντήσει.
Κάποιες φορές που ήταν στο καλό της φεγγάρι τη θυμάμαι να μου ιστορεί παραμύθια για λάμιες και νεράιδες κι εμπόρους που πήγαιναν στην Πόλη για να φέρουν στις θυγατέρες τους παράθυ­ρα διαμαντένια μαργαριταρένια και χρυσά.
Η θεία ήταν πάντα δεσποινίς. Από επιλογή αφού κανείς δεν βρέθηκε αρκετά καλός για κείνη. Οι γραμματικές της γνώσεις έφθαναν ίσα στην υπογραφή της και στο να γράψει την απαραίτη­τη λιγόλογη, ανορθόγραφη καρτούλα στις γιορτές των συγγενών και το "Ευχαριστώ, ο Θεός να σας έχει πάντα καλά να με φροντί­ζετε, το ορφανό" όποτε λάβαινε έμβασμα Η θεωρία της ήταν ότι τα γράμματα δεν ήταν απαραίτητα στις κοπέλες της καλής κοινω­νίας. Μόνο λίγο πιάνο και ζωγραφική έπρεπε να μαθαίνουν. Εκείνη ούτε κι αυτά δεν είχε μάθει γιατί "το καημένο, είχε πάθει αδενοπάθεια μικρό" και της είχε μείνει η ευαισθησία. Πάντα έπρε­πε να φυλάγεται.
Τα γράμματα ήταν αντρικές υποθέσεις, ενώ το νοικοκυριό ήταν για τις δούλες. Εκείνη είχε γεννηθεί για ν' απολαμβάνει τις προ­σφορές, που οι υπόλοιποι έπρεπε να καταθέτουν στην αναμφι­σβήτητη ανωτερότητα της γενιάς της. Λίγο πριν πεθάνει η μαμά της, ο μπαμπάς φρόντισε να τους βγάλουν με μέσον μια σύνταξη ΟΓΑ, αν και η μόνη τους σχέση με τις αγροτικές ασχολίες ήταν το ετήσιο φύτεμα κάποιου βασιλικού, γεγονός που έφερε την καημέ­νη τη θεία Παρθένα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, όταν παίρνο­ντας το βιβλιάριο του ΟΓΑ, ο υπάλληλος τη ρώτησε, πόσων χρό­νων είναι. Μια ζωή μετά, βλαστημούσε τις γυναίκες που βεβαίω­σαν την ηλικία του ληξιαρχείου. "Οι παλιογυναίκες, δε ντράπηκαν να με συκοφαντούν. Αυτό το επίδομα δίνεται μόνο για τις χήρες και τα ορφανά, όπως εμείς. Γι' αυτό μας τό 'δωσαν. Ήταν δικαιού­μενο. Κι αυτές οι παλιογυναίκες να λένε ότι εγώ είμαι 65 χρόνων! Όμως τι περιμένεις από χωρικούς; Ήλθαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι".
Η θεία Πόπη πέθανε, όταν εγώ πήγαινα ακόμη στο δημοτικό. Θυμάμαι ακόμη τα υστερικά κλάματα της θείας Παρθένας όταν πήγαμε να την επισκεφθούμε κείνο το πρώτο Πάσχα του πένθους στο χωριό. Είχε κρεμαστεί απ' το λαιμό του μπαμπά, χτυπιόταν και φώναζε ότι τώρα πια μόνο αυτός ήταν ο προστάτης της. Ήξερα ότι πάντα ο μπαμπάς της έδινε λεφτά —το ποσόν ήταν μια από τις αιτίες τσακωμού με τη μαμά μου— τώρα όμως κι οι δυο της πρότει­ναν αν θέλει να μένει μόνιμα στο σπίτι μας που είχε ηλεκτρικό, τηλέφωνο κι όλες τις σύγχρονες ανέσεις, έτσι κι αλλιώς εμείς μόνο το καλοκαίρι ερχόμαστε, αλλά εκείνη το πήρε προσβολή "Μα τι λές, Παύλο μου! Είναι λογικό; Σα μα μην έχουμε τα σπίτια μας; Και τι θα γίνουν τα έπιπλά μας; Ξέρεις πόσο στοιχίζουν τέτοια παλαιικά πράγματα;"
Συνέχιζε να ζει στο σπίτι της, μόνη, κλεισμένη στον κόσμο της κι η επαφή της με την πραγματικότητα περιοριζόταν στην εκκλησιά και την καθημερινή έξοδο για το ψωμί ή το μπακάλη. Το αυτοκίνη­το τη ζάλιζε και θεωρούσε υπερβολική ταλαιπωρία το να πάει μέχρι το διπλανό χωριό. Αν τα υπόλοιπα ξαδέλφια της επιθυμού­σαν να τη δουν θά 'πρεπε κείνα να την επισκεφθούν, εκείνη ήταν "εμπαθής" κι ευαίσθητη "Γιατί άραγε, έχανε τον κόσμο με το που έμπαινε στο αυτοκίνητο!" Τα υπόλοιπα ξαδέλφια την επισκεπτόντουσαν, όποτε κατέβαιναν στο χωριό για κανένα πανηγύρι. Οι συγγενείς ήταν οι μόνοι άνθρωποι από τους οποίους δεχόταν οικονομική βοήθεια. Κάποια Χριστούγεννα που ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου είχε την έμπνευση να της προσφέρει ένα ποσόν, τον πέταξε έξω με τις κλοτσιές. "Ο αλήτης! Για ποια με πέρασε; Για ζητιάνα; Εμένα μου τα ευλογεί η Παναγιά. Τίποτε δε μου λείπει. Κι έχουμε και το σπίτι μας και τα έπιπλα, που είναι αξίας".
Στο χωριό ψιθυριζόταν ολόκληρη μυθολογία για το σπίτι με τα κλειστά πορτοπαράθυρα. Όλοι φανταζόντουσαν ότι έκρυβε θησαυρούς κι εκείνη κυκλοφορούσε πάντα με μιαν αρμαθιά βαριά κλειδιά για ν' αποδεικνύει την κατοχή τους. Αγόραζε μεγάλες ποσότητες τροφίμων κι όταν τη ρωτούσαν καλοπροαίρετα τι θα τα κάνει τόσα, αφού ούτε ψυγείο δεν είχε, θύμωνε και τους έβαζε στη θέση τους, "τους παλιανθρώπους" απαντώντας, ότι επειδή έχει πολλές δουλειές δεν έχει καιρό να βγαίνει τακτικά για ψώνια. Οι πολλές δουλειές ήταν τα γατάκια που τη συντρόφευαν, πέντ' έξι, που τα γνώριζε και τα ονομάτιζε στοργικά και το καθημερινό ξεσκόνισμα των επίπλων απ' τους σοβάδες που έβρεχε το ταβάνι.
Ο πατέρας μου πέθανε πριν κλείσει τα 65, τη χρονιά που θά 'βγαίνε σε σύνταξη. Η θεία μας έστειλε ένα τυπικό συλλυπητήριο γράμμα κι όταν πήγαμε το επόμενο καλοκαίρι στο χωριό, μας έκανε την τυπική συλλυπητήρια επίσκεψη σα νά 'ταν ξένη και μεις απλά συνεχίσαμε την παράδοση προσφοράς του καθημερινού μεζέ απ' το τραπέζι μας και της οικονομικής ενίσχυσης σα να μην πέθανε ποτέ εκείνος. Ήμουν ήδη παντρεμένη με δυο παιδιά Τη συμπαθούσα Παραδεχόμουν την εμμονή στον παραλογισμό της, σεβόμουν την τυπολατρεία της. "Μα δεν ήταν ανάγκη!", έλεγε κάθε φορά, ενώ ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν και μεγάλη ανάγκη. Διασκέδαζα με τις απόψεις της. "Ε, ευτυχώς που αυτές κάνουνε κόρες, για νά 'χουμε εμείς τα δουλικά" σχολίαζε τη γέννηση της τρίτης κόρης μιας συγχωριανός που κάποτε ήταν υπηρέτρια, αλλά τώρα με τον τουρισμό είχε δικό της ξενοδοχείο. Δεν είχε ηλικία. "Δεν είμαστε βέβαια παιδιά" έλεγε, αλλ' ήταν βέβαια μικρότερη απ' τη μαμά μου, που αν και 25 χρόνια νεότερη είχε εγγόνια. "Θυμάσαι, μου έλεγε, την Ειρήνη του Τζανιού;" μιλώντας μου γι' ανθρώπους που είχαν πεθάνει πριν να γεννηθώ. "Μα πώς δεν τη θυμάσαι;" απορούσε. Δε μπορούσα να διακρίνω πού έπαιζε το θέατρο και τι καταλάβαινε για πραγματικό. Ήταν μια γραφική φιγούρα που με προβλημάτιζε φιλοσοφικά πάνω στις έννοιες του αληθινού και του φανταστικού στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Από 'κεί κι έπειτα είχα τα παιδιά μου και το σπίτι μου, τη δουλειά μου και τις ασχολίες μου, τη δική μου ζωή στην οποία η θεία δεν ήταν παρά μια φιγούρα στο περιθώριο.
Τα προβλήματα άρχισαν όταν το φωτιστικό πετρέλαιο έπαψε να πουλιέται στο μπακάλη. Αυτή ήταν συνταρακτική αλλαγή για τη θεία. Ήταν ύβρις. Δε μπορούσε να εξασφαλίσει πετρέλαιο για τη λάμπα της. Είχε προσαρμοστεί δύσκολα στο πετρογκάζ απ' την γκαζιέρα, αλλά αρνιόταν πεισματικά ν' αποδεχθεί το φωτιστικό γκαζάκι που την τρόμαζε. Αναγκαστήκαμε να της φέρνουμε από την Αθήνα πετρέλαιο, αφού αρνιόταν τη λύση του να μετοικήσει στο δικό μας σπίτι κι έμενε γαντζωμένη στην ιεροτελεστία της αφής της λάμπας.
Κείνος ο χειμώνας ήταν βαρύς. Μας τηλεφώνησαν κάποιοι γεί­τονες ότι η θεία είναι άρρωστη και μας ζητάει. Η μαμά πήγε με το αεροπλάνο και την έφερε σε κακό χάλι. Η ιατρική μου ιδιότητα με ανάγκασε να επωμιστώ την ευθύνη. Κανείς δεν ξέρει πόσες μέρες είχε μείνει κλεισμένη στο σπίτι. Πονούσε φρικτά στην κοιλιά κι οι γιατροί φοβόντουσαν ότι το μόρφωμα που ψηλαφούσαν μπορεί να είναι κακοήθης όγκος. Ήταν τρομοκρατημένη απ' την εισβολή των νέων παραστάσεων στη ζωή της. Στα 85 της πρωτόμπαινε σε αεροπλάνο, συνέχεια στ' αυτοκίνητα που τη ζάλιζαν και σ' ένα τόπο εχθρικό όπως το νοσοκομείο, όπου όλοι αντί να της ανακου­φίζουν τον πόνο, τη ζουλούσαν εδώ και 'κεί, κάνοντάς τη να πονεί ακόμη περισσότερο. Ήμουν η μόνη της παρηγοριά. Με ήθελε παντού μαζί της και όντας γιατρός, μπορούσα να παρίσταμαι σε κάθε εξέταση και να την κανακεύω.
"Κοντά μου, Ρένα" έλεγε σφίγγοντάς μου το χέρι και απειλούσε "0 μπαμπάς σου σε βλέπει". Το τρομοκρατημένο βλέμμα της με συγκινούσε, ενώ η τελευταία παρατήρηση με ενοχλούσε. Της συμπαραστεκόμουν μόνο και μόνο γιατί δεν υπήρχε άλλος γι' αυτή τη δουλειά, όπως θα τάιζα ένα πεινασμένο σκυλί, όπως θα βοηθούσα μια γριά να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο και το φάντασμα του πατέρα μου δεν είχε να κάνει τίποτε με αυτή την ιστορία. Εκείνη όμως άρχισε να θυμάται ότι η μαμά της ήταν τόσο αγαπημένη με την αδελφή της, τη γιαγιά μου, που έχω και τ' όνομά της κι ήταν αγία γυναίκα, και που με τον μπαμπά μου εκείνη ήταν σαν αδέλφια και μοιραζόντουσαν μέχρι και τη μπουκιά το ψωμί και άλλες τέτοιες ιστορίες, που μου φαινόντουσαν τόσο αληθινές, όσο και τα παραμύθια για τα μαργαριταρένια παράθυρα Θυμόμουν ότι ο πατέρας μου πολλές φορές είχε τσακωθεί μαζί της, χωρίς φυσικά να ξέρω τις αιτίες, πάντα η μαμά την κατηγο­ρούσε για υποκρισία κι αχαριστία και είχα βρει γράμματα του παπού μου, που μιλούσαν για κάποια χωράφια που η "αγαπημένη αδελφή" είχε σφετεριστεί απ' την περιουσία της γιαγιάς, την εποχή που εκείνοι ζούσαν στο εξωτερικό.
Τελικά όλα εξελίχθηκαν ευνοϊκά σε κείνη την πρώτη περιπέτεια. Ο όγκος δεν ήταν παρά κόπρανα, που είχαν μαζευτεί απ' την ανη- μπόρια της και μετά ένα γενναίο υποκλυσμό η θεία ανάρρωσε. Έμεινε στο σπίτι της μαμάς για λίγο και βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι της, γιατί αγωνιούσε για τα πράγματα και τα γατιά της. Ούτε λόγος να μείνει στο δικό μας σπίτι στο χωριό, όπου τουλάχιστον θα μπορούσαμε να της τηλεφωνούμε. Δεν ήθελε ν' αναλάβει την ευθύνη ενός "ξένου" σπιτιού και δεν ήξερε να μιλήσει στο ακου­στικό.
Το επόμενο καλοκαίρι τα πράγματα ξαναβρήκαν την απόσταση ασφαλείας. Ήμουν ξανά μια από τις ανιψιές της, δε θυμόταν τίπο­τε απ' την περιπέτεια του χειμώνα κι άρχισε να συζητά για κάποιες προτάσεις γάμου, που της γινόντουσαν, προφανώς από κάποιους κακοήθεις που έπαιζαν με τις επιθυμίες της. "Γιατί, Ρένα μου, κοπέλα είμαι, δεν είμαι και παιδάκι και το σπίτι μου το έχω. Ο κύριος Γιώργος μ' αγαπά και θέλει να με πάρει."
"Εντάξει, θεία, της έλεγα βαριεστημένα Αν θέλει, ας σε ζητήσει επίσημα. Δεν είσαι μόνη, έχεις οικογένεια και συγγενείς. Έτσι γίνεται στους καθώς πρέπει ανθρώπους".
Συμφωνούσε και το θέμα έληγε, για λίγες μέρες, μέχρι να το ξαναθυμηθεί με κάποιαν αφορμή. Η ηλικία της συρρικνωνόταν χρόνο το χρόνο. Πρώτα είχε την ηλικία της μαμάς μου. Όσο τα παιδιά μου μεγάλωναν, εκείνη γινόταν μικρότερη κι από μένα, αφού εκείνη ήταν ακόμη ανύπαντρη.
Ήταν φθινόπωρο όταν μας τηλεφώνησαν τρομοκρατημένοι οι συγχωριανοί. Τούτη τη φορά ήταν κάτι το πρωτόφαντο. Η θεία
Παρθένα βρέθηκε ετοιμοθάνατη, βιασμένη από ένα νεαρό συγχω­ριανό, που όπως αποδείχθηκε το είχε ξανακάνει σε πολλές γιαγιά­δες στο χωριό, μα που όλες ντρέπονταν να το ομολογήσουν. Ο νεαρός συνελήφθη χάρη στην παρατηρητικότητα ενός παραθερι­στή συνταξιούχου αστυνομικού, που έδειξε στο χωροφύλακα τον αναπτήρα του δράστη στο δωμάτιο της θείας και σχεδόν με το ζόρι οδήγησε το "όργανον" στο σπίτι του νεαρού, όπου βρήκαν και τα ματωμένα ρούχα του.
Τη μεταφέραμε με το αεροπλάνο ξανά, τούτη τη φορά στο φορείο μ' ένα κεφάλι πρησμένο σαν καρπούζι και τα δημοσιεύμα­τα των εφημερίδων κι οι δημοσιογράφοι που πηγαινοέρχονταν στο νοσοκομείο ξυπνούσαν τη συμπάθεια στο προσωπικό του νοσοκομείου, μερικές φορές και τα ειρωνικά σχόλια "Τουλάχιστον το ευχαριστήθηκε;" Η θεία Παρθένα θυμόταν μόνο τις ανήθικες προτάσεις. Η ιατροδικαστική έκθεση μιλούσε για μετ' αγριότητας βιασμόν κατά φύσιν και παρά φύσιν, οι γιατροί φοβόντουσαν ρήξη της μήτρας, αλλά η θεία ορκιζόταν ότι είναι ακόμη παρθένα και δυσανασχετούσε όταν οι αδελφές την έπλεναν στοργικά: "Μα Ρένα μου, εγώ είμαι καθαρή. Δες με. Πλένονται μόνο οι κακές γυναίκες. Εγώ δεν είμαι τέτοια".
