Η ώρα της σιωπής 7η συνέχεια

Η ώρα της σιωπής
7η συνέχεια

Τ' αδέρφια μου τα κράτησα σ' απόσταση. Με πρόφα­ση τ' αδύνατα νεύρα της Τάνιας αρνήθηκα να τους δεχτώ στο σπίτι μου. Συχνά τους τραπέζωνα έξω σε κέντρα πολυτε­λή που μόνο στα όνειρά τους θα μπορούσαν να επισκε­φτούν. Όμως όταν έγιναν φορτικοί αναγκάστηκα να ξεκό­ψω τελείως. Άρχισαν με τα ρουσφέτια. Μετά το θρίαμβο μου στις εκλογές βάλθηκαν να διεκδικούν διευκολύνσεις για γνωστούς και φίλους, δεν έπαυαν να μου θυμίζουν τη συμβο­λή τους στον εκλογικό αγώνα. Όλοι γίναν ξαφνικά ψηφο­φόροι μου. Στην αρχή ήμουν ανεκτικός. Στο κάτω κάτω της γραφής φουκαραδάκια ήταν. Όμως το κακό παράγινε. Κάθε δική μου παραχώρηση γινόταν αφετηρία καινούριων απαιτή­σεων.
Τότε ήρθε ο πατέρας. Κι αναγκάστηκα να κόψω όλες τις γέφυρες, να γίνω αυτό που ήμουν πάντα, ένας άνθρωπος χω­ρίς παρελθόν, δίχως ρίζες, δίχως οικογένεια.
Εκπροσωπούσα τη χώρα μας σε κάποιο διεθνές συνέδριο στο Παρίσι. Κόσμος επιχειρηματικός, μεγιστάνες του πλού­του, πολυτέλεια εκθαμβωτική που 'κανε τα δικά μας μεγα­λεία να φαντάζουν επαρχιακά καρναβάλια.
Δεν μπορούσα να τον γνωρίσω. Αυτός ο ροδομάγουλος κοιλαράς με την μπίρα στο χέρι και το πούρο δεν είχε κα­μιά σχέση με το λιγνό μεταμορφούμενο που 'χε χαθεί στην αγκαλιά της μάνας μου. Έμεινα με το βλέμμα καρφωμένο στην ταμπελίτσα του στήθους του. Τα χέρια του έπεσαν ά­τονα και η μπίρα χύθηκε στο παχύ χαλί. Το σαγόνι του κρε­μάστηκε κι ένας σπασμός διαπέρασε το πρισμένο του πρόσω­πο.
—Εσύ... μουρμούρισα. Τον κοίταζα πασχίζοντας να δια­περάσω τους τόνους το λίπος που τον κάλυπτε. Μου 'σφίξε τα μπράτσα αμίλητος και με μάτια υγρά με παράσυρε σε μια μοναχική γωνιά. Εκεί μόνο μ' έκλεισε στην αγκαλιά του ενώ εγώ ήμουν κιόλας αμέτοχος σ' αυτή την παρωδία.
—Γιε μου, γιε μου, ψέλισε μες από λυγμνούς.
Δεν τον είπα «πατέρα» μήτε μια φορά. Δεν τον ρώτησα τίποτε.
—Τ' αδέρφια σου; Η μητέρα; ρώτησε κλαψουρίζοντας.
—Η μάνα πάει, είπα στεγνά ενώ θυμόμουν το σκελετωμένο της κορμί και μ' αληθινή απορία πάλευα να λύσω το αίνιγ­μα, πως εκείνη μια ζωή χοντρή έλιωσε έτσι, ενώ αυτός πάντα αδύνατος κατάντησε σε τέτοιον όγκο.
Έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή κι έπειτα άρχισε να με πυροβολεί με δικαιολογίες.
—Σαν έφυγα και πήγα στη Ρωσία, εκεί κατάλαβα πως δεν ήταν όπως τα 'χα φανταστεί. Παντού καταπίεση, παντού ε­ξαθλίωση. Γι' αυτά λοιπόν παλέψαμε; Γι' αυτά θυσιαστήκα­με; είπε. Μ' είχαν για ήρωα. Με γύρναγαν παντού σαν α­ξιοθέατο. Μια φορά κάναν το λάθος και μ' έβαλαν να εμψυ­χώσω κάποιαν απεργία σε μια καπιταλιστική χώρα. Ήταν η ευκαιρία της ζωής μου. Τους την έσκασα.
Γελούσε με την ψυχή του. Δάκρυα έτρεχαν απ' τα σακκουλιασμένα μάτια του.
—Επιτέλους τους την έσκασα και γω! Είχα δυο τρεις πλη­ροφορίες. Οι Αμερικάνοι αγοράζουν όσο όσο τέτοιες πληρο­φορίες. Δε θέλησα να δώσω τ' όνομά μου στη δημοσιότητα. Ντρεπόμουν λίγο... Όχι γι' αυτούς, ξεφώνισε οργισμένα κι έπειτα πιο μαλακά, μα... για τη μάνα σου, που δεν είδε άσπρη μέρα, και για κάτι συντρόφους που τσάμπα φάγαν φυλακές κι εξορίες, για όλους αυτούς που πέθαναν κι αρρώστησαν την ώρα που ο κόσμος ήταν μοιρασμένος κι ότι κι αν κάναμε τίποτε δε θ' άλλαζε.
—Γιατί δεν έστειλες κάποιο μήνυμα; τον έκοψα τραχιά.
—Σαν τι να πω; είπε και κατέβασε το κεφάλι. Μου 'κοψαν μισθό και μ' έστειλαν στη Γερμανία με κάλπικο διαβατήριο να σπιουνάρω δικούς μας. Τα πήγα καλά μου δώσαν προα­γωγή. Τώρα είμαι αρχισπιούνος. Ακόμη και δω που ήρθα σαν εκπρόσωπος εταιρείας, άλλο δείχνω κι άλλο είμαι.
—Σαν ποιον κατασκοπεύεις; τον ρώτησα ειρωνικά.
—Θα μπορούσα και σένα, μου είπε σοβαρά. Έχω βλέπεις εμπειρία. Πρέπει να ελέγχουν τα κράτη που 'ναι στη σφαίρα επιρροής τους... Κι απ' τις δυο πλευρές. Όμως μη φοβάσαι. Εσύ θα πας μπροστά, όσο περνά απ' το χέρι μου.
—Το ξέρουν; ρώτησα αποφεύγοντας να προφέρω την αη­διαστική συνέχεια.
—Πως είμαι πατέρας σου; ρώτησε καρφώνοντάς με με το βλέμμα. Μα και βέβαια. Ακόμη κι ο πεθερός σου απ' την αρχή το 'ξερε. Πώς νομίζεις πως σκαρφάλωσες; Καθώς βλέ­πεις όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε.
Έκανε μια παύση κι έπειτα ακούμπησε τον ώμο μου χαϊ­δευτικά.
—Το στερνοπούλι μου... μουρμούρισε τρυφερά και δάκρυα θόλωσαν τα μάτια του. Έσφιξα τα δόντια.
—Δεν ξαναπαντρεύτηκες; τον ρώτησα.
—Μα βέβαια, έκανε δήθεν ανέμελα, αποτραβώντας το χέρι του από τον ώμο μου. Έβγαλε απ' το πορτοφόλι του μια φωτογραφία που 'δείχνε μια νέα γυναίκα και δυο αγόρια 8- 10 χρονών.
—Η καινούρια σου μαμά και τ' αδέρφια σου, μου είπε περήφανα. Αθέλητα το χέρι μου ακούμπησε τα χείλη μου αναζητώντας τη μητρική θηλή.
—Προδότης! μου 'ρχόταν να ουρλιάξω, όμως δε μίλησα. Απόμεινα να κοιτάζω το παχύ γρασίδι και το πολυτελές σπίτι στο φόντο της φωτογραφίας.
—Θα τους γνωρίσεις. Θα 'θελα να σμίξει όλη η οικογέ­νεια, είπε νοσταλγικά. Φαντάστηκα τ' αδέρφια μου που 'χαν μεγαλώσει ξενοδουλεύοντας, πλάι σε τούτα τα παιδιά που σίγουρα πήγαιναν σ' ακριβά κολέγια, φαντάστηκα το δικό μου αέρινο πατέρα πλάι σ' αυτό το χοντροκομμένο καλοβολεμένο αστό.