Η δημοσιότητα και το τραγικό της κατάστασης έκανε πολλούς μακρινούς συγγενείς να την επισκέπτονται, έτσι που το νοσοκο­μείο να μοιάζει τόπος γιορτινός κι εκείνη να χαίρεται που όλοι τόσο την αγαπούν. Τα πρώτα βράδια εναλλάξ κάποιοι βρίσκονταν να της κάνουν συντροφιά. Όσο η κατάσταση της υγείας της βελ­τιωνόταν, όλοι απομακρύνονταν κι εκείνη άρχισε να δυσανασχετεί, έτσι που αναγκαστήκαμε να την πάρει στο σπίτι της η μαμά "Το σπίτι του εξαδέλφου μου είναι δικό μου σπίτι" συνήθιζε να λέει στη μαμά που δυσανασχετούσε, γιατί το σπίτι είχε χτιστεί απο­κλειστικά από τις δικές της οικονομίες. "Η ψυχή του αγαπημένου μου ξαδέλφου σας βλέπει και σας ευλογεί" επαναλάμβανε, όσο η μαμά την άλλαζε και την καθάριζε κι εκείνη απαιτούσε όλο και περισσότερα, ενώ ιστορούσε παραμύθια για τους "ανθρώπους" της στο χωριό που καθημερινά της έφερναν κρέας και ψάρια και στα­φύλια απ' τ' αμπέλια της, γιατί ήταν υποχρεωμένοι, οι φτωχοί άνθρωποι, που τους επέτρεπε έτσι δωρεάν να καλλιεργούν το έχει της. Η αλήθεια ήταν ότι ο πατέρας της είχε χάσει όλη του την περιουσία στα χαρτιά, κάποιες στιγμές που το θυμόταν βλαστημούσε τον έμπορο που του τα είχε "κλέψει" στα χαρτιά, αφού τον βρήκε μεθυσμένο. Δεν ήμουν βέβαιη αν στ' αλήθεια πίστευε ότι εξακολουθούσαν κάποιοι κολήγοι να της φέρνουν πεσκέσι, όπως την εποχή των παιδικών της χρόνων, τώρα που ζούσε μ' εξασφα­λισμένο το καθημερινό φαΐ, ή αν το έλεγε απλά για να υποβαθμίσει τη σημασία της προσφοράς της μαμάς μου, που εκνευριζόταν μ' αυτά τα παραμύθια. Στ' αλήθεια πέρα απ' τη σύνταξη του ΟΓΑ και την ελεημοσύνη των συγγενών δεν είχε παρά το ερείπιο που κατοικούσε και κάποιο χωράφι, που γλίτωσε απ' το τζόγο του γέρου, γιατί ήταν χέρσο.
Περίπου μετά ένα μήνα έπαθε την πρώτη κρίση μετατραυματικής επιληψίας. Έτυχε νά 'ναι παραμονή των εκλογών, στο εφημερεύον νοσοκομείο την έβαλαν σ' ένα θάλαμο με 30 κρεβάτια —έφευγα το άλλο πρωί να ψηφίσω στο χωριό του άντρα μου— βάλαμε το βράδυ αποκλειστική να την προσέχει κι όταν γύρισα το επόμενο απόγευμα, έχοντας διανύσει αυθημερόν 500 χιλιόμετρα, γιατί είχα την έγνοια της, μ' υποδέχθηκε εξαγριωμένη γι' αυτή την αναιδέ­στατη παλιογυναίκα, που την έγδυσε το βράδυ να την πλύνει μπροστά σε τόσο κόσμο και γιατί την κρατάμε φυλακισμένη στο νοσοκομείο, ενώ αισθάνεται περίφημα; Υπέγραψα για το εξιτήριο, αλλά δεν ξανάγινα η καλή της ανιψιά. Με αντιμετώπιζε μ' εχθρό­τητα και δυσπιστία.
Μετά από ένα μήνα την πήγαμε στο νησί, όπως απαιτούσε "Μια ζωή μόνη μου έμενα. Στο χωριό δεν κάνει κρύο, μόνο στην Αθήνα", αλλά τούτη τη φορά συμφώνησε να μένει στο δικό μου σπίτι, όχι γιατί είχε ηλεκτρικό, θέρμανση και τηλέφωνο, αλλά γιατί στο δικό της αγριευόταν να κοιμάται τη νύχτα μετά την επίθεση του κακούργου.
Δεν είχαν περάσει δεκαπέντε μέρες, όταν μας τηλεφώνησαν ξανά, ότι η θεία έπεσε και μάλλον έσπασε το χέρι της. Ήταν μια μέρα μες το καταχείμωνο, όλα τα πλοία ήταν δεμένα στο λιμάνι, το αεροπλάνο πετούσε πάνω από ένα φουρτουνιασμένο έρημο Αιγαίο κι έφθασα βράδυ στο νησί με την προοπτική να πάρουμε το πρωινό αεροπλάνο για την Αθήνα. Η θεία πονούσε, αλλά λίγο.
"Μάλλον στραμπούληγμα είναι" μου έλεγε, "Κακιά ώρα. Εγώ ήμουνα μια χαρά". Μού 'δίνε μύριες ευχές και για πρώτη φορά άρχισε να λέει: "Εγώ, ό,τι έχω και δεν έχω δικά σας. Ποιον άλλον έχω; Εσένα, που έχεις και το όνομα της αγαπημένης μου θείας. Δικιά σου και η βελόνα που έχω, όταν πεθάνω φυσικά. Ποιον άλλον έχω; Κι ο μπαμπάς σου μου τό 'λεγε: "Άμα εγώ πεθάνω, θά 'χεις τη Ρένα μου". Μόνο να γίνω καλά και θα δεις. Μήπως δε μένω στο σπίτι σου τώρα; Και το δικό μου πια σπίτι δικό σου να το έχεις. Και το κουκούλι του σπίρτου δικό σου. Να πάρε τα κλειδιά του σπιτιού μας, του σπιτιού σου, Ρένα μου, που τόσο μου συμπα­ραστάθηκες".
Άφησα τα κλειδιά κρεμασμένα στον τοίχο του σπιτιού μου. Δε μ' ενδιέφεραν τα μυστικά του ερειπίου της. Είχα κληρονομήσει απ' τον πατέρα μου αρκετή περιουσία στο νησί, που με κούραζε και μόνο η σκέψη της αξιοποίησής της, απεχθανόμουν τις αλλαγές που παραμόρφωναν το νησί των παιδικών μου χρόνων, δεν είχα ανάγκη από μια παραπάνω σκοτούρα, έβγαζα όσα μου χρειαζόντουσαν για να ζήσω, δε θα πουλούσα ό,τι κληρονόμησα, μπο­ρούσα ν' αγοράσω ό,τι μου έδινε χαρά. Έκανα ό,τι έκανα γιατί κανείς άλλος δε θα τό 'κανε στη θέση μου. Έδινα γιατί είχα απο­θέματα ευτυχίας απ' τη δική μου ζωή. Δεν το χρωστούσα, δεν ήθελα να μου χρωστούν αυτό που πρόσφερα, δεν ήθελα να είμαι υποχρεωμένη να προσφέρω.
Πήγαμε πρωί πρωί στο αεροδρόμιο, αλλά τ' αεροπλάνο δε φάνηκε. Ήταν πολύ μικρό για να πετάξει σε τέτοια κοσμοχαλασιά. Το βραδινό μάλλον θα ερχόταν, αλλά δε θα χωρούσε όλους τους πρωινούς επιβάτες. Προσπάθησα να εξηγήσω στον υπάλληλο ότι ήμουν γιατρός κι ότι η γιαγιά είχε ένα σπασμένο χέρι, αλλά μου είπαν ότι δε μπορούσαν να μου υποσχεθούν τίποτε κι ότι καλό θά 'ταν να περιμένουμε στο αεροδρόμιο έτσι που να είμαστε πρώτοι στη λίστα αναμονής. Τηλεφώνησα απ' το αεροδρόμιο σε κάθε γνωστό μ' επιρροή, προσπαθώντας να διασφαλίσω την αναχώρησή μας, αλλά φαινόταν αμφίβολη ακόμη και η απογευματινή πτήση, γεγονός που θα συσσώρευε νέο αριθμό επιβατών και για την επόμενη μέρα. Χωρίς πλοίο ή αεροπλάνο, με μια γιαγιά με πονεμένο χέρι, που κρεμόταν απ' το λαιμό της μ' ένα μαντήλι, φυλακισμένη στο νησί ίων ανέμων. Δε θα ξεχάσω ποτέ χην ανα­κούφιση που ένιωσα ακούγοντας το βόμβο του αεροπλάνου που προσγειωνόταν. Μα το αίσθημα ήταν προσωρινό, μεταμορφώθηκε σε αγωνία μέχρις ότου πήρα με συνωμοτικό τρόπο την κάρτα επι­βίβασης για ν' ακούσω την πρώτη αναβολή στην ώρα απογείωσης "λόγω θυελλωδών ανέμων που εξακολουθούν να πνέουν στην περιοχή" και ξέροντας ότι, αν η νύχτα προλάβαινε να πέσει τ' αεροπλάνο δε θα πετούσε, γιατί τ' αεροδρόμιο, τεράστιο, κατάλ­ληλο για ν' απογειώνονται τα βομβαρδιστικά του NATO δεν είχε φώτα, για να μπορεί ν' απογειώσει ένα επιβατηγό σε νυχτερινή πτήση. Θα έπρεπε να ξενυχτήσουμε στο αεροδρόμιο, αν ο πιλό­τος δε βιαζόταν να γυρίσει σπίτι του. Κουνηθήκαμε σα νεσκαφέ φραπέ, η θεία βογγούσε συνέχεια, αφού τ' αεροπλάνο θύμιζε φορτηγό σε καρόδρομο, αλλά τελικά προσγειωθήκαμε στο Ελληνικό. Την πήγα σε φίλο ακτινολόγο —ούτε ν'ακούσει για νοσοκομείο— διαπιστώθηκε το κάταγμα, μετά σε φίλο ορθοπεδικό για το γύψο, που όμως "δεν ήταν καλός άνθρωπος", αφού την πόνεσε και έκανε την απρέπεια να τη ρωτήσει πόσων χρόνων είναι. Σ' όλο το διάστημα που έμενε στο σπίτι της μαμάς με το χέρι στο γύψο δεν έπαυε να επαναλαμβάνει την επιθυμία της να δείξει έμπρακτα την ευγνωμοσύνη της για τις φροντίδες μας και να επι­καλείται τους νεκρούς που κι εκείνοι θα ήθελαν το σπίτι, που έτσι κι αλλιώς καταστρέφεται, να μείνει σε μένα "που έχω και το όνομα της αγαπημένης της θείας". Όλοι έκριναν με τη φωνή της λογικής. "Έτσι κι αλλιώς είμαστε οι μόνοι που τη φροντίζουμε, γιατί στο τέλος να βρεθούν και άλλοι κληρονόμοι;" "Έχεις και παιδιά, συμ­βούλευαν, γιατί να μην τους μείνει κάτι;" Δεν την ήθελα αυτή την κληρονομιά. Πίστευα πάντα ότι ορίζω μόνο ό,τι απόκτησα με τον ιδρώτα του προσώπου μου, ότι έχω δικαίωμα ν' απολαμβάνω μόνο το προϊόν του κόπου μου, ό,τι βρήκα απ' τους γονείς μου ήταν κειμήλια που θά 'πρεπε να παραδοθούν στα παιδιά μου κι από κείνα στα δικά τους παιδιά, σαν αντικείμενα που έχουν σχέση με τη ζωή των προγόνων, που δυσανάγνωστη υπάρχει καταχωρημένη στο κάθε κύτταρο της δικής μας ύπαρξης και προκαλεί για ποικίλες ερμηνείες. Έτσι με βαριά καρδιά πήγα στο συμβολαιογράφο κι η θεία μου έκανε πωλητήριο συμβόλαιο το σπίτι και το χέρσο χωρά­φι, ενώ εγώ κατέθεσα διαθήκη με την οποία υποχρέωνα τους κλη­ρονόμους μου σε περίπτωση θανάτου μου να εξασφαλίσουν στη θεία όσο ζει, τροφή και στέγη.
Δεν είχε ακόμη βγει το γύψο απ' το χέρι της, όταν εμφανίστη­καν κάποιοι διεκδικητές του χωραφιού που είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη του τόσα χρόνια και τώρα αποκτούσε οικοπεδική αξία. Άρχισε ένας δικαστικός μαραθώνιος που το βάρος του έπεσε στους ώμους του άντρα μου. Είχαμε μπει σε φαύλο κύκλο. Πληρώναμε για ν' αποκτήσουμε ό,τι μας ήταν άχρηστο, αλλ' απ' τη στιγμή που πληρώσαμε δε θα μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε τον αγώνα. Στ' αντικείμενα που η θεία πίστευε ότι μας χάρισε, εμείς παλεύαμε για να ανακτήσουμε την κατοχή που αμφισβητείτο μετά τόσων χρόνων αδιαφορία. Για μένα ήταν συγκινητική η αφο­σίωση όλων των γέρων συντοπιτών, που πρόθυμα ερχόντουσαν να μαρτυρήσουν υπέρ μας, μόνο και μόνο γιατί ήμουν κόρη του πατέρα μου. Ήταν ακόμη εξοργιστική η αποκάλυψη της αναποτε­λεσματικότητας της δικαστικής εξουσίας. Όλοι υπονοούσαν ότι μόνο πληρώνοντας τους δικαστές θα ξελασπώναμε, αλλά προτίμη­σα την αργόσυρτη τακτική, αφού τίποτε δε με βίαζε να ξεπουλή­σω, έτσι κι αλλιώς ήταν αντικείμενα που θά 'μεναν για τα παιδιά μου.
Αρχές καλοκαιριού πήγα τη θεία στο νησί ευτυχισμένη, γιατί όλα πήγαν τόσο καλά, αν και βέβαια το χέρι της δεν ήταν εντελώς ίσιο, έφταιγε αυτός ο αγενής γιατρός, που την πήγα, αν και βέβαια έκανα γι' αυτήν ό,τι καλύτερο μπορούσα Το ίδιο καλοκαίρι ο βια­στής αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Κυκλοφορούσε στο χωριό κι άρχιζε να διαφημίζει στα καφενεία ποιες γριές είχε περιποιηθεί, να καυχιέται ότι καμιά δε θα του ξεφύγει και να λέει ότι η θεία μου πάντως ήταν η πιο καλή κι ότι θα την επισκεφθεί ξανά γιατί ήταν η ευνοούμενή του. Κανείς δε βρισκόταν να τον αντικρούσει ή να του σπάσει τα μούτρα —γριές που είχαν πάθει υπήρχαν σ' όλα τα σπίτια του χωριού— αντίθετα όλοι γελούσαν ειρωνικά για τις γεροντικές κατακτήσεις της θεια Παρθένας. Την πήραμε στην Αθήνα το Φθινόπωρο παρά τις αντιρρήσεις της προβάλλοντας την απειλή του "κακούργου". "Μα πώς τον αφήνουν λεύτερο να κυκλοφορεί;" αναρωτιόταν και δίκαια. Ακόμη κι εγώ μέχρι τότε πίστευα ότι η διαδικασία του φόνου ή του βιασμού είναι αυτεπάγ­γελτη, τότε πρωτόμαθα ότι αν δεν πληρώσει το θύμα δικηγόρο, η δικαστική διαδικασία δεν προχωρεί σ' αυτές τις υποθέσεις.