—Άλλη φορά, είπα κουρασμένα επιστρέφοντας τη φωτο­γραφία. Του γύρισα την πλάτη κι έτρεξα να κρυφτώ στην ανωνυμία του μπαρ. Μ' ένα ποτήρι στο χέρι πάσχιζα να ξορκίσω τα θερμά, μητρικά στήθια που μέσα στο κεφάλι μου μεγάλωναν εφτιαλτικά κι έρχονταν να με κατασπαράξουν. Πάσχιζα να διαλευκάνω το βλέμμα της κόρης μου, μιας κό­ρης πάμπλουτης μα ορφανής, αφού μήτε η μάνα της, μήτε και γω, τη νιώσαμε παιδί μας.
Γιατί να θυμώσω με τον πατέρα μου; Με ποιο δικαίωμα; Όταν εγώ αρνιόμουν το δικό μου παιδί. Αυτός άλλωστε είχε υποφέρει αρκετά. Συμβιβάστηκε. Τι το επιλήψιμο; Αργά ή γρήγορα όλοι συμβιβαζόμαστε. Είναι θέμα τιμής κι η τιμιό­τητα. Ο πατέρας το κατάλαβε, έστω αργά. Εξαργύρωσε τις ε­μπειρίες του στη φυλακή. Ευτυχώς που 'χε το μυαλό ν' α­ποκτήσει κάτι χρήσιμο για πούλημα. Άλλοι βγαίνουν απ' τη φυλακή σαν στιμμένες λεμονόκουπες.
Και το σύστημα, τι ηλίθιο! Τον βασάνιζε ενώ θα μπορούσε ωραιότατα να τον εξαγοράσει. Όμως πάλι, 'ίσως τότε ήταν δυνατός. Τότε είχε τη μάνα. Τη μάνα που ποτέ δε μίλησε για ιδεολογίες, όμως μας εμψύχωνε σ' αγώνες.
Αν ζούσε η μάνα... Όμως αυτός έφυγε τότε που ζούσε η μάνα... Ίσως να μην την αγαπούσε... Ίσως να πιεζόταν απ' την τόση μεγαλοσύνη της...
Είχαν δίκιο λοιπόν οι άλλοι, τ' αδέρφια μου. Δεν ήταν θέμα πολιτικό. Καμιά ιδεολογία δεν αξίζει τόσο που να θυ­σιάζεις τα παιδιά σου.
Τα παιδιά σου... Αν τα νιώθεις για παιδιά σου. Η κόρη μου είναι μια άψυχη κούκλα. Δεν έχει ψυχή για μένα η κόρη μου. Δε θέλω ν' αποκτήσω παιδιά. Τα παιδιά έχουν τα μάτια του Δημήτρη. Είναι καταδικασμένα σε θάνατο, πριν ακόμη γεν­νηθούν.
Θυμήθηκα την Ανθούλα. Την είχα ξαναδεί παντρεμένη πια, μεγαλοκυρά. Έγινε θεατρίνα. Το φανταζόμουνα! Η επα- νάστασή της θα κατέληγε κάπως έτσι. Είχαμε μια σύντομη ερωτική συνομιλία. Τη βρήκα γριά, εξαντλημένη απ' τις καταχρήσεις. Με βρήκε αδιάφορο, άτονο, καθόλου επιθετι­κό. Ήταν και το φάντασμα του Δημήτρη ανάμεσά μας, όμως δεν είπαμε κουβέντα γι' αυτόν. Μιλήσαμε για το γέρο της. Ξαναπήγε στο ίδιο οικοτροφείο διευθυντής μόλις κόπασε ο θόρυβος κι έκανε κάποια δωρεά.
— Ήταν συμφέρουσα δουλειά, μου είπε κυνικά κουμπώνο­ντας το σουτιέν της. Έκανε γερές μπάζες απ' τη φιλανθρω­πία του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, όπως εξετάζονται οι φιλάρεσκες γυναίκες. Διόρθωσε το μακιγιάζ της.
—Δε γέρασα και πολύ, ρώτησε αυτάρεσκα.
—Είσαι πάντα ίδια, της είπα ψέματα.
—Και συ, μου ανταπόδωσε. Δεν άλλαξες καθόλου.
Την άρπαξα ορμητικά στην αγκαλιά μου.
—Σιγά, θα τσαλακώσεις τα ρούχα μου ξεφώνισε τρομαγ­μένη.
—Τότε δεν το 'λεγες, της είπα. Βίαια την πήρα μ' όσο μίσος έκλεινα μέσα μου για δαύτη, μ' όση περιφρόνηση.