Παραμονή των αγίων Αναργύρων ο βιαστής ξαναχτύπησε. Θύμα τούτη τη φορά μια προσκυνήτρια απ' την Αθήνα που είχε πάει στο χωριό για το πανηγύρι των πολιούχων αγίων. Χήρα με μεγάλα παιδιά μόλις τον είδε τρόμαξε, αλλά γνωρίζοντας τι είχε προηγηθεί με τη θεία μου, του είπε: "Κάνε παιδάκι μου ό,τι θες, μόνο μη με σκοτώσεις". Αυτά που της έκανε είχαν σαν αποτέλεσμα η γιαγιά να πάθει τόσο μεγάλη αιμορραγία που να πεθάνει μετά λίγες μέρες στην Αθήνα. Τα παιδιά της προτίμησαν να μη καταγγείλουν το συμβάν. Δεν θ' ανάσταιναν τη μάνα τους μ' ένα διασυρμό της μνήμης της στο δικαστήριο, όμως το χωριό είχε πανικοβληθεί κι όλοι στράφηκαν σε μένα για να συλληφθεί επιτέλους ο δράστης που κρυβόταν στα γκρεμνά για ν' αποφύγει τη διαδικασία του αυτόφορου. Χρειάστηκε να κινητοποιήσω όλους τους γνωστούς δημοσιογράφους και τις γυναικείες οργανώσεις για να τον συλλά­βουν, χρειάστηκε να πληρώσω δικηγόρους και μάρτυρες για να πετύχω την καταδίκη του. Την ημέρα της δίκης ο χωροφύλακας αρνήθηκε να ταξιδέψει μέχρι τη Σύρο, γιατί είχε λέει φουρτούνα, ενώ η γειτόνισσα που την είχε βρει αιμόφυρτη, χήρα με τρία κορί­τσια, κλαιγόταν ότι δεν είχε τα λεφτά για το εισιτήριο κι έπειτα ποιος της εξασφάλιζε ότι ο βιαστής δε θα την επισκεπτόταν όταν θα έβγαινε από τη φυλακή;
Καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλακή που έγιναν πέντε, αφού διακομίστηκε στις αγροτικές φυλακές. Μετά την αποφυλάκισή του αναζήτησε αλλού πεδίο δράσης. Το νησί τουλάχιστον ησύχασε απ' την έγνοια του.
Η θεία, σαν τ' αποδημητικά, πηγαινοερχόταν το καλοκαίρι στο χωριό και το χειμώνα στην Αθήνα. Όσο ήταν στην Αθήνα γκρί­νιαζε γιατί δεν είχε την εκκλησία της, γιατί έμενε μόνη της στο σπίτι, όταν όλοι φεύγαμε στη δουλειά, —τι την είχαμε, φυλακισμέ­νη;— και όσο ήταν στο χωριό γιατί δε μέναμε περισσότερο καιρό κοντά της, τι συγγενείς είμαστε; Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η βρομιά της. Δεν πλενόταν καθόλου. Ήταν ιατρικό παράδοξο πώς τα μαλλιά της έστεκαν στη θέση της και το δέρμα της δεν είχε καλυφθεί από φλούδες βρομιάς. Περηφανευόταν ότι έτσι ωραία την έκανε ο Θεός και περγελούσε που πλενόμαστε καθημερινά και πασαλειβόμαστε με κρέμες. "Δε βλέπετε εγώ τι ωραίο δέρμα έχω;" έλεγε. Πίστευε ότι τα δόντια της είχαν πέσει από τα χτυπήματα του κακούργου, ενώ τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει από το οινόπνευμα που της έβαζαν οι νοσοκόμες. Φορούσε έντονα χρώματα κι άρχι­σε πάλι να μας ιστορεί για τους υποψήφιους γαμπρούς που την πολιορκούσαν. Γκρίνιαζε για το σπίτι της που εξακολουθούσε να ερειπώνει. Γιατί μου το χάρισε; Θα έπρεπε να το επισκευάσω. Τι συγγενείς είμαστε; Εκείνη είναι ορφανό. Αν δεν επισκευαστεί το σπίτι ποιος θα τη ζητήσει; "Εσύ, Ρένα μου, έχεις τον άντρα σου και τα παιδιά σου. Τι να κάνω εγώ σε μιαν οικογένεια; Αν ήσαστε καλοί συγγενείς θά 'πρεπε να φροντίσετε ν' αποκατασταθώ κι εγώ και να μην είμαι μόνη. Γιατί, τι μου λείπει δηλαδή; Και το σπίτι μου έχω και από καλή οικογένεια είμαι".
Όσο έμενε στο χειμώνα στο σπίτι την αλλάζαμε καθημερινά για να μη βρομάει, αλλά στο νησί το σπίτι μας βρομούσε, αφού κρα­τούσε και το καλοκαίρι τα πορτοπαράθυρα κλειστά και δεν άλλαζε ποτέ ούτε και έπλενε. Όλο το χειμώνα που έμενε στο σπίτι μας με κυνηγούσε από πίσω φλυαρώντας ακατάπαυστα. Ακόμη και τη στιγμή που πήγαινα στην τουαλέτα την άκουγα να φωνάζει "Ρένα, πού είσαι τώρα; Πού θα κάτσουμε τώρα;" Αν τύχαινε ν' αργήσω ή να της φανεί ότι άργησα απ' τη δουλειά ήταν ικανή να κάνει την πιο απίθανη ζημιά, απ' το να σπάσει κάποια γυαλικά, μέχρι το να λερώσει με ακαθαρσίες της όλους τους τοίχους. Έλεγε ότι δεν ανοίγει ποτέ ξένα ντουλάπια ή ξένο ψυγείο, γιατί ήθελε να της προσφέρουμε και το ποτήρι το νερό, δεν άνοιγε ξένα τσουκάλια γιατί ήθελε να τη σερβίρουμε. "Μα σπίτι σου δεν είναι;" της αντέ­τεινα "Όχι, το σπίτι μου είναι στο χωριό. Εδώ είναι το σπίτι της ανιψιάς μου" έλεγε και κάθε χειμώνα βιαζόταν να γυρίσει στο χωριό γιατί φοβόταν ότι οι Αλβανοί θα έκαναν κατοχή στο ακατοί­κητο σπίτι της, ενώ κάθε καλοκαίρι διαμαρτυρόταν γιατί μένει μόνη της στο χωριό, ενώ όλα τα άλλα σπίτια γεμίζουν. Η μόνη δουλειά που την ευχαριστούσε ήταν ν' απλώνει στα καλοριφέρ τα ρούχα και να τα χαϊδεύει έτσι που στο τέλος έμοιαζαν σιδερωμένα
Το σπίτι στην Αθήνα, το ξέρεις, είναι άνετο. Είναι ένα σπίτι που ποτέ δε θα μπορούσε ν' αποκτήσει όσο κι αν δούλευε στη ζωή της. Διώροφο με τις κρεβατοκάμαρες στο ισόγειο, όπου είχε το δικό της δωμάτιο και το σαλόνι στον πρώτο. Όλη μέρα καθόταν στο σαλόνι μόνη και κοιτούσε γύρω της. "Τι σκέπτεσαι, θεία;" τη ρωτούσαμε. "Κουβεντιάζω με τους δικούς μου" έλεγε. "Θες να πας στην εκκλησία; Να σε πάμε σε κανένα συγγενικό σπίτι;" "Το ξέρετε ότι ζαλίζουμαι στο αυτοκίνητο κι η εκκλησία εδώ δεν είναι όπως του χωριού. Όσο για τους συγγενείς, ας έλθουν εκείνοι να με δούνε". Κανείς δεν ερχόταν να τη δει. Κανείς δεν τηλεφωνού­σε να μάθει, αν ζει ή αν πέθανε. Στο χωριό όμως διέδιδε ότι το χειμώνα τη βάζουμε να μένει στο υπόγειο κι ότι εμείς λείπουμε όλη μέρα και διασκεδάζουμε, ενώ εκείνη είναι σα φυλακισμένη και τι της προσφέρουμε; Ένα πιάτο φαΐ. "Όλοι στο χωριό, έλεγε, με παρακαλούν για να με φιλοξενήσουν".
Μέσα σε πέντε χρόνια φθάσαμε στο σημείο να μην ορίζουμε ούτε το σπίτι μας στο χωριό, ούτε τη ζωή μας στην πόλη. Η θεία μας απομυζούσε. Τα παιδιά μεγάλωναν μαζί με τα προβλήματα και τα έξοδά τους. Η ζωή δεν κυλούσε πια τόσο εύκολα κι η κούραση με απειλούσε. Είχα και κάτι προβλήματα τότε με το Σωτήρη. Γυρνούσα απ' τη δουλειά κι έπρεπε ν' ανέχομαι την παρουσία της θείας ακόμη και μέσα στην κρεβατοκάμαρή μου, δε μπορούσα να έχω ούτε μια δική μου στιγμή στο ίδιο μου το σπίτι. Της κακοφαινόταν αν μιλούσα στο τηλέφωνο και ακόμη και τις στιγμές που απαιτούσα να μείνω μόνη εκείνη δεν έφευγε: "Εγώ, Ρένα μου, ούτε που καταλαβαίνω τι συζητάς με τις φιλενάδες σου. Σκέπτομαι τα δικά μου". Το μόνο που υπολόγιζε ήταν ο Σωτήρης. Τις ώρες που εκείνος ήταν μαζί μου η θεία καθόταν στο σαλόνι. Πολλές φορές προσπαθούσε ν' ανοίξει σε ακατάλληλες ώρες την κλειδω­μένη πόρτα της κρεβατοκάμαρης για να φωνάξει μετά την αποτυ­χία "Ρένα, μόνη σου είσαι; Κοιμάσαι Ρένα;"
Έμπαινα στην κλιμακτήριο και είχαν αρχίσει οι ψυχολογικές μεταπτώσεις απ' την κατάθλιψη στην υπερενεργητικότητα κι ο Σωτήρης είχε τις δικές του έγνοιες πάντα ευέξαπτος, πάντα κλει­σμένος στον εαυτό του. Ήταν στιγμές που διασκέδαζα, ήταν στιγ­μές που τη δικαιολογούσα, ήταν πάλι στιγμές που την ένιωθα να μου στραγγαλίζει την ύπαρξη, να ζει απ' τη ζωή μου. Έκανα υπο­μονή ξέροντας ότι το καλοκαίρι θα μπορούσα να ξεκουραστώ, όσο εκείνη πήγαινε στο νησί. Εγώ πάντως στο νησί δεν έμενα πια πάνω από τις αναγκαίες ώρες, όταν την πηγαινόφερνα Και το δικό μας σπίτι είχε αρχίσει να φθείρεται στο χωριό, όμως δε μπορούσα να το επισκευάσω όσο η θεία έμενε, όπως δε μπορούσα να επι­σκευάσω ούτε το δικό της "Τι λες Ρένα μου! Να μπούνε εργάτες στο σπίτι μου χωρίς εγώ να είμαι εκεί!! Και αν είμαι εγώ εκεί ποιος θα τους ταΐζει; Δική σου υποχρέωση είναι να μου φτιάξεις το σπίτι".
Ήθελα πριν πεθάνει να της φτιάξω το σπίτι να το δει καλύτερο απ' τις αναμνήσεις της. Το καταλάβαινα. Ήταν ανθρώπινο. Αυτή που δε διάκρινε τη φθορά στον ίδιο της τον εαυτό θά 'ταν σα να ζει το παραμύθι της Σταχτομπούτας. Ήθελα να της κάνω αυτό το δώρο. Έπρεπε και να φροντίσω το δικό μου σπίτι τώρα που τα παι­διά μου είχαν μεγαλώσει κι ήθελαν να περνούν στο νησί με τους φίλους του τις διακοπές. Με την παρουσία της θείας το σπίτι ήταν απωθητικό, όσο κι αν προσπαθούσες να καθαρίσεις, η μπόχα του γεροντικού ιδρώτα είχε ποτίσει τα πάντα
Κείνο το καλοκαίρι όλα πήγαν στραβά. Ο πεθερός μου έπαθε έμφραγμα και χαροπάλευε, όταν μου τηλεφώνησαν ότι η θεία τρε­λάθηκε. Κυκλοφορούσε με μια βαλίτζα στο χέρι κι έλεγε ασυναρ­τησίες, πετούσε τα λεφτά της στο δρόμο και μοίραζε στους συγ­χωριανούς τα πράγματα του σπιτιού της. Ήταν Ιούνης, ούτε ένας μήνας αφ' ότου πήγε στο χωριό. Της μίλησα στο τηλέφωνο και τρομοκρατημένη μου είπε να πάω αμέσως να την πάρω γιατί ρίχνουν δηλητηριώδεις σκόνες στο σπίτι μας για να τη σκοτώ­σουν. Πήγα με την ελπίδα ότι θα τη μεταπείσω. Είχε ετοιμάσει σακουλάκια με τα πιο άχρηστα αντικείμενα, κουρελάκια και άδεια κουτιά, έλεγε ότι μάζεψε ό,τι έχει αξία στις σακούλες γιατί το σπίτι της το πήρε ο παπάς για να το επισκευάσει "10 εκατομμύρια στοι­χίζει η επισκευή, ο παπάς έχει 5 παιδιά, θα βάλουν ο καθένας από 2 να το φτιάξουν, φτωχοί άνθρωποι είναι κι αυτοί πού να μένουν;" κι ότι πια εκείνη δεν έχει κανένα δικαίωμα, ότι ένας νεαρός 18 χρόνων την έχει ερωτευθεί κι επειδή εκείνη δεν τον θέλει της λέει, ότι θα τη σκοτώσει, πάει με κάτι Αλβανούς και την απειλεί. Έβλεπε καπνούς μέσα στο σπίτι, από τη δηλητηριώδη σκόνη, άκουγε φωνές "Νομίζεις ότι θα γλιτώσεις;" και πιστολιές, κατηγο­ρούσε άσχετους ανθρώπους, ήθελε να 'ρθεί οπωσδήποτε στην Αθήνα, παρά τη ζέστη κι έλεγε ότι ποτέ πια δε θα ξαναγυρίσει στο νησί.
0 ψυχίατρος της έδωσε κάποιες σταγόνες και δεν άργησε να συνέλθει. Πέρασα το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής μου, αφού ήμουν εγκλωβισμένη στον καύσωνα της Αθήνας με τα παιδιά στο χωριό και τον άντρα μου κοντά στον πατέρα του, γεγονός που αποθράσυνε τη θεία τόσο, ώστε νά 'χει την απαίτηση να μοιράζε­ται μαζί μου το συζυγικό κρεβάτι που της φαινόταν πιο δροσερό από το δικό της και να παραπονείται ότι ο ανεμιστήρας του δικού της δωματίου βρομάει, ενώ αρνιόταν με κατάρες και γκρίνια να υποστεί την ταλαιπωρία του ντουζ με οποιαδήποτε πρόφαση, δε θα της άλλαζα εγώ τις συνήθειες, εκείνη ήταν καθαρή και πλύσιμο δε χρειαζότανε.
Αυτό το καλοκαίρι με οδήγησε στα όρια της αντοχής. Δεν ήξερα πού σταματά η συμπόνοια και πού αρχίζει η εκμετάλλευση. Πίστευα πάντα ότι κάθε πλάσμα έχει δικαίωμα στη ζωή και δε θα πατούσα ούτε ένα μυρμήγκι. Απ' την άλλη δολοφονούσα τα κου­νούπια που μου ρουφούσαν το αίμα κι έτρωγα τις πρωτεΐνες όλων των κρεάτων. Τη μισούσα όσο και τη λυπόμουν. Είχε αρπαχτεί πάνω μου και όσο ήμουν ενδοτική, τόσο γινόταν απαιτητικότερη. Αρχισα να παίρνω Stedon για να ξεφύγω απ' την κατάθλιψη, που αργά αλλά σταθερά με κατακτούσε. Ένιωθα τη ζωή να με βαραίνει και τίποτε δε μου έδινε χαρά. Προσπαθούσα με ασήμαντες δου­λειές να γεμίσω το χρόνο και να ξεφύγω από τη φλυαρία της. Μ' έμπαζε στον ψυχεδελικό της κόσμο ιστορώντας μου ξανά και ξανά για τους κακούργους που, "Δες, μου έσπασαν τα δόντια" και που την τριγυρνούσαν απειλώντας "Δε μας θες; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις!". Ένιωθα μια κούραση παχιά σαν πάχνη να με κατακτά και άνθρωπο να στηριχτώ δεν έβρισκα, δεν ήθελα κανένα να βαραίνω. Δεν άντεχα πια τα "πρέπει" και τα "δεν επιτρέπεται" κι όλα μου φαινόντουσαν μάταια και παράλογα, πιο παράλογα απ' τη ζωή που η θεία Παρθένα έβλεπε γι' αληθινή. Με κυνηγούσε από πίσω σα σκυλί τη στιγμή που ήθελα να μείνω εντελώς μόνη γι' ανασυντάξω τις δυνάμεις μου. Μόλις άρχισε να συνέρχεται ξανάρχισε τη γκρί­νια για το σπίτι της, που πρέπει να το επισκέπτεται για να μη ρημάξει. Με κατασκόπευε σα φάντασμα, μουρμουρώντας. Όσο δε μιλούσε, έμενα στον ίδιο χώρο. Μόλις άρχιζε τη λογοδιάρροια με κάποια πρόφαση, άλλαζα δωμάτιο, αλλά μ' ακολουθούσε. Της κακοφαινόταν που δεν ασχολούμαι όπως παλιότερα αποκλειστικά μαζί της, όμως πια δε μπορούσα να της προσφέρω τίποτε πιο πολύ.
Κείνο το βράδυ είχε καύσωνα κι ήλθε ψαχουλεύοντας στα σκο­τεινά στο δωμάτιο μου απαιτώντας να κοιμηθεί πλάι μου γιατί στο δωμάτιο της —που και στην Αθήνα ήθελε τη μπαλκονόπορτα κλει­στή— έκανε ζέστη και ίδρωνε και φοβόταν. Για μια στιγμή τη λυπή­θηκα, σκέφθηκα ότι ίσως ο φόβος της είναι γνήσιος, ποτέ δεν είχε ξαναζήσει καύσωνα στην Αθήνα, αλλ' έπειτα σκέφθηκα ότι είναι σαν παιδί, θά 'πρεπε να την αντιμετωπίσω με την αυστηρότητα που αντιμετώπιζα και τα παιδιά μου, αν δεν ήθελα να με καβαλήσει τελείως. Την οδήγησα στο κρεβάτι της, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα και τον ανεμιστήρα. Δεν ήθελε να φοράει νυχτικιά και μου ζήτησε να τη σκεπάσω για να μην κρυώσει.
Όλα ήταν θέατρο για να μας αναγκάσει να την πάμε στο νησί. Όλα δεν ήταν παρά υποκρισία. Κι οι ευχές και οι κατάρες. Τη λυπόμουν γιατί δεν ήταν ευτυχισμένη μακριά απ' τις συνήθειες της, αλλ' είχε ζήσει μια ζωή σαν κηφήνας, απαιτώντας από άλλους να τη φροντίζουν και είχε ζήσει αρκετά. Ήταν ήδη 95 χρόνων. Τίποτε δεν είναι δίκαιο στον κόσμο, σκεπτόμουν. Παραλογιζόταν, αλλά θεωρούσε τη λογική της απόλυτη αλήθεια και προσπαθούσε να την επιβάλει.
Το επόμενο πρωί με ξύπνησε στις 5 στην αρχή χτυπώντας το κρεβάτι κι έπειτα σηκώνοντας το μαξιλάρι που σκέπαζε το κεφάλι μου, "Α, εδώ είσαι! προσποιήθηκε την έκπληκτη. Έλεγα να σου στρώσω το κρεβατάκι! Αφού σηκώθηκες, φτιάξε μου το γάλα γιατί εγώ ξένα ψυγεία δεν αγγίζω". Ανεβαίνοντας στην κουζίνα είδα ότι είχε πασαλείψει με καφέδες όλους τους πάγκους και το πάτωμα. "Κι η μαμά σου τον χύνει τον καφέ καμμιά φορά" μου είπε, αν και δεν της είχα σχολιάσει το γεγονός, απλώς πήρα το σφουγγαρόπανο και τα καθάρισα. Έπειτα άρχισε να βογγάει και να παραπο­νιέται ότι πονάει το κεφάλι της κι ότι δεν κοιμήθηκε καθόλου όλη τη νύχτα. Της έδωσα ασπιρίνη μαζί με τις σταγόνες της. Τη λυπό­μουν, όμως σκεπτόμουν ότι τα ίδια αδιέξοδα τ' αντιμετωπίζουμε όλοι και σε χειρότερες μορφές. Εκείνη δεν ήταν σε θέση ν' αξιο­λογήσει τι είναι εφικτό και τι όχι και όλα στο μυαλό της μπερδεύ­ονται. Εγώ στο μεταξύ έπαιρνα πια συστηματικά κρυφά από όλους τα Stedon για να βρω το κουράγιο να σταθώ στα πόδια μου, όπως ο ηθοποιός που πρέπει να συνεχίσει την παράσταση. Πίστευα ότι στο βάθος κανένα δεν αγαπώ. Απλώς έσπρωχνα τη ζωή να συνε­χίσω να υπάρχω. Χωρίς νόημα, χωρίς καμιάν ελπίδα ή φιλοδοξία. Την επόμενη νύχτα φύσηξε βοριάς. Στις 3 ξύπνησα να κλείσω τα πορτοπαράθυρα που χτυπούσαν. Τη βρήκα όρθια. "Τώρα είμαι καλά, μου είπε. Να σηκωθούμε." "Τώρα είναι ακόμη νύχτα, της είπα Να ξανακοιμηθείς".
Ένιωθα άγχος για το πόσο μπορούσα ν' αντέξω. Κάποτε πίστευα ότι είμαι βασικά καλός άνθρωπος. Δε θα πατούσα ποτέ ένα κουμπί που θα ήξερα ότι θα σκότωνε κάποιους μακρινούς μανδαρίνους, ακόμη κι αν ήταν ν' αποκομίσω τα κέρδη όλης της γης. Τώρα όμως δεν ήξερα πού είναι τα όρια της δικής μου ζωής και πού το καθήκον μου απέναντι σ' αυτή την ξένη που φορτώθη­κα εκ των πραγμάτων. Πού είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προσφορά και την εκμετάλλευση, τα όρια του οίκτου και της απανθρωπιάς; Στα παιδιά μου πολλές φορές γινόμουν αυταρχική. Τις περισσότερες φορές με κατάφερναν κι αποκτούσαν αυτό που ήθελαν. Ήξερα ότι είναι ένα παιχνίδι αγωγής με ίσους όρους κι ότι ακόμη κι αν τα αδικούσα κάποτε, τους ήταν χρήσιμο σαν εμπειρία, αφού τίποτε στη ζωή δεν είναι δίκαιο, κι ήξεραν ότι πάντα τ' αγαπώ και πάντα θα σταθώ κοντά τους όπως κι αν έλθουν τα πράγματα. Με τη θεία ένιωθα ενοχές γιατί φοβόμουν ότι είναι ανυπεράσπιστη, όσο κι αν άλλες στιγμές διαπίστωνα ότι είναι παμπόνηρη κι εφευρετική κι ότι μπορούσε ν' ανατρέπει τα πάντα αρκεί να πετύχαινε αυτό που ήθελε.
Ο Σωτήρης, που του τηλεφώνησα τα συμβάντα προσπαθούσε να με παρηγορήσει. "Αύριο θα 'ρθώ, μου είπε και όλα θα φτιάξουν". "Τι θ' αλλάξει δηλαδή;" τον ρώτησα "Θα τα μοιραζόμαστε", μου είπε, όμως δε μ' ενδιέφερε πια να τα μοιράζομαι μαζί του, δεν πίστευα ότι μοιραζόμαστε τίποτε απ' όλα αυτά που με καταπίεζαν.
Εκείνος πίστευε στη λογική, όπως η θεία πίστευε στη θεία Πρόνοια. "Η χάρις του Θεού και όλων των αγίων θα σου τα φέρει όλα δεξιά, που με φροντίζεις το ορφανό", έλεγε και δεν έφευγε απ' το δωμάτιο μου με την πρόφαση ότι εγώ "δουλιούμαι" το σκο­τάδι. Μου συζητούσε τι έβλεπε στην τηλεόραση. Για την ευλάβεια των χριστιανών που παρακολουθούσαν τη λειτουργία απ' in Μητρόπολη. Πίστευε ακράδαντα σε μια παγκόσμια θεϊκή τάξη, που εκείνη δεν πρόκειται να την εγκαταλείψει και τα φαινόμενα τη δικαίωναν. Την ώρα που άνθρωποι που είχαν προσφέρει τα πάντα μια ζωή για τα παιδιά τους πέθαιναν εγκαταλειμένοι στα γηροκο­μεία, εκείνη ζούσε σ' ένα σπίτι και γεύονταν όλα όσα ποτέ δεν είχε κουραστεί για ν' αποκτήσει.
Κάποιο βράδυ που δεν είχα κουράγιο να μαγειρέψω αγόρασα πίτσες να φάμε κι ήθελε να με πληρώσει μ' ένα χιλιάρικο. Κείνο το βράδυ με χαϊδολογούσε κι έλεγε ότι πολύ κουράζομαι και δεν πρέπει γιατί θα αρρωστήσω και τότε εκείνη ποιος θα την προσέχει; Από την άλλη κάθε πρώτη του μηνός ρωτούσε για τη σύνταξη της που την έδινα, αν και πήγαινε κανονικά στο χωριό και που την έπαιρνε χωρίς ούτε ένα "ευχαριστώ" και την έκρυβε μ' επιμέλεια στη βαλίτσα της. Έριχνα τις σταγόνες κρυφά στο ποτήρι της μέχρι το Σεπτέμβρη που φάνηκε ότι συνήλθε κι άρχισε να λέει ότι θέλει να γυρίσει στο χωριό, "Όλες οι πόρτες του χωριού ήταν ανοιχτές γι' αυτήν, εκείνη ήλθε στην Αθήνα καλοκαιριάτικα μόνο και μόνο επειδή μας αγαπάει" κι ότι πια δε φοβάται καθόλου, όλα όσα έλεγε τότε δεν ήταν παρά φαντασία της. Ήταν αξιοθαύμαστο να παρακολουθείς το πώς μεταμορφωνόταν από κατήγορος σε κόλα­κας, προλαβαίνοντας τις δικές μου αντιδράσεις. Είχε τους κανόνες της και μεις έπρεπε να συμμορφωνόμαστε στις απαιτήσεις της.
— Τετάρτη και Παρασκευή νηστεύω, δήλωνε. Χρειάζομαι ιδιαίτε­ρο φαγητό. Τίποτε το σπουδαίο. Μια παστούλα και άφθονα φρού­τα. Το ποιος θα μαγείρευε αυτή την παστούλα σ' ένα σπίτι που όλοι δούλευαν δεν την απασχολούσε καθόλου. Της αρκούσε να μου επαναλαμβάνει ότι όταν πεθάνει και η βελόνα της κλωστής είναι δική μου. Μέχρι τότε όμως για να μεταποιεί καταστρέφοντας, τα φουστάνια, που της χάριζα, χρειαζόταν τη δική μου βελόνα και κλωστή. Δεν πονούσε τίποτε απ' όσα της χαρίζαμε. Μη έχοντας αγοράσει ποτέ τίποτε από μαγαζιά δε μπορούσε να εκτιμήσει την αξία των πραγμάτων. Της αγόραζα καινούρια παπούτσια, τα φορούσε, της άρεσαν, έκοβε το λουράκι γιατί της φαινόντουσαν πολύ φανταχτερά κι έπειτα μου τά 'φερνε να τα επιστρέψω στον τσαγκάρη γιατί της ερχόντουσαν μεγάλα. Φορούσε κάποια ρούχα που της άρεσαν και με το ψαλίδι κατάστρεφε τα υπόλοιπα, "Έτσι κι αλλιώς, Ρένα μου, φτηνοπράματα είναι".
Ποτέ δε λυπήθηκε για κανένα Το φθινόπωρο πέθανε ο πρώτος μου ξάδελφος από καρδιά μόλις 40 χρόνων. "Έτσι είναι η ζωή" φιλοσόφησε η θεία. "Καθένας με τη σειρά του, όποτε το θέλει ο Θεός". "Η καημένη η μάνα του!" είπα. "Έχει κι άλλα δυο παιδιά, θα παρηγορηθεί" μου απάντησε. Την ίδια ώρα εκείνη βαρυγκομούσε για τα όσα εκείνη τράβηξε στη ζωή της. Τα πάθη του Χριστού δεν ήταν τόσο τραγικά, κατά τη γνώμη της και συνέχεια μου έδινε να κόψω σε μπουκιές το κρέας της στο τραπέζι γιατί το αριστερό της χέρι πέντε χρόνια μετά το σπάσιμο δεν είχε πλήρως ανακτήσει τις δυνάμεις του. "Το βλέπεις; Δεν είναι ίσιο εντελώς". Ήταν ακριβώς όπως και το δεξί, αλλά δεν μπορούσε κανείς να της αλλάξει άποψη. Έπρεπε να προκαλεί τον οίκτο. Η αρρώστια του πεθερού μου την άφηνε ασυγκίνητη. "Είχε παιδιά που θα τον φρό­ντιζαν". Η αρρώστια της μάνας μου, που τόσο της είχε συμπαρα­σταθεί στις προηγούμενες περιπέτειές της, την άφησε εξοργιστικά αδιάφορη.
"Η μαμά σου είναι γριά γυναίκα, μου είπε. Έχει και εγγόνια. Εγώ χθες δεν αισθανόμουν καλά Είχα μιαν αδιαθεσία στο στομά­χι. Θα πρέπει να μου φτιάξεις κάτι ελαφρό, κανένα φιδεδάκι". Της απάντησα ότι έπρεπε να φροντίσω τη μητέρα μου, που είχε μεγα­λύτερη ανάγκη κι ότι μπορούσε να φτιάξει μόνη της το φιδέ, όπως θα τον έφτιαχνε αν ήταν στο χωριό. Προτίμησε να φάει ξερό ψωμί. "Δεν αγγίζω εγώ τα ξένα πράγματα", δήλωσε με ύφος ανθρώπου εγκαταλειμένου.
Όταν αρρώστησε η κόρη μου με πυρετό, έκανε κι εκείνη την άρρωστη. Ζαλιζόταν έλεγε κι έμεινε στο κρεβάτι. Το προτιμούσα. Έβρισκα έτσι την ησυχία μου και μπορούσα να φροντίσω το παιδί, που ψηνόταν στον πυρετό. Της κατέβασα το φαγητό που τό 'φαγε με όρεξη, αλλά αρνήθηκε να πιει την ασπιρίνη. "Είναι και το παιδί άρρωστο, της είπα. Ίσως και συ να κόλλησες". "Ε, το κορίτσι, παιδί είναι και θα γίνει καλά μου αποκρίθηκε. Εγώ πρέπει να προ­σέξω που δεν είμαι πια και τόσο μικρή".
Άρχισα να νιώθω μνησικακία για τους δικούς μου ανθρώπους που με είχαν πείσει ν' αποδεχθώ αυτή την ανεπιθύμητη κληρονο­μιά. Είχα φορτωθεί πια την ευθύνη κι έπρεπε να πληρώσω το αντί­τιμο, όπως ο Σωτήρης είχε επωμιστεί τις ευθύνες της αρρώστιας του πατέρα του, χωρίς να με επιβαρύνει. Κουτσά στραβά έπρεπε να επιβιώσω χωρίς τη βοήθεια κανενός. Έκανα αυτό που πίστευα σωστό και προσπαθούσα ν' αδιαφορώ για τα υπόλοιπα. Δεν ξεχώριζα πια γιατί τα αισθήματα εξάρτησης της θείας θά 'πρεπε νά 'ναι λιγότερο σημαντικά από τα αισθήματά μου για τα παιδιά, τη μάνα ή τον άντρα μου. Όλα είναι αυθαίρετα στις ανθρώπινες σχέ­σεις. Η θεία με θεωρούσε απαραίτητο εξάρτημά της κι εγώ σκε­πτόμουν ότι δεν υπάρχει συμπληρωματική μας ύπαρξη πάνω στη γη, ακόμη κι ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης. Έβλεπα ότι τίποτε δε μοιραζόμαστε με κανένα στη ζωή. Παίρνουμε ότι καταφέρνουμε ν' αποσπάσουμε απ' τους άλλους, ζούμε στο χώρο που διεκδικού­με για δικό μας μέχρι να πεθάνουμε και δικός μας χώρος δεν είναι παρά τα σύνορα της επιδερμίδας μας κι οι αποδράσεις των ονεί­ρων μας. Και βέβαια πίστευα ότι στο βάθος είμαι ανθεκτική. Επιβίωνα μ' όλες μου τις αυταπάτες κι ένιωθα πανευτυχής, αν δρα­πέτευα απ' την παρουσία της θείας, έστω και για μιαν ωρίτσα. Όμως σκεπτόμουν ότι αν κάποτε δραπετεύσω τελειωτικά πάνω σε μια κρίση κατάθλιψης, πόσο θα βαρύνει η απουσία μου απ' αυτό τον κόσμο; Μήπως αργά ή γρήγορα δε θα συμβεί; Πού βρίσκουν την τραγωδία σε μια πρόωρη εθελουσία έξοδο; Στη θεία μ' ενο­χλούσε η εμμονή της σε παλιές ξεπερασμένες αξίες και η αδιάκο­πη επίκληση της ανύπαρκτης αγάπης του πατέρα μου σε μένα. Στ' αλήθεια ποτέ δεν αγαπούσα τον πατέρα μου. Πίστευα πάντα ότι εκείνος αγαπούσε μόνο τον εαυτό του. Παλιότερα πίστευα ότι θα μπορούσα παλεύοντας ν' αλλάξω τον κόσμο. Τώρα ήξερα ότι αυτό είναι αδύνατο. Το καθολικό συμπυκνωνόταν στο ατομικό κι όλα έμοιαζαν μάταια.