—Σιγά, σιγά, έλεγε μούσκεμα στον ιδρώτα. Θα με σημα­δέψεις. Μα το χαιρόταν. Θα το χαιρόταν ακόμη κι αν την έκανα κομμάτια. Εξιλεωνόταν;
—Θα ξαναϊδωθούμε; ρώτησε σημαδεύοντας με με το πιο ε­μπορικό της χαμόγελο.
—Θα δούμε είπα κουραμένα.
Έκλεισε την πόρτα δυνατά πίσω της θυμωμένη. Ήταν πια στην ηλικία που θέλει να κατακτά κι όχι να κατακτιέται. Χαμογέλασα ευτυχισμένος.
—Καημένε Δημήτρη! μουρμούρισα. Άξιζε τον κόπο! Για μια τέτοια τσούλα!
Μυρίζει τέλμα! Δεν έχω κουράγιο μήτε να βουλιάξω στις μνήμες μου, ν' αγγίξω τις ουλές των πληγωμένων μου συναι­σθημάτων, ν' ανασάνω τις τρυφερότητες και τους ενθου­σιασμούς των εφηβικών μου πεταγμάτων που η εμπειρία μου καταδικάζει σαν επιπολαιότητες.
Οι συγκυρίες ! Δεν έζησα τίποτε το σημαντικό στην πρώτη μου νιότη. Ζούσα σ' ένα κλουβί. Μ' είχαν μάθει να φοβάμαι τον κόσμο, να περιφρονώ τον ίδιο μου τον εαυτό. Αποκλει­σμένος στους ωκεανούς των ονείρων μου πάλευα για μια θέση στη γη. Εκτός τόπου και χρόνου παντοτεινά.
Φθαρμένα βιβλία οι καλύτεροι μου φίλοι. Βιβλία που κοι­μάσαι αγκαλιά και τσαλακώνουν, σελίδες χαρακωμένες και λεκιασμένες από δάκρυ, ιδρώτα και φαί, σελίδες τσακισμένες στη γωνιά σημαδεύοντας την αλλαγή της μέρας, σελίδες μ ' απρόοπτα ξεραμένα κυκλάμινα που επιμένουν ν' ανασαίνουν νιότη στα κιτρινισμένα φύλλα, βιβλία βιασμένα απ' το χαρτοκόπτη που προδίδει την ανυπομονησία, βιβλία γερμένα σαν κοπελιές που κλαίνε η μια στον ώμο της άλλης, βιβλία ανυπόφορα μ ' επιμελημένες άκρες σημάδι της ανεπάρκειάς τους, βιβλία κουρελιασμένα, θύματα της τσέπης κι άλλα κραυγαλέα κενά.
Ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Τίμος, ο Τάκης, η Ευρυδίκη, η Ανθούλα... Νιώθω σαν να 'χω χάσει τα μαγικά μου γυαλιά κι η όψη του κόσμου με πληγώνει.
Κι όμως γιατί; Τίποτε το ανεπανάληπτο στους κύκλους της ζωής. Σημαδεύω μ ' απόλαυση τα χνάρια της προδοσίας στην ανθρώπινη πορεία στη γη. Ηδονίζομαι να μαντεύω στο κορμί μου τα χνάρια της όπως ο Ντόριαν Γκρέϊ απολάμβανε τη φθορά του προσώπου του στο πορτραίτο.
Στην Ασία, στις πηγές του πολιτισμού ο Ισμαήλ με το γιαταγάνι στο χέρι λιάνιζε τους απογόνους του Ισαάκ. Λίγο ακόμη κι οι Άραβες θα έπνιγαν την ευρωπαϊκή αυταρέσκεια. Κι η ιστορία έχει τα καπρίτσια της. Η παλίρροια των Αρά­βων και των ορδών του Τσέγκις Χαν αποσύρθηκε κι η λευκή ράτσα επέζησε σαν τον επιτήδειο εγκληματία. Ο Κάιν ήταν σοφός. Ήξερε να εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματα, μασκα­ρευόταν χίλιους τρόπους. Πουλούσε πολιτισμό, εμπόριο, θρησκεία, κρύβοντας έντεχνα το μαχαίρι κάτω απ' το φιλικό χαμόγελο. Η Ασία έπρεπε να εκπολιτιστεί με το βούνευρο. Η Ασία με τα τόσα πιστοποιητικά αρχοντικής γενιάς έπρεπε να εκμηδενιστεί. Ο λευκός ήταν ο μπροστάρης. Ο δυνατός είναι ο αρχηγός. Ντύθηκε τα χρώματα της αγάπης. Με το σταυρό στο στήθος άνοιξε δρόμους αιμάτινους ως τα Ιερο­σόλυμα. Με το ράσο σημαία λεηλάτησε ναούς. Με την ομορ­φιά για σύνθημα πορεύονται οι βάνδαλοι. Όλα τα ζώα μο­νομαχούν. Για όλα υπάρχουν άγραφοι κανόνες. Κανένα ζώο δεν σκοτώνει από κέφι. Κανένα δεν τρώει τις δικές του σάρ­κες. Ο κανιβαλισμός είναι ανθρώπινο προνόμιο. Το ίδιο κι η προδοσία.
Στην άλλη άκρη της γης, στο περιθώριο της Ιστορίας, λαοί χάραζαν τη δική τους τροχιά αδιάφοροι στα νούμερα των ευρωπαϊκών ημερολογίων. Κι ο λευκός «αδερφός» τους ανακάλυψε. Πίστεψε πως τους έφερε στο φως, πίστεψε πως τους δημιούργησε και βάλθηκε με ζήλο να τους εκπολιτίσει. Με τα κανόνια δίδασκε τη θρησκεία της αγάπης. Βάφτισε βαρβαρότητα τον πολιτισμό τους και βρήκε άπειρες δικαιο­λογίες να σφαγιάσει και να λεηλατήσει τον καινούριο κό­σμο. Η προδοσία του λευκού ανθρώπου τότε ονοματίστηκε Χριστόφορος.
Λίγο πιο κάτω απ' της Μεσόγειος την ασφαλή λεκάνη ζουμερό και προκλητικό τ' αχλάδι της Αφρικής ζούσε στο δικό του ρυθμό την ομορφιά του κόσμου. Η Μαύρη ήπειρος μια νέα πρόκληση! Η απληστία της λευκής φυλής μαχαίρω­σε με σύνορα τη χώρα των μαύρων πριν καλά καλά την «ανακαλύψει». Μιας και το χρώμα του πετσιού θεωρήθηκε αυ­τονόητο δείγμα ανωτερότητας, η γενοκτονία των μαύρων, όταν ήταν άχρηστοι στο δουλεμπόριο, ήταν απόδειξη πολι­τισμού. Ιεραπόστολοι, ντυμένοι την αλαζονεία για ράσο «α­νέβαζαν» τους «αγροίκους» στα ύψη των εποχών. Ληστεύο­ντας και σφάζοντας έφεραν το μέλλον σέρνοντάς το απ' τα μαλλιά. Στην Αφρική, το γόνιμο χώμα στέρεψε απ' τα ποτάμια αίμα που ήπιε. Μια λέξη τώρα ωριμάζει στη σκιά.
Η εκδίκηση.
Ήταν καλοκαίρι σαν βρέθηκα στο νησί του Δημήτρη για κάποια εγκαίνια. Ο τόπος αγνώριστος. Παντού πολυτελή ξε­νοδοχεία ξενυχτάδικα, φαγάδικα, οι ακτές γεμάτες γυμνούς ξένους κι οι δρόμοι γεμάτοι λαχταριστές βιτρίνες. Ο παπά Λουκάς είχε πεθάνει. Ο δεσπότης τα 'χε καταφέρει. Ο Στά­θης, ο μικρότερος αδελφός του Δημήτρη τον είχε διαδεχθεί. Με καλοδέχτηκαν. Ο Στάθης ήταν σύγχρονος παπάς, κουρε­μένος και με γυαλιστερό καλοκουρεμένο μούσι. Είχε μόνον ένα παιδί κι η πρεσβυτέρα του ήταν καλοντυμένη και μαχη­τική σαν όλες τις γυναίκες του καιρού μας. Με πήγαν στο πατρικό τους. Η κυρα παπαδιά κρατούσε ένα μωρό στην α­γκαλιά, ακριβώς όπως τη θυμόμουν. Με φίλησε με δάκρυα στα μάτια.
—Είδες πώς μοιάζει στο Δημήτρη; με ρώτησε. Είναι το μωρό της Αγνής μας. Δε θα τη θυμάσαι την Αγνή. Ζήτημα αν είχε τότε γεννηθεί. Τώρα είναι μανούλα. Μένουμε μαζί. Η μόνη που μ' απόμεινε. Ο άντρας της ταξιδεύει... Αγνή, φώ­ναξε.