Κείνο το χειμώνα βρέθηκε ευκαιρία με κάτι μαστόρους καλούς να επισκευάσουμε επιτέλους τα σπίτια στο χωριό που είχαν ερει­πώσει. Ο άντρας μου επωμίστηκε όλες τις φροντίδες, ενώ από τη θεία το κρατήσαμε μυστικό, αφού όταν της θίξαμε το θέμα, δήλω­σε ότι εκείνη είναι η νοικοκυρά και επισκευή χωρίς αυτήν δε γίνε­ται. Χρεωθήκαμε για ν' ανταπεξέλθουμε στα έξοδα, που όσο προχωρούσαμε τις επισκευές τόσο και φούντωναν, ενώ παράλληλα προχωρούσαν οι δικαστικές ταλαιπωρίες για τη διεκδίκηση του χωραφιού που απαιτούσαν νέες δαπάνες. Οι κρίσεις της κατάθλιψής μου είχαν πολλαπλασιαστεί κι η θεία συνέχεια γκρίνιαζε απαιτώντας με απειλές και κατάρες να την πάμε οπωσδήποτε μες το καταχείμωνο στο νησί. Φοβόταν μόνο τον άντρα μου που της τά 'λεγε σταράτα, ενώ εμένα μ' εκβίαζε, πότε μ' απειλές και πότε με ικεσίες. Είχα κουραστεί. Υπήρχαν απογεύματα που για να περάσουν αναγκαζόμουν να καταπίνω πέντε πέντε τα Stedon για νά 'μαι το πρωί ξεκούραστη στη δουλειά μου και όταν μ' έπιαναν αναίτια τα κλάματα, τα παιδιά μου έμπαιναν ασπίδα να κρατήσουν τη γριά και τη μουρμούρα της μακριά μου.
Τέλειωναν οι απόκριες και το δικό της σπίτι ήταν επιτέλους έτοι­μο σα νυφικό. Χωρίς φως, αφού η ΔΕΗ απαιτούσε πλήρη πολεο­δομική μελέτη που στοίχιζε παράλογα, μα με όλα τα έπιπλα στη θέση τους και με την προσωρινή λύση της μπαλαντέζας. Το δικό μας σπίτι ήταν ακόμη γιαπί, αλλά ελπίζαμε μέχρι το καλοκαίρι νά 'ναι έτοιμο. Μου ήταν αρκετό τ' ότι η θεία θα μπορούσε να εγκατασταθεί στο δικό της σπίτι τούτο το καλοκαίρι κι έτρεφα ελπίδες ότι φέτος ίσως είμαστε τυχερότεροι και κάποια γυναίκα απ' αυτές που μέχρι τώρα αρνιόντουσαν, μη αντέχοντας τη μπόχα και την ιδιοτροπία της, θα δεχόταν να κοιμάται, έναντι κάποιας αμοιβής, στο σπίτι της, ίσα για να τη νοιάζεται.
Μια βδομάδα πριν από την καθορισμένη πια εγκατάστασή της στο επισκευασμένο της σπίτι στο νησί, γυρνώντας από κάτι βαφτί­σια την βρήκαμε πεσμένη απ' την καρέκλα πάνω στο χαλί μπρο­στά στην τηλεόραση. Φωνάξαμε το νοσοκομειακό και την κατέβα­σαν με τα χέρια όλα τα σκαλιά. Είχε σπάσει η κεφαλή του μηριαί­ου της. "Ο γέρος πάει ή από πέσιμο ή από χέσιμο" έλεγαν όλοι. "Ο Θεός να την ξεκουράσει" έλεγαν κι οι υπόλοιποι συγγενείς. "Αυτές οι περιπτώσεις κρατάνε καμιά βδομάδα" λέγαν απ' τα διπλανά κρεβάτια.
Το νοσοκομείο στη Βούλα έμοιαζε με σκηνικό κάποιου νοσο­κομείου εκστρατείας. Χτισμένο για τις ανάγκες των βασιλικών στάβλων είχε μεταμορφωθεί σιγά σιγά σε νοσοκομείο χάρη στις δωρεές κάποιων ιδιωτών με τεράστιους θαλάμους, που πρόσφατα είχαν χωριστεί σε μικρότερους με πλαστικούς τοίχους. Μέσα στα πεύκα χτισμένο σε περίπτερα μετέφεραν τους ασθενείς από κτίριο σε κτίριο με το ασθενοφόρο ακριβώς, όπως η γάτα μετακινεί τα γατάκια της. Την παραμονή της εγχείρησης στο νεότερο κτίσμα όπου στεγάζονταν τα χειρουργεία τις υπόλοιπες μέρες σε άλλα περίπτερα Το αστείο είναι ότι ο προς εγχείρησιν ασθενής έπρεπε να κουβαλά και τα σεντόνια του κι ότι συχνά, ειδικά όταν δεν είχε φροντίσει να προκαταβάλει το φακελάκι στους γιατρούς η εγχεί­ρηση αναβαλόταν κι ο ασθενής ξανά μεταφερόταν, όπου υπήρχε άδειο κρεβάτι.
Το φακελάκι ήταν απαραίτητο παντού. Στις αδελφές, τους φορείς, τις τραπεζοκόμους. Η αποκλειστική απαραίτητη ειδικά τη νύχτα Το προσωπικό έτσι κι αλλιώς δεν επαρκούσε. Τα μαχαιροπήρουνα όπως σε κάθε νοσοκομείο ήταν είδος πολυτελείας. Κάθε ασθενής έπρεπε να τα κουβαλά από το σπίτι του αν ήθελε να τρώει το φαγητό που ήταν παράλογα ποικίλο. Την ίδια μέρα ο ένας έτρωγε σκέτα μακαρόνια ο διπλανός παστίτσιο, ο παραπέρα μακα­ρόνια με κιμά κι ο άλλος ρύζι με μπιφτέκια, ενώ οι προς χειρουρ­γείο νερόσουπα, που αναγκαστικά την υφίσταντο όλοι οι απεί­θαρχοι προς τις επιταγές του ιερού θεσμού του φακελακίου όσες φορές θα χρειαζόταν να πάνε στο μαγικό κτίριο για να επιστρέ­φουν άπρακτοι με μύριες προφάσεις μέχρις της καταβολής του αντιτίμου της επέμβασης. Μόνο τότε οι γιατροί άρχιζαν να ερίζουν ποιος θα επέμβει.
Ευχόμουν να πεθάνει. Έβλεπα στα διπλανά δωμάτια νέους να πεθαίνουν από τροχαία κι επαναστατούσα. Ένα βράδυ μετά από την επίσκεψη στο νοσοκομείο βγήκα με κάποιες παλιές μου συμ­μαθήτριες σε κάποιο ταβερνάκι. Είχαμε να συναντηθούμε πολλά χρόνια κι ιστορούσαμε τις περιπέτειες που μας είχε φορτώσει η ζωή. Η μια ήταν ήδη χήρα με μια μάνα που την καταπίεζε ακόμη και με ιστορικό καρκίνου. Η άλλη ήταν ανύπαντρη ζούσε με τους δικούς της και φοβόταν το γάμο, γιατί τον έβλεπε σαν επανάληψη του επεισοδίου της ζωής, που είχε γνωρίσει κοντά στους γονείς της. Εγώ ήμουν η πιο τυχερή, όπως τα γεγονότα στοιχειοθετού­σαν τη ζωή μου. Κι όμως κείνο το βράδυ γυρνώντας με τ' αυτοκί­νητο ήμουνα μεθυσμένη. Ήθελα να πεθάνω ή μάλλον αδιαφο­ρούσα αν ζούσα ή αν πέθαινα. Έβλεπα τ' αυτοκίνητα να σταμα­τούν στα στενά για να περάσω. Οδηγούσα με το ένστικτο κλαίγο­ντας με λυγμούς. Αντιδρούσα απλώς στο κόκκινο και το πράσινο.
Ήξερα ότι δεν ορίζουμε το θάνατο μας. ©α μπορούσε οδηγώ­ντας συνετά να πάθω οποιοδήποτε ατύχημα. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να σκοτώσω τη θεία, να τη "λυτρώσω" όπως έλεγαν όλοι από τους πόνους. Δε θά 'ταν δύσκολο. Μια σύριγγα με ινσουλίνη στη φλέβα είναι αρκετή. Το ήξερα όταν μελετούσα τρό­πους της δικής μου ευθανασίας. Ανώδυνα, σύντομα και χωρίς ίχνη. Όμως εγώ που υπερασπιζόμουν την αξιοπρέπεια του δικού μου θανάτου δε μπορούσα να την προσφέρω σε κάποιον άλλο. Ήταν όπως με τα παιδιά μου. Τώρα ανησυχούσα για τις αποφά­σεις που εγώ στην ηλικία τους θεωρούσα αυτονόητο ότι μου ανή­κουν. Τώρα έβλεπα τους κινδύνους σ' αυτά που τα παιδιά είχαν το δικαίωμα να δοκιμάσουν. Έτσι και με όλους αυτούς τους ανήμπο­ρους γέρους που σα ζόμπι κατέκλυζαν τους θαλάμους. Ανοϊκοί, βογγούσαν σε μια ζωή χωρίς χαρά, αλλά κρεμιόντουσαν απ' την κάθε στιγμή με νύχια και με δόντια. Ζούσαν για να ξοδεύουν τη ζωή των συνανθρώπων τους. Έτσι που άλλαζαν οι ασθενείς σχε­δόν καθημερινά γνώριζες νέους συγκατοίκους στο θάλαμο κι άκουγες να ιστορούν λογής λογής περιστατικά που σε απέλπιζαν. Μια νέα γυναίκα φαινότανε γριά. Είκοσι χρόνια φρόντιζε την κατάκοιτη μάνα της που μετά το Πάρκινσον πήγαινε από κάταγμα σε κάταγμα, αλλά δεν έλεγε να πεθάνει. Στο μεταξύ διάστημα ο αρραβωνιαστικός της κόρης είχε παντρευτεί με κάποιαν άλλη κι είχε ήδη τρία παιδιά, ενώ η ίδια δεν είχε πια ελπίδα ν' αποκτήσει παιδιά ακόμη κι αν κάποτε παντρευόταν. Χαρακτηριστικό ήταν ότι στη συντριπτική πλειοψηφία το βάρος των γέρων έπεφτε στα χέρια των θυγατέρων, ακόμη κι όταν εργαζόντουσαν κι όχι των γιων. Οι γιοι εμφανιζόντουσαν σαν τυπικοί επισκέπτες, ενώ οι νυφάδες σπάνια περνούσαν το κατώφλι του θαλάμου των πεθερικών. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση μιας κόρης που ξέσπασε σε Λυγμούς όταν έφερε από την Καλαμάτα τη μάνα της με σπα­σμένο πόδι. "Και τώρα τη ρωτούσε, τι θα κάνω με το μπαμπά που τον έμαθες να τα θέλει όλα στο χέρι; Χθες που γύρισα ψόφια απ' τη δουλειά και το δικό σου ξενύχτι, δε μ' άφηνε να κοιμηθώ πριν πέσει εκείνος στο κρεβάτι για να τον σκεπάσω, λέει, κι ούτε έπε­φτε νωρίτερα να κοιμηθεί γιατί λέει θα χρειαζόταν να σηκωθεί το βράδυ για να κατουρήσει!" "Πατέρας σου είναι, της είπε η γριά, κι έχεις υποχρέωση να τον περιπιέσαι".
Θα μπορούσα να την αφήσω στην τύχη της, τη θεία Παρθένα, σκεπτόμουν. Όποιος δεν έχει κάποιον να νοιαστεί στο νοσοκο­μείο σίγουρα θα πεθάνει. Πριν μπει στο χειρουργείο έπρεπε κάποιος να καταθέσει προκαταβολικά τις τρεις φιάλες αίμα, ακόμη κι αν δεν χρειαστούν όπως συμβαίνει στις περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις. Την έβαλαν την πρώτη μέρα στο χειρουργείο κι επει­δή δεν είχε πέσει το φακελάκι την ξανάβγαλαν λέγοντας ότι έχει χαμηλή πίεση και ίσως δεν επιβιώσει στην εγχείρηση. Χρειάστηκε να επιστρατεύσουμε τις συναδελφικές γνωριμίες για να εγχειρι­στεί. Πήγαινα κάθε απόγευμα να τη δω, να την ταΐσω το βραδινό της και ν' αφήσω το φάκελο με τα λεφτά της αποκλειστικής. Ήθελα να της δώσω κάθε ευκαιρία για να πεθάνει ανώδυνα. Προτιμούσα να μη σκέπτομαι τα έξοδα που θ' ακολουθούσαν μια πετυχημένη εγχείρηση. Θα μπορούσαμε να πουλήσουμε το σπίτι, αλλά τώρα που ο άντρας μου κουράστηκε για να το ανακαινίσει, ούτε αυτός, ούτε και κείνη θα συμφωνούσαν, τα χωράφια ήταν στα δικαστήρια και η σύνταξη του ΟΓΑ δεν ήταν ούτε τα μπουρμπουάρ που μοίραζα κάθε μέρα σε νοσοκόμες και τραπεζοκόμους. Στο νοσοκομείο, μέσα στην ανημπόρια της μεταμορφωνόταν ξανά από απαιτητική παλιόγρια σε μιαν ασήμαντη φλόγα ζωής που επέμενε να λάμπει. Με την αποκλειστική τη νύχτα για πρώτη φορά στη ζωή της η θεία πλύθηκε και δε βρομούσε, έτσι που κάθε βράδυ τη φιλούσα, χωρίς να σιχαίνομαι φεύγοντας.
Έγινε κι η εγχείρηση και πέτυχε. Όλοι την αγαπούσαν, γιατί ήταν μ' όλους γελαστή. "Τι καλή γριούλα!" έλεγαν όλοι. Την επι­σκεπτόμαστε καθημερινά, το πρωί ο άντρας μου, τ' απόγευμα εγώ.
— Με φροντίζουν όλοι και μ' αγαπούν, γιατί είμαι καλή, μας έλεγε.
Όχι, της είπα στο τέλος. Σε φροντίζουν γιατί τους πληρώνου­με.
Όμως με συκοφαντούν, συνέχιζε απτόητη. Με λένε γιαγιά και γριούλα. Επιτρέπεται, πονεμένο άνθρωπο να τον συκοφαντούν έτσι; Και τα χέρια μου, κοίτα πώς τα έκαναν με την αγριότητα που μου συμπεριφέρονται, ειδικά αυτή η ξανθιά το βράδυ, που όλο με γδύνει και με πλένει.
Οι μελανιές είναι από τον ορό, προσπαθούσα να της εξηγήσω και τη νυχτερινή την πληρώνουμε να σου κάνει μασάζ για να μην ανοίξεις από την ακινησία στο κρεβάτι. Αν βέβαια δεν τη θες, βέβαια, μπορούμε να τη σταματήσουμε.
Μα τι λες, Ρένα μου! έλεγε τότε. Εγώ, ό,τι μου πούνε οι για­τροί.
Ένα βράδυ μια τραπεζοκόμος ήλθε και της έπιασε την κουβέντα για να της δώσω κάνα φιλοδώρημα. "Η γιαγιά είναι πολύ καλή, μου έλεγε. Εγώ την ταΐζω το μεσημέρι". "Δεν είναι γιαγιά, της είπα. Είναι δεσποινίς". "Μπα, επέμενε εκείνη, εμείς τα λέμε με τη γιαγιά. Έτσι δεν είναι γιαγιούλα;" Η θεία της χαμογελούσε πλα­τιά.
  Η παλιοβρώμα, μου είπε μόλις έφυγε. Δε στο είπα; Εδώ με συκοφαντούν. Πότε θα με πάρεις από 'δώ; Εδώ είναι νοσοκομείο. Δε μπορώ να βλέπω τους αρρώστους, εγώ, που τράβηξα τόσους πόνους.
Κοίτα τριγύρω σου, της είπα. Όλοι πονούν, αλλά όταν περνάει το ξεχνάς. Κι εγώ έχω κάνει δυο μέχρι τώρα εγχειρήσεις και ξέρω.
Δε με νοιάζουν οι άλλοι, Ρένα μου. Ο καθένας κοιτά το δικό του πόνο, μ' αποστόμωσε.
"Πολύ σοφά" σκέφθηκα. "Και συ ζεις όταν άλλοι πεθαίνουν".
Θυμόμουν κάποιο κινέζικο παραμύθι για ένα ξωτικό που είχε πάρει τη μορφή γέρου και που ζήτησε από κάποιον ήρωα να τον μεταφέρει στην πλάτη του για να περάσει το ποτάμι, αλλά φθάνο­ντας στην άκρη του ποταμού αρνιόταν να ξεκαβαλικέψει. Είχα ζήσει παρόμοια εμπειρία κάποιο πρωινό που βιαζόμουν να πάω στη δουλειά μου κι έκοψα από ένα στενό για να φθάσω γρηγορό­τερα. Στη γωνιά του δρόμου ήταν μια γυναίκα που κρατούσε ένα γέρο, που ίσα στεκόταν στα πόδια του και μου έκανε νόημα να σταθώ. Νόμισα ότι ήθελαν απλώς να διασχίσουν το δρόμο και σταμάτησα. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μου είπε ευγενικά μήπως θα μπορούσα να μεταφέρω τον παπού ίσαμε το πρώτο φανάρι. Δέχθηκα αφού ήταν στο δρόμο μου. Μπήκε μέσα μόνο ο γέρος με χίλιες δυο ευχές, η γυναίκα αποδείχθηκε ότι ήταν άλλος ένας εύπιστος καλός σαμαρείτης. Πριν φθάσουμε στο πρώτο φανάρι μου δήλωσε ότι θέλει να τον πάω στα γραφεία του ΙΚΑ για να πάρει τη σύνταξή του. "Λυπάμαι, του είπα, αλλά δε μπορώ γιατί πρέπει να πάω στη δουλειά μου". Τότε ο γέρος ξέσπασε σε χυδαίο υβρεολόγιο και κατάρες. "Καταλαβαίνω πολύ καλά, του είπα γιατί μείνατε μόνος, όπως λέτε, και νομίζω ότι σας αξίζει". Παζάρευε το μέχρι πού μπορούσα να τον πάω, κλαιγόταν για τη φτώχεια του, που δεν του επιτρέπει να παίρνει ταξί, μέχρι που μου ζήτησε τα λεφτά για να τον αφήσω στην πρώτη πιάτσα. Κατέβηκε βλαστημώντας με, αφού ήδη με είχε καθυστερήσει ένα τέταρτο κι από τότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μη ξαναπαίξω το ρόλο του καλού σαμαρείτη.


Το δυσάρεστο είναι ότι ο ρόλος φαίνεται ότι έχει εγγραφεί στα γονίδιά μου, έχει αποτυπωθεί στα χαρακτηριστικά του προσώπου μου, έτσι που ο κάθε απατεώνας να με αναγνωρίζει με την πρώτη ματιά. Όλα αυτά που πίστευα για το λειτούργημα του ιατρικού επαγγέλματος μ' έκαναν ευάλωτη στα φέσια, που συνέχεια μου φορούν οι πελάτες στο ιατρείο μου. Άργησα να καταλάβω ότι οι άνθρωποι εκτιμούν μόνο αυτό που ακριβοπληρώνουν κι ότι οι χει­ρότεροι δυσφημιστές μου ήταν οι άνθρωποι που ευεργέτησα. Αν δεν ζητάς αυτό που πρέπει, τότε πιστεύουν ότι δεν αξίζει αυτό που τους προσφέρεις. Παρ' όλα αυτά ποτέ στη δουλειά μου δεν έπαψα να παίζω τον άγιο Παντελεήμονα. 0 χαρακτήρας είναι πεπρωμένο, λένε. Εξακολουθώ να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ακόμη και σ' αυτούς που μου λένε ότι δεν έχουν, ότι δήθεν κρατάνε μόνο πεντοχίλιαρο ή ότι θα πληρωθούν την επόμενη βδομάδα. Δοκιμάζω ευχάριστη έκπληξη, όταν οι άνθρωποι αποδεικνύονται φερέγγυοι. Κάποιοι απ' αυτούς με κάνουν να ελπίζω ότι ίσως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι στο βάθος καλοί, ότι συνήθως σου ανταποδίδουν το χαμόγελο, ότι η ατιμία ίσως είναι η εξαίρεση στον κανόνα
Θυμάμαι μια χαρακτηριστική περίπτωση απάτης. Δεύτερη μέρα της Πρωτομαγιάς, μόνη εργάσιμη ανάμεσα σε δυο αργίες. Ήλθα στο σπίτι βιαστικά λίγο πριν φύγω ξανά για το εξοχικό όπου είχα αφήσει τα παιδιά Μου τηλεφώνησε η αδελφή μου απ' το ιατρείο. "Είναι εδώ κάποιος συνάδελφος σου και σε θέλει" είπε. "Γειά σου, Ρένα, είπε αυτός. Με θυμάσαι; Είμαι ο συνάδελφος Αλεξίου. Τι κάνεις; Ξέρεις, Ρενάκι, έχω ένα έκτακτο πρόβλημα. Ερχόμουν απ' το χωριό κι έπαθα βλάβη στ' αυτοκίνητο. Εδώ στο βενζινάδικο της γειτονιάς σου το άφησα και μου ζητούν 20.000 για επισκευή κι έτυχε να μην κρατώ. Θυμήθηκα ότι έχεις εδώ το ιατρείο σου. Θα σου τα φέρω τη Δευτέρα". Ήξερα κάποιο συνάδελφο Αλεξίου πριν από τουλάχιστον δέκα χρόνια. Ποτέ δεν είμαστε τόσο κολ­λητοί ώστε να μου ζητούσε λεφτά υποπτευόμουν ότι μάλλον είναι απατεώνας, αλλά δε ρισκάριζα την ελάχιστη πιθανότητα να είναι στ' αλήθεια κάποιος συνάδελφος που βρέθηκε σε ανάγκη.
"Δυστυχώς, δεν έχω επάνω μου τόσα λεφτά, του είπα Θα πρέ­πει να σηκώσω απ' την Τράπεζα". Συμφώνησε. Η αδελφή μου προθυμοποιήθηκε να τον στείλει με το γιο της να του δείξει το δρόμο του σπιτιού μου. Δεν θυμόμουν το σουλούπι του Αλεξίου, στην ηλικία ίσως να ταίριαζε. Τον πήρα με το αυτοκίνητο κι ενώ εκείνος μ' ευχαριστούσε κι επαναλάμβανε ότι τη Δευτέρα θα μου φέρει τα λεφτά, ότι έχουμε χαθεί και ότι θα πρέπει να βγούμε κάνα βραδάκι, πήγα στην Τράπεζα, σήκωσα τα λεφτά και του τα έδωσα, αφήνοντάς τον στο βενζινάδικο, όπου υποτίθεται ότι είχε αφήσει τ' αυτοκίνητο. Ήμουν σίγουρη πάνω από το 100% ότι είναι απατεώνας απ' τη στιγμή που τον είδα. Θα μπορούσα να πάω στο Τμήμα; Ένας άνθρωπος με τόσο θράσος δε μπορεί παρά να είναι επικίνδυνος. Ίσως οπλοφορούσε κι αν έβλεπε ότι αλλάζω διαδρο­μή ίσως να με σκότωνε. Αρχισα ν' ανησυχώ γιατί είχε μπει και στο σπίτι μου και στο ιατρείο. Ίσως να ξαναχτυπούσε με πιο αποτελε­σματικό τρόπο. Γιατί να μη δοκιμάσει τη διάρρηξη, αφού είχε πια ανιχνεύσει τους χώρους; Ένιωθα απροστάτευτη στη ζούγκλα της κοινωνίας. Είχα το στίγμα του θύματος. Ήμουν ευάλωτη κι αυτό με τρόμαζε.


Θυμάμαι ακόμη με ντροπή κάποια περίπτωση που προσπάθησα να βοηθήσω κάπου όπου ήμουν ανεπιθύμητη. Θυμάμαι σαν τώρα κείνη την επίσκεψη. Στο δωμάτιο όλα ήταν ροζ. Όχι το γιορταστι­κό που βλέπεις στα μαιευτήρια, μα το απαγορευτικό που συναντάς στους αποστειρωμένους θαλάμους. Ροζ τα σεντόνια στο κρεβάτι, με ροζ ύφασμα η πολυθρόνα και μια καρέκλα απέναντι κι εκείνη ντυμένη μ' ένα ροζ αποστειρωμένο πουκάμισο και με μια πράσινη σκούφα χειρουργείου να καλύπτει τ' αραιωμένα της μαλλιά.
Είμαστε φίλες κάποτε, την εποχή της εφηβείας μας. Έπειτα οι δρόμοι μας χωρίσαν. Την είχα συναντήσει κάποιες φορές για επαγγελματικές υποθέσεις. Τίποτε πια δε μας έδενε. Εκείνη είχε παραμείνει δέσμια των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, ενώ εγώ δεν πίστευα πια σε κανένα θεό.
Μου τηλεφώνησε παλιά κοινή μας φίλη.
— Ξέρεις, η Μαρία είναι στο νοσοκομείο. Λευχαιμία. Ο πατήρ Γεώργιος έκανε και λειτουργία για τη σωτηρία της. Την έχουν δυο μήνες στην απομόνωση και δεν αφήνουν κανένα να μπει. Μόνο τον άντρα της. Είναι απελπισμένη. Εσύ σα γιατρός θα μπορούσες να τη βοηθήσεις.
Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα βοηθούσα. Δεν ήμουν σίγουρη ότι η απομόνωση ήταν για ιατρικούς λόγους. Ίσως να ήταν δική της επιλογή και τότε τι θέση είχα εγώ μετά τόσα χρόνια απομάκρυν­σης να εισβάλω έτσι στη ζωή της; Προσπάθησα να επικοινωνήσω με τους δικούς της, αλλά κανείς δε σήκωνε το τηλέφωνο. Αποφάσισα να πάω. Στο κάτω κάτω κάποτε μοιραζόμαστε τόσα μυστικά.
Ήταν ένα απόγευμα γλυκό. Η καλοκαιρία που ακολούθησε τις μεγάλες πλημμύρες. Πρόκληση για ζωή και μόνο η πορεία στην πλυμένη απ' τη βροχή καθάρια πόλη. Δε δυσκολεύτηκα καθόλου να τη βρω. Μου έδωσαν αμέσως το δωμάτιο της. Δε ρώτησαν ποια είμαι. Άρα δεν υπάρχουν ιατρικοί λόγοι απομόνωσης, σκέφθηκα κι ένιωσα άσχημα για τ' όμορφο πουκάμισο που είχα διαλέξει να φορώ.
Άνοιξα την πόρτα του δωματίου. Στο χολ φρουρός μια νοσοκό­μα ντυμένη κι αυτή στα ροζ με πράσινο σκούφο στα μαλλιά και μάσκα να της κρύβει το πρόσωπο. Εκείνη ακριβώς απέναντι, σκιά του εαυτού της.
Μαρία; ρώτησα.
Με κοίταξε δίχως να μ' αναγνωρίζει -δε φορούσε και τα γυαλιά της— και βιάστηκα να προσθέσω:
Μαρία είμαι η Ρένα κι αυτό μου φάνηκε γελοίο.
Πού το έμαθες; με ρώτησε καχύποπτα.
     Μου το είπε η Κοίτη. Είπε ότι σ έχουν σε απομόνωση και ότι σα γιατρός εγώ θα μπορούσα να σε δω. Μπορώ να περάσω;
-Μια στιγμή, είπε και ζήτησε από την αδελφή την πάπια αφήνο­ντάς με μόνη στο χολ. Κρυφοκοίταξα το θερμομετρικό διάγραμμα. Πήγαινε καλύτερα, όμως μ' αυτές τις αρρώστιες ποτέ κανείς δεν ξέρει.
Φόρεσα μιαν αποστειρωμένη μπλούζα και κουκούλα στα μαλλιά και υποπόδια και μάσκα και κάθισα στην καρέκλα απέναντι στο κρεβάτι της. Απέφευγε να με κοιτά. Πώς θα μπορούσα νάμαι φυσική; Κάθε φορά που με κοιτούσε το μέτωπο και τα μάτια μου έπαιρναν μια στερεότυπη έκφραση ψευτοσυμπόνοιας που δε μπο­ρούσε να της διαφύγει.
Με κατασκοπεύεις; με ρώτησε κάποια στιγμή.
Ναι, της είπα. Πώς το κατάλαβες;
     Τα μάτια σου όποτε σε κοιτώ παίρνουν την ίδια έκφραση, μου είπε.
     Είναι γιατί δε βλέπεις ολόκληρο το πρόσωπο μου, της απάντη­σα. Φταίει η μάσκα.
Προσπάθησα να της μιλήσω περί ανέμων και υδάτων, όμως εκείνη έμενε προσηλωμένη στο πρόβλημά της. Ένιωθα παρείσα­κτη. Σεβόμουν την απόφαση της να μη θέλει τον οίκτο κανενός. Δεν ήθελε ούτε τα παιδιά της να δει. Για να μην τους δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα, έλεγε. Κι οι δυο φοιτητές! Αν ήταν η δική μου μάνα σκεπτόμουν, με το ζόρι θα πήγαινα να τη δω.
Απλώς κουράστηκα μου είπε. Πάνω από δυο μήνες εδώ μέσα.
Της έλεγα τη δική μου περιπέτεια με κάποιαν εγχείρηση.
     Όλα ξεχνιούνται, της είπα, όλα περνούν. Θα το ξεχάσεις κι αυτό όπως δε θυμάσαι πια τους πόνους απ' τις γέννες σου. Ήξερα ότι δεν ήταν το ίδιο. Έβλεπα ανάμεσά μας στα ροζ το φάσμα της αλήθειας του θανάτου. Για μένα το αύριο φαινόταν να χαμογελά, ακόμη κι αν βγαίνοντας απ' το νοσοκομείο κάποιο αυτοκίνητο με παράσυρε τραυματίζοντάς με θανάσιμα. Εκείνη αφουγκραζόταν τα βήματα του θανάτου της να πλησιάζουν, όπως το θύμα ακούει ανή­μπορο το δολοφόνο σε κάθε καλογυρισμένο θρίλερ.
Αφού είπαμε κάμποσες κοινοτυπίες βγάζοντας κάθε κουβέντα με το ζόρι πήρε το νεφροειδές και στην αρχή το χρησιμοποίησε σαν καθρέφτη κι έστρωσε τα ελάχιστα άσπρα μαλλιά που ξέφευ­γαν απ' το σκουφάκι. Μετά από κάθε κίνηση που γινόταν τελε­τουργικά έπρεπε να πλένει τα χέρια της με οινόπνευμα. Έπειτα ξέπλυνε το στόμα της με χαμομήλι με σόδα.
Έχω μια στοματίτιδα, μου είπε.
Και τα μωρά μας είχαν, θυμάσαι; είπα ξέροντας και πάλι ότι ήταν άτοπο.
Με συγχωρείτε, μου είπε, φτύνοντας στο νεφροειδές κι ο πληθυντικός με πάγωσε.
Της είχαν πάει ριζόγαλο και το κατάπινε με δυσκολία. Στο λαιμό της δίπλα απ' τις ουλές απ' τις παρακεντήσεις κρεμόταν ένα σταυρουλάκι, ενώ στη γωνία του δωματίου υπήρχε μια φωτογραφία κάποιου εικονίσματος της Παναγιάς με ξεραμένες γαρδένιες μπροστά της. Δεν πίστευα ότι ο θεός μπορούσε να την παρηγορή­σει, όμως τι είχα καλύτερο να της προτείνω; Θά 'θελα να είχα τον καιρό να της ιστορήσω τις φιλοσοφικές μου περιπλανήσεις, να κουβεντιάσουμε σε βάθος όπως παλιά, όμως οι πόρτες είχαν κλεί­σει. Κάποια στιγμή δεν άντεξα το βάρος της απομάκρυνσης που υπογράμμιζε τα κενά της σιωπής μας.
Άκουσε, της είπα, ήλθα εδώ γιατί μου είπαν πως ίσως βοηθώ κι επειδή πιστεύω ότι κάποτε είμαστε φίλες και για μένα οι φιλίες δεν πεθαίνουν ακόμη κι αν η ζωή μας απομακρύνει.
Ναι, είχαμε απομακρυνθεί τα τελευταία χρόνια, συμφώνησε.
Αν θες να μείνεις μόνη φεύγω και τούτη τη στιγμή, αν πάλι πιστεύεις ότι μπορώ να σε βοηθήσω να ξεφεύγεις μπορώ νά 'ρχομαι καθημερινά και να σου αραδιάζω ιστορίες, ξέρεις είμαι πολύ καλή σ' αυτό.
Πώς θα μπορούσα να σου πω να φύγεις; μου είπε.
Μα είναι δικαίωμά σου να θες να μείνεις μόνη! της είπα, κι έπειτα γιατί λες "με συγχωρείτε" γιατρός είμαι, έχω δει πολύ χει­ρότερα απ' το να φτύνει κάποιος.
     Δεν είναι ότι δε θέλω να τους βλέπω, προσπάθησε να μου εξηγήσει. Αλλ' είναι τόσο πολλοί οι επισκέπτες που κουράζομαι.
Ήξερα ότι είναι ψέματα Όποιος μένει τρεις μήνες στο νοσοκο­μείο βλέπει τους επισκέπτες ν' αραιώνουν. Απλώς κουραζόταν να παίζει θέατρο και ίο έπαιζε περίφημα κάθε φορά που σήκωνε το τηλέφωνο. Μόλις το σήκωνε μεταμορφωνόταν ξανά στη Μαρία που θυμόμουν. Ξέγνοιαστη δήθεν, χαμογελαστή τους βεβαίωνε όλους πως πάει καλύτερα για να βυθιστεί ξανά στην απόγνωση μόλις έκλεινε το ακουστικό.