Μόλις την είδα στο κατώφλι, μαρμάρωσα. Τα ίδια φωτεινά μάτια, το ίδιο αφοπλιστικό χαμόγελο, τα ίδια τέλεια χαρα­κτηριστικά. Λες κι έβλεπα τη μετενσάρκωση του φίλου μου σε μιαν υπέροχη γυναίκια παρουσία.
Κάτσαμε στο τραπέζι κι ένιωσα να μεταφέρομαι χρόνια πίσω, τότε που οι ανθρώπινες σχέσεις δεν έκρυβαν υπολογι­σμό και προσποίηση κι όλα ήταν όπως έδειχναν.
—Τον βαφτίσατε; ρώτησα.
—Λέμε να τον βγάλουμε Δημήτρη, είπε η γριά.
—Θα 'μαι ο νονός, δήλωσα κατηγορηματικά.
—Να ' ρθει πρώτα κι ο Λευτέρης, είπε η Αγνή ντροπαλά.
—Λες να μη θέλει κοτζάμ βουλευτή για νονό; ρώτησε η γριά.
Άρχισα να πηγαίνω ταχτικά στο νησί. Με το αεροπλάνο ήταν υπόθεση μισής ώρας.
—Να βλέπω το βαφτισιμιό μου, έλεγα. Ξεκουράζομαι σ' αυτό το απλό χωριάτικο περιβάλλον, εξηγούσα στην Τάνια κι αυτή δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα ταξίδια μου όπως κι οτι­δήποτε άλλο έκανα πλάϊ της. Είχαμε ξαναρχίσει την αρμο­νική μας συμβίωση και το κορμί της στα χέρια μου ήταν ένα καλοφτιαγμένο όργανο που ηχούσε ότι σκοπό έπαιζα. Έπαιρνε βέβαια τα χάπια της ταχτικά και πότε πότε έπινε, όμως της συμπαραστεκόμουν στοργικά σε κάθε κρίση υστε­ρίας της, πράμα που την έκανε να κρέμεται, ουσιαστικά να σέρνεται αρπαγμένη πάνω μου.
Εγώ έστηνα επιτήδεια τον ιστό μου γύρω απ' την Αγνή. Μερικές φορές αναλογιζόμουν με τρόμο μήπως ήμουν ανώ­μαλος, ομοφυλόφιλος να πούμε ή νεκρόφιλος, γι' αυτό πά­λευα με τόση μανία να σμίξω με το νεκρό φίλο μου, όμως η ζουμερή γυναίκα που 'χε τη μορφή του διέψευδε όλους μου τους φόβους. Άλλοτε πάλι μ' έπιανε πανικός στη σκέψη πως την κατάλληλη στιγμή μπορεί όλα να πήγαιναν στραβά. Πού το 'χα διαβάσει πως η υπερβολική επιθυμία φέρνει ανικανό­τητα;
Όμως όλα πήγαν καλά. Είχε πια φθινοπωριάσει. Την πα­ράσυρα στ' ακροθαλάσσι που ο αδελφός της μου 'χε εξομο­λογηθεί τον έρωτά του για την Ανθούλα. Αυτή την εποχή ήταν έρμο. Καθισμένοι πλάι πλάι στην υγρή άμμο βλέπαμε τον ήλιο να χαράζει πορφυρές σκάλες στην υδάτινη επιφάνεια. Σε προκαλούσε να σκαρφαλώσεις, να πνιγείς στη λάμψη του. Της μιλούσα για το Δημήτρη, όλο για το Δημή­τρη, μόνο για το Δημήτρη. Απλώθηκε σκοτάδι απότομα, σαν μαχαιριά. Την άγγιξα κι ένιωσα πως έτρεμε.
— Όχι. Δεν πρέπει, μουρμούραγε την ώρα που της έκλεινα το στόμα με φιλιά.
Κι άλλες μου το 'χαν πει. Παλιό το κόλπο. Κι άλλες μου αντιστέκονταν ή έτσι υποκρινόντουσαν για να τηρούν τα προσχήματα. Δεν υποπτευόμουν πως το εννοούσε. Δεν υπο­πτευόμουν πως μου δόθηκε μόνο και μόνο από σεβασμό στη μνήμη του αδελφού που δε θυμόταν κάν, μα που ένιωθε να σημαδεύει τη ζωή της.
Της φέρθηκα τρυφερά, όσο πιο τρυφερά