Όμως ανάμεσά μας ο πάγος είχε σπάσει. Ανοίξαμε τις κουρτίνες και το δειλινό μπήκε θωπευτικά στο ροζ δωμάτιο. Εκείνη εξακο­λουθούσε να καταπίνει με δυσκολία κάθε μπουκιά.
Ξέρω από το σιτηρέσιο των νοσοκομείων, της είπα.
     Είναι γιατί έχω χάσει τη γεύση μου, είπε και δε μπορώ να φάω.
Σταμάτησε στα μισά κι έδειξε το μπολ στη νοσοκόμα.
Όλο, της είπε. Πρέπει να σας παχύνουμε.
     Ο δεσμοφύλακάς μου διατάσσει "όλο", μου είπε και γελάσαμε κι άρχισα να της θυμίζω κάποιες απ' τις παλιές μας εμπειρίες δίχως πια την αίσθηση του μνημόσυνου.
Σου πάνε τα ροζ, μου είπε κάποια στιγμή.
Ναι, γέλασα, ειδικά όταν φοράω πράσινη μάσκα και σκούφο.
     Όταν σε είδα να μπαίνεις, μου είπε, νόμιζα ότι έβλεπα μιαν οπτασία.
     Είναι γιατί δε φορούσε τα γυαλιά σου, της είπα, αν και ήξερα καλά τι εννοούσε. Ήταν σαν να βλέπει αυτό που θα μπορούσε να είναι, αν η αρρώστια δεν την καθήλωνε σ' αυτή τη φυλακή. Κι αυτό ακριβώς προσπαθούσε ν' αποφύγει αποφεύγοντας τις επι­σκέψεις. Μισούσε την εικόνα του ίδιου της του εαυτού, όπως καθρεφτιζόταν στα μάτια των γνωστών της. Δεν την απασχολούσε ο θάνατος, αλλά η αξιοπρέπεια της σημαδεμένης της ζωής. Προσπάθησε να το κρατήσει μυστικό στην αρχή από όλους. Κι απ' τον άντρα της κι απ' τα παιδιά Ώσπου η αρρώστια την ανάγκασε να υποταχθεί.


Έμεινα αρκετά Μου ζήτησε να μείνω μέχρι που ήλθε ο γιατρός που της έριξε το κυτταροστατικό στον ορό της. Θυμάμαι τον τρόμο που επανήλθε σχο βλέμμα της κείνη την ώρα. Ξέρω τις παρενέργειες αυτών των φαρμάκων και δεν ξεχνώ πόσο ευάλωτος γίνεται ο άνθρωπος απέναντι στον πόνο. Για όποιον έχει φθάσει στα όρια και μια ένεση παραπάνω είναι ικανή να ξυπνήσει μέσα του την επανάσταση. Σκεπτόμουν ότι εγώ στη θέση της δεν θα είχα αντέ­ξει τόσο. Θα είχα πετάξει τους ορούς και θά 'χα βγει στους δρό­μους έρμαιο του κάθε μικρόβιου. Θά 'χα εγώ αναλάβει την ευθύνη του θανάτου μου, γιατί για μένα ζωή δεν ήταν αυτή η τεχνητή παράταση της τραγωδίας.
Της τηλεφώνησα την άλλη μέρα. Ήταν ευδιάθετη.

     Είσαι καλύτερα; τη ρώτησα αν κι ήξερα ότι και χειρότερα αν ήταν πάλι θα με βεβαίωνε πως όλα πάνε καλά. Πάλι ριζόγαλο έφαγες; τη ρώτησα.
     Έχει μεγάλη ποικιλία το σιτηρέσιο εδώ, κορόιδεψε κι αυτή η επανεμφάνιση του χιούμορ μ' έπεισε ότι πράγματι πάει καλύτερα
Ναι, ξέρω, της είπα. Ο δεσμοφύλακας τι κάνει;
     Καλά είναι, γέλασε και συμπλήρωσε. Πάντα με το χαμόγελο. Σου εύχομαι πάντα έτσι νά 'σαι.
     Μα στο χρωστούσα, της είπα. Ήσουν ο Φρέντυ Γερμανός της Κατασκήνωσης. Μας έκανες όλους να γελάμε.
     Θυμάσαι, μου είπε, που διαβάζαμε μαζί κάποια βιβλία; Κι εκεί­νη την εκδρομή στο Άστρος, τη θυμάσαι;
     Και βέβαια, της είπα. Που τ' αγόρια μας έκαναν καντάδες και με τ' απαγορευμένα τότε τραγούδια του Θεοδωράκη... Κι εκείνη η καταιγίδα μετά...
     Ναι, την είχα ξεχάσει την καταιγίδα, μου είπε. Τι τρομερή! Ωραία χρόνια! και κατάλαβα ότι αυτή η εκδρομή ήταν από τις πλουσιότερες εμπειρίες στη ζωή της.
     Σε φιλώ, έστω από μακριά, της είπα. Χθες πάντως αυτό που μ' ενοχλούσε πιο πολύ ήταν που δε μπορούσα να σ' αγγίξω.
     Θα μ' αγκαλιάσεις όταν βγω, μου υποσχέθηκε. Στην πορεία μου γραφείο - σπίτι κάπου θα συναντηθούμε είπε, κι ένιωσα ότι αυτή ήταν η ζωή της. Ένα εκκρεμές γραφείο - σπίτι.
     Ναι, αστειεύτηκα. Θα σε δω στη μέση του δρόμου και θα τρέξω να σ' αγκαλιάσω.
Νά 'σαι πάντα καλά, μου ευχήθηκε.
Εσύ νά 'σσι καλά. Να γίνεις γρήγορα καλά. Να είσαι κάθε μέρα και καλύτερα.
Η ευχή μου έπιασε. Την άλλη κιόλας μέρα βγήκε απ' την απο­στείρωση κι όταν τη ρώτησα αν θά 'θελε να την επισκεφθώ μου είπε ότι, δεν υπάρχει λόγος, σε λίγες μέρες βγαίνει. Της τηλεφώ­νησα μετά μια βδομάδα και τη βρήκα στο γραφείο της. Με βεβαί­ωσε ότι είναι περίφημα.
Θά 'θελες καμιά μέρα να βρεθούμε; της πρότεινα. Να 'ρθώ στο σπίτι σου ή νά 'ρθεις στο δικό μου να τα πούμε.
Δεν έχω και πολύ καιρό, απάντησε. Ξέρεις, οι δουλειές μου μείναν τόσο πίσω μ' αυτή την αρρώστια.
Δεν την αγκάλιασα ποτέ ξανά. Δεν έτυχε να συναντηθούμε στην πορεία γραφείο - σπίτι. Κι ούτε και πρόλαβα να τη μολύνω με τα φιλοσοφικά μου ερωτηματικά. Μαθαίνω ότι δεν έχει σοβαρά προβλήματα υγείας. Βρίσκεται απλώς υπό παρακολούθησιν. Απλώς για κείνην εγώ ήμουν νεκρή από το τέλος της εφηβείας μας και ήταν άστοχο να επανεμφανιστώ όταν εκείνη βρέθηκε στο σύνορο του θανάτου. Εγώ ήμουν κλεισμένη στο ροζ δωμάτιο της μνήμης της και δεν έπρεπε ν' αποδράσω, αφού η ανάμνηση της καλοκαιρι­νής μας καταιγίδας δε μπορούσε ν' αναστατώσει το εκκρεμές της δικής της καθημερινότητας. Έπρεπε ν' απομονωθώ ξανά στο ροζ δωμάτιο. Άλλωστε, μου τό 'χε πει, τα ροζ μου πάνε τόσο, ειδικά με την πράσινη μάσκα και το σκούφο.

Θυμάμαι ακόμη με πόνο ένα ασήμαντο περιστατικό που είχε συμβεί πριν από πολλά χρόνια. Σε κάποιο γάμο περιμένοντας τη νύφη η κόρη μου μικρό κοριτσάκι βρίσκει χάμω ένα βαρύ παράξε­νο βραχιόλι. "Κοίτα μαμά τι βρήκα!" φώναξε και μου το έδωσε. Το περιεργαζόμουν —ήταν ιδιόρρυθμο με κάτι παράξενα φλουριά— όταν μια γυναίκα στο πιο πάνω σκαλί λέει: "Α, δικό μου είναι". Ήμουν σίγουρη ότι δεν ήταν δικό της. Δεν έδειξε χαρά γιατί το ξαναβρήκε ή έκπληξη πώς να της έπεσε. Κοιτούσε με εξυπνακίστικο ύφος τη φιλενάδα της και μου το ζήτησε χωρίς καν να πει ευχαριστώ. Σκεπτόμουν αργότερα ότι αν της ζητούσα να μου το περιγράφει θ' αποδεικνυόταν ότι δεν είναι δικό της. Σκεπτόμουν ότι θα μπορούσα να της ζητήσω να πάμε στο Τμήμα να της το παραδώσω αφού έλεγε ότι είναι δικό της. Αυτό το περιστατικό με πονούσε. Έψαχνα να βρω το γιατί. Δεν είχα χάσει τίποτε, αφού δεν ήταν δικό μου το βραχιόλι. Ήταν ένα βραχιόλι χοντροκομμέ­νο και βαρύ, που ποτέ δε θα φορούσα. Θά 'πρεπε να το πάω ίσως στην αστυνομία για να κάνω μάθημα τιμιότητας στην κόρη μου μπαίνοντας σε πρόσθετους μπελάδες. Δεν καταλάβαινα τι με ενο­χλούσε τόσο σ' αυτή την ιστορία. Με πλήγωνε το γεγονός ότι αυτή η άξεστη απατεώνισσα θα το έδειχνε παντού και θα γελούσε σε βάρος μου, θα κοκορευόταν για το πόσο εύκολα μ' εξαπάτησε και θα πίστευε ότι είναι υπερβολικά έξυπνη. Αυτό που μ' ενοχλού­σε τελικά είναι ότι αυτή η γυναίκα είχε δίκιο. Ήταν γραμμένο στο πρόσωπο μου ότι προσφέρομαι για εκμετάλλευση. Είμαι καλή, δηλαδή είμαι κορόιδο.
Έτσι και τώρα με τη θεία Παρθένα Ήμουν η μόνη της ελπίδα, η μόνη της παρηγοριά, κανείς άλλος δεν την είχε επισκεφθεί από τους κοντινούς της συγγενείς που υποτίθεται την αγαπούσαν και την παρακαλούσαν να τη φιλοξενήσουν σπίτι τους, παρ' όλα αυτά ακόμη και κατάκοιτη εξακολουθούσε να με απομυζά χρησιμοποιώ­ντας πότε απειλές και πότε κολακείες. Θεωρούσε αυτονόητο τ' ότι έπρεπε να έχει αποκλειστική νοσοκόμα και μεταχείριση αρχοντική και κατηγορούσε το προσωπικό για έλλειψη ανθρωπιάς. Δεν της συμπεριφερόντουσαν με αγάπη, όταν της άλλαζαν τρεις φορές την ημέρα τα κατουρημένα σεντόνια. Το φαΐ της φαινόταν πληκτικό, όλο τα ίδια και τα ίδια Δεν θυμόταν ότι τα περισσότερα χρόνια της ζωής της τα είχε περάσει σε ταπεινωτική ένδεια. Απαριθμούσε μόνο τα πεσκέσια που έφερναν οι μεροκαματιάρηδες από τον κάμπο. Βλέποντας τις απαιτήσεις που είχε από το νοσοκομείο με φρίκη συλλογιζόμουν τις απαιτήσεις που θα είχε αν την έπαιρνα στο σπίτι, όπως το επιθυμούσε. Τώρα με καλόπιανε. "Να πάμε στο σπιτάκι μας, Ρένα μου. Στο κρεβατάκι μου".
Στο σπίτι ποιος θα σε φροντίζει;
Εσείς, Ρένα μου.
Εμείς λείπουμε. Πάμε στη δουλειά μας. Εδώ είναι νοσοκομείο ειδικό για τέτοιες περιπτώσεις.
Θα μπορούσε να με πάρει η μαμά σου, όπως την άλλη φορά.
Όπως και συ λες, η μαμά μου είναι άρρωστη και χρειάζεται
φροντίδα Δε μπορεί πια να φροντίζει άλλους.
Ήξερα τι θ' ακολουθούσε αν ερχόταν σπίτι. Θ' απαιτούσε την αποκλειστική μου φροντίδα μέρα και νύχτα.
Τη νύχτα σε βλέπω ολοζώντανη μπροστά μου, έλεγε.
Είναι γιατί κι εγώ σε νοιάζομαι, της αποκρινόμουν.
     Όμως σε φώναζα και δε μ' αποκρινόσουν. Ήταν μονάχα αυτή η ξένη γυναίκα πλάι μου. Κι οι ξένοι άνθρωποι δεν πονούν.
     Τι να γίνει, γιαγιά, της έλεγε κι η πλαϊνή. Και μένα ο άντρας μου λέει ότι τώρα που είμαι στο νοσοκομείο ψάχνει κάθε βράδυ που ξυπνά πλάι του το κρεβάτι.
Όμως εγώ στεναχωριέμαι, συνέχιζε η θεία.
     Κι εγώ στενοχωριέμαι περισσότερο της έλεγα, μα τι να κάνουμε;
Η ζωή μου είχε μπει σ' ένα νέο ρυθμό, που περιείχε την υποκρι­τική επίδειξη ευσπλαχνίας. Ήμουν στριμωγμένη. Τα έξοδα σοδιάζονταν, ενώ τα έσοδα γινόντουσαν όλο και πιο λειψά. Έβρισκα παρηγοριά στις απλές καθημερινές πράξεις. Στη σαλάτα που έκοβα, στα ρούχα που έβαζα στο πλυντήριο, στα μικροαντικείμενα που τακτοποιούσα, σε ο,τιδήποτε με απασχολούσε να ξεφύγω απ' την έγνοια της.
Της έλεγα να κάνει υπομονή.
    Πόσο περισσότερο υπομονή; ρωτούσε κι ήξερα ότι είχε δίκιο. Μπαίνοντας στη θέση της το ίδιο θα ένιωθα Αν αργούσα λίγο κι έφερναν το φαγητό έκλαιγε.
     Γιατί; ρωτούσα. Αφού ξέρεις ότι κάθε απόγευμα έρχομαι. Δε μπορώ πιο πολύ. Έχω τη δουλειά μου, τον άντρα μου και τα παι­διά. Μακάρι να μπορούσα περισσότερο.
Δεν έχω αξιώσεις, έλεγε μ' αξιοπρέπεια.
     Δεν είναι θέμα αξιώσεων, μωρέ θεία, της έλεγα. Στο λέω μόνο για να μη στενοχωριέσαι.
Κάποιες φορές πολύ παραστατικά διεκτραγωδούσε την απελπι­σία της.
     Δεν είμαι πια η ίδια Παρθένα έλεγε. Έχω αλλάξει. Η κατάστασή μου επιδεινώνεται. Η καρδιά μου έχει πληγωθεί βαριά. Το κορμί μου είναι πληγιασμένο.
Προσπαθούσα τότε να την παρηγορήσω απαριθμώντας της τα χειρότερα και λέγοντάς της ότι εκείνη πραγματικά γίνεται καλύτερα μέρα με τη μέρα. Δε μπορούσα να την πείσω όσο έμενε στο νοσοκομείο.
Να η διπλανή σήμερα χειρουργήθηκε και βγαίνει, μου έλεγε.
     Μα σ' εκείνη απλώς έκοψαν τα ράματα, δεν της έκαναν εγχεί­ρηση. Εσύ πρέπει πρώτα να περπατήσεις.
Κάποιο απόγευμα πέρασαν κάτι θεούσες που μοίραζαν φυλλά­δια θρησκευτικά
    Μήπως θα θέλατε να κοινωνήσετε; τη ρώτησαν, τώρα που είναι Μεγάλη Σαρακοστή; Θα μπορούσαμε να ειδοποιήσουμε τον ιερέα. Η θεία Παρθένα αγρίεψε.
    Όχι, όχι, τους έλεγε με αγανάκτηση που φούντωνε όσο εκεί­νες επέμεναν στο θεάρεστο έργο της προπαγάνδας.
     Τι νομίζουν; μου είπε μετά με θυμό. Με έχουν για ξεπάστρεμα;
-Όχι καλέ θεία, της είπα Νοσοκομείο είναι κι επειδή οι άρρω­στοι δε σηκώνονται απ' το κρεβάτι πάει ο παπάς και τους κοινωνεί.
Δεν την έπεισα
Εγώ μόνο στο χωριό θα κοινωνήσω, μου είπε.
Ναι, της είπα Γι' αυτό κοίτα να γίνεις γρήγορα καλά.
Η ηλικία της ήταν πάντα θέμα ταμπού.
     Η κορούλα; τη ρωτούσαν οι συγγενείς των διπλανών αρρώ­στων βλέποντάς με.
     Δεν απαντούσε. Μερικοί συνέχιζαν. Η εγγονούλα; και τότε νευρίαζε.
     Είναι η θεία μου η Ρένα, που έχει το όνομα της μάνας του αδελφού μου του Παύλου, προσπαθώντας έτσι να εξηγήσει ότι είμαι η ανιψιά, που φέρει το όνομα της αγαπημένης θείας του ξαδέλφου που τον αγαπούσε σαν αδελφό, αλλά οι άλλοι την κοι­τούσαν με οίκτο πιστεύοντας ότι η καημένη η γιαγιά αν και τόσο γλυκιά κι ευγενικά δεν τά 'χει και τετρακόσια.
Σιγά σιγά άρχισε να μπαίνει στην ανάρρωση. Δεν πονούσε πια, σηκωνόταν με βοήθεια, αλλά δεν μπορούσε να ελέγχει τα ούρα της και χρειαζόταν απαραίτητα τον καθετήρα.
     Τώρα είμαι καλά και δεν πονώ, άρχισε. Γιατί δε με παίρνετε σπίτι; Εδώ αδιαφορούν. Χτυπώ το κουδούνι τόσες φορές και δεν έρχονται να με αλλάξουν.
Ακόμη την τάιζα Χαϊδευόταν και δεν έτρωγε μόνη της.
     Ακόμη είσαι αδύναμη, της είπα. Ούτε να φας μόνη σου δε μπορείς.
Πήρε αμέσως το δίσκο που το προηγούμενο βράδυ της φαινό­ταν βαρύς, ακόμη και να τον ακουμπώ στα πόδια της κι έφαγε με πείσμα μόνη της όλο το φαγητό.
     Ήταν πολύ σκληρά τα μπιφτέκια, κατέληξε. Αυτά με κάνουν δυσκοίλια και υποφέρω. Ορίστε. Τρώω μόνη μου. Πότε θα με πάρεις;
     Πρέπει να προχωρήσεις μόνη, της είπα Πρέπει να μπορείς να πηγαίνεις μόνη σου στην τουαλέτα. Εδώ ξέρουν. Στο σπίτι ποιος θα σου τα κάνει όλα αυτά;
Όλο και κάποιος θα βρεθεί στο σπίτι, είπε.
     Στο σπίτι ξέρεις καλά ότι έχουμε όλοι τις δουλειές μας. Πώς θα σ' αφήνουμε μόνη; Κι αν ξαναπάθεις το ίδιο;
Αυτό ήταν μια κακιά ώρα. Αποκλείεται να ξανασυμβεί.
    Θα δούμε τι θα πούνε οι γιατροί. Αυτοί ξέρουν, έκλεισα διπλωματικά την κουβέντα.
Κανονίσαμε μετά το νοσοκομείο να μπει σε μια κλινική αποκα­τάστασης τέτοιων περιστατικών. Το περιβάλλον ήταν καλό, τα δωμάτια τρίκλινα κι οι άλλες δυο γιαγιάδες αν και μικρότερες φαινόντουσαν χούφταλα μπροστά της. Το πρώτο βράδυ η μια γιαγιά μια Ζακυνθινή με σκουφάκι, παλιά κοντέσα με δισέγγονα που είχε ήδη συμπληρώσει 6 μήνες στο κέντρο αποκατάστασης, αφού την ημέρα που θά 'βγαινε μετά το κάταγμα του μηρού έπεσε κι έσπασε την επιγονατίδα, προσπάθησε να της πιάσει την κουβέντα
     Ε γιαγιά της είπε. Ποια είναι πιο μεγάλη απ' τις δυο μας; Εγώ είμαι του τόσο. Εσύ του πόσο είσαι;
Η θεία Παρθένα έκανε την κουφή. Η κόρη της γριάς, που είχε μάθει απ' τις νοσοκόμες, είπε στη μάνα της: "Είναι ένα χρόνο μεγαλύτερη σου", ενώ εγώ απεγνωσμένα της έκανα νεύματα να σταματήσει την κουβέντα.
     Μπα, Ετσι λοιπόν, μου ρίχνεις ένα χρόνο, είπε απογοητευμένη η κοντέσα. Δε βαριέσαι. Κι οι δυο μας πετσί και κόκαλο θα δώσουμε να φάνε τα σκουλήκια
Η θεία μου είναι δεσποινίς, εξήγησα
  Μα βέβαια, μπήκε στο νόημα η κόρη. Είναι μικρή. Αλλωστε φαίνεται. Μια χαρά είναι.
Τότε μόνο εδέησε να μιλήσει η θεία Παρθένα και ν' αρχίσει να ιστορεί τα βάσανα που πέρασε και τα οποία της άλλαξαν την όψη, που πρώτα δεν ήταν έτσι. Δεν είμαστε βέβαια και κουτσουνάκια, κατέληξε, αλλά ούτε και ηλικιωμένες.
Ήδη πήγαινε καλύτερα κι αποφασίσαμε ότι η νυχτερινή δεν ήταν απαραίτητη κι ότι θα ήταν καλύτερα τουλάχιστον στην αρχή να πάρουμε μιαν αποκλειστική το πρωί για να τη βοηθά να περπατάει. Επαναστάτησε. Φοβόταν να μείνει μόνη τη νύχτα, εκείνη που έμενε μόνη της μια ζωή. Απαιτούσε τη διαφορετική μεταχείριση από τους υπόλοιπους αρρώστους, θεωρούσε αναφαίρετο δικαίωμά της το να εξυπηρετεί αμέσως το προσωπικό και την παραμικρή της ιδιοτροπία και όλο γκρίνιαζε για την απονιά των αδελφών που δεν ερχόντουσαν αμέσως να την αλλάξουν ή να της φέρουν την πάπια, ενώ όπως μου έλεγαν οι γειτόνισσές της απλώς μπέρδευε το προσωπικό ζητώντας από την τραπεζοκόμα την πάπια κι από την καθαρίστρια το φαγητό. Όλοι οι άντρες ήταν για κείνη γιατροί και γι' αυτό έπαιρνε τη γνώμη τους πολύ στα σοβαρά.
Μεγάλη Παρασκευή κι ενώ το πρωί ήταν μια χαρά, τ' απόγευμα μας τηλεφώνησαν ότι την είχαν μετακομίσει στη "Σωτηρία", γιατί είχε παρουσιάσει πυρετό και μετά από την ένεση του αντιπυρετικού έκανε αλλεργική αντίδραση, που παρ' ολίγο να την ξαποστεί­λει στον άλλο κόσμο. Τρέξαμε στα εξωτερικά ιατρεία την ώρα που ο κόσμος πήγαινε στον Επιτάφιο και τη βρήκαμε καθιστή στο κρε­βάτι μ' έναν ορό, έξαλλη από θυμό.
  Έλα εδώ Ρένα, μου είπε. Είναι κατάσταση αυτή; Όλοι με ρωτούν πόσων χρόνων είμαι. Πού θέλουν να ξέρω; Αυτά είναι πράγματα που γράφει μόνο η ταυτότητα Εγώ μπορώ να τους πω μόνο με ποιους πήγαινα σχολείο.
Ήταν πολύ τυχερή. Εφημέρευαν νέοι γιατροί της πανεπιστημια­κής κλινικής με κέφι για δουλειά, έκαναν ό,τι καλύτερο γι' αυτήν, αφού ήταν μια διασκεδαστική νότα στην κούραση της εφημερίας η κατηγορηματική απάντηση της γιαγιάς ότι είναι 30 χρόνων. Μετά την κορτιζόνη και θα μπορούσε να γυρίσει στο ίδρυμα, αν δεν ήταν οι αργίες μαζεμένες, και αν τα αέρια του αίματος δεν έβγαι­ναν παθολογικά απ' την τρομάρα της θείας, που βαριανάσαινε όποτε την πλησίαζαν να της πάρουν αίμα. Έτσι της έκαναν εισα­γωγή σ' ένα δίκλινο δωμάτιο με λουτρό, την εποχή που τα περισ­σότερα νοσοκομεία νοσήλευαν σε ράντζα στο διάδρομο και με συγκάτοικο μια νεαρή καλόβολη κοπέλα με άσθμα. Κάθισε δεκα­πέντε μέρες που της φάνηκαν μαρτύριο, γιατί αισθανόταν θαυμά­σια παρά τον πυρετό της και δεν καταλάβαινε γιατί της έδιναν Οξυγόνο ή γιατί τη βασάνιζαν καθημερινά παίρνοντάς της αίμα. "Θέλω να πάω στο σπίτι μου, έλεγε. Πυρετός! Πρώτη φορά παθαί­νω πυρετό; Θα πω στη γειτόνισσα να με τρίψει και θα γίνω περδίκι.»
Βγαίνοντας από το νοσοκομείο και με την εντατική εκπαίδευση μετά περίπου ένα μήνα στο κέντρο αποκατάστασης η θεία Παρθένα όχι μόνο περπάτησε, αλλά θα μπορούσε και να τρέξει σε μαραθώνιο. Μόνο της πρόβλημα ήταν η ακράτεια, "τα μητρικά" όπως έλεγε, που της έμειναν από την εγχείρηση και που ήταν πολύ υγιεινό να βγαίνουν για να καθαρίζει. Προσπάθησα να την εκπαι­δεύσω στο να χρησιμοποιεί τις ειδικές πάνες, αλλά εκείνη επέμενε ότι τα πανιά είναι πιο βολικά και απαιτούσε να της φέρνω παλιόπανα πετώντας ή καταστρέφοντας σκόπιμα αυτά που της αγόραζα. Είχαμε έλθει σε επαφή με κάποιους οίκους ευγηρίας και παρακα­λέσαμε την κοινωνική λειτουργό του ιδρύματος να της κάνει την πρώτη νύξη. Επαναστάτησε.
— Είμαι αυτεξούσια, έλεγε. Δε θ' αλλάξω εγώ τις συνήθειές μου. Θα πάω στο χωριό και θα μείνω στο anrui μου. Δεν έχω ανάγκη κανένα Όλοι με αγαπούν. Μόλις σφυρίξω στον παπά θα τρέξει. Δε ζητούσε πια να 'ρθεί στο δικό μου σπίτι στην Αθήνα, ούτε στο σπίτι μου στο χωριό, γιατί έχει σκαλιά Ήθελε να πάει στο δικό της σπίτι, που όμως ακόμη δεν είχε ούτε φως, ούτε νερό. Θα ήταν σα να ξαναγυρνούσε στις συνήθειες που είχε εγκαταλείψει τα τελευταία επτά χρόνια που ακολούθησαν το βιασμό της.
Μάταια της θύμιζα ότι μόλις το τελευταίο καλοκαίρι μ' είχε καλέ­σει άρον άρον δηλώνοντας ότι ποτέ δε θα ξαναπήγαινε στο χωριό. Μάταια της υπογράμμιζα τους κινδύνους. "Αν είχες πέσει εκεί, θα είχες πεθάνει".
Αυτό έγινε μια φορά. Δεν πρόκειται να ξανασυμβεί. Εγώ δεν είμαι βάρος σε κανένα
  Δεν έγινε μια φορά, της θύμισα. Τέσσερις φορές χρειάστηκε άρον άρον να σε πάρουμε και τώρα υπάρχουν μεγαλύτερες πιθα­νότητες να ξανασυμβεί. Το πόδι σου μπορεί να βγει με την παρα­μικρή απότομη κίνηση.
  Θα προσέχω! επέμενε. Είμαι εντελώς καλά καλύτερα απ' ότι ήμουν πριν.
Της είπα ακόμη και ήταν αλήθεια, ότι ο βιαστής είχε αποφυλακι­στεί και βρισκόταν ξανά στο χωριό. "Δε θα ξανάρθει σε μένα" δήλωσε.
Δεν είχα επάνω της κανένα δικαίωμα, ούτε νομικά, ούτε συναι­σθηματικά Στο βάθος σεβόμουν το δικαίωμά της να θέλει να κου­μαντάρει τη ζωή της αν κι ήξερα ότι κάτι τέτοιο πια ήταν ανέφικτο. Σε λίγο θα ξαναχτυπούσε ή θα ξαναρρώσταινε. Μαθημένη να τρώει καθημερινά στην ώρα της με όλες τις ανέσεις θα ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί στις παλιές συνθήκες ζωής. Δε μπο­ρούσε να συγκατοικήσει με κανένα. Κανείς δεν την ανεχόταν στο χωριό. Κανένα αντίτιμο δεν θα ήταν αρκετό για τέτοιο μπελά. Μπορούσαμε μόνο να εξασφαλίσουμε τη διακριτική επιτήρηση κάποιων συγχωριανών, έναντι κάποιου τιμήματος που θα μας εξα­σφάλιζε τ' ότι θα είχε ένα πιάτο φαΐ και ότι κάποιος θα περνούσε να της πει μια "καλημέρα". Ήμουν βέβαιη για την κακογλωσσιά του κόσμου. Όλοι θα έλεγαν ότι την παράτησα μόνη, ενώ θά 'πρεπε να την κλείσω σε κάποιο Ίδρυμα Πίστευα όμως ότι είχα κάνει ότι ήταν ανθρώπινα δυνατό γι' αυτήν μ' αντάλλαγμα μπελά­δες κι αχαριστία. Δεν είχα τίποτε παραπάνω για να της δώσω. Ήδη τα περιθώρια της αντοχής μου είχαν μειωθεί. Τέσσερις μήνες καθημερινά κάθε απόγευμα την επισκεπτόμουν παίρνοντας τα κατουρημένα της για να γκρινιάζει ότι δεν της φέρνω και κανένα φουστανάκι της προκοπής, όλο με τη ρόμπα γυρίζει στους δια­δρόμους. Γιατί και βέβαια δεν έμενε πια στο θάλαμο της, την είχαν βάλει σε δίκλινο που έγινε μονόκλινο, γιατί κανείς δεν ανεχόταν τη μπόχα της, αλλά έβγαινε στους διαδρόμους και επισκεπτόταν θαλάμους, όχι γιατί η ίδια ένιωθε μοναξιά, αλλά "από φιλανθρω­πία", επειδή οι άλλοι δεν ήταν καλά όπως εκείνη. Είχαμε ήδη εξα­ντλήσει τα περιθώρια ανοχής του προσωπικού του Ιδρύματος. Δε μας έμενε άλλη Λύση απ' αυτή που μας επέβαλε η ίδια. Θα καταλά­βαινα την αξιοπρέπεια του να θέλει να πεθάνει στο σπίτι της. Εκείνη όμως απλά πίστευε ότι όντας 30 χρόνων και με το σπίτι επισκευασμένο σίγουρα, επιτέλους θα παντρευόταν, ειδικά τώρα που η μήτρα της καθάρισε. Έχουμε δικαίωμα να παρέμβουμε στον παραλογισμό, που οι άλλοι ορίζουν για πραγματικότητα; Είχε επι­βιώσει σχεδόν για ένα αιώνα, ακριβώς επειδή πίστευε ατράντακτα στην πραγματικότητα του παραλογισμού της.

Τελικά ένας ψυχίατρος μας συμβούλευσε. "Κανένας γέρος δε μπαίνει με τη θέλησή του στο γηροκομείο, μας είπε. Θα της λέτε ότι θα την πάτε στο νησί κι όλο θα το αναβάλετε με κάποια πρό­φαση". Έτσι ο οίκος ευγηρίας βαφτίστηκε κλινική γυναικολογική κι η θεία Παρθένα μπήκε για θεραπεία από τα "μητρικά" που της είχε αφήσει η εγχείρηση. Η αιματουρία ήταν μόνιμη, ξανάπαθε κάποιες κρίσεις αλλεργίας, πλήρωνα ακριβά, αλλ' ήμουν ελεύθερη κι ήσυχη. Ήξερα ότι η θεία Παρθένα ήταν καθαρή, χορτάτη και είχε πάντα κάποιον κοντά της για κάθε ενδεχόμενο. Δυο χρόνια άντεξε έτσι. Πέθανε ξαφνικά στον ύπνο της, σαν το πουλάκι. Ειλικρινά λυπήθηκα. Κάθε φορά που πήγαινα μ' αγκάλιαζε σφιχτά με τη δίψα που ένα ορφανό κρεμιέται απ' το λαιμό της μάνας. Είχε πια συνείδηση της αδυναμίας της, αλλ' όχι και της ηλικίας. Ποτέ δεν της επέτρεψα ξανά να στραγγαλίσει τη ζωή μου. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερα αν πέθαινε νωρίτερα, τότε που ακόμη ζούσε αυτεξούσια στο χωριό. Αν και γκρίνιαζε πότε πότε, ποτέ δεν έπαψε να ελπίζει. Ζούσε μέχρι τέλος λες κι όλη η ζωή ήταν μπρο­στά της. Και πάντα γι' αυτό τη ζήλευα".


Απόσπασμα 13η συνέχεια από "Ονείρου απατηλότερα"
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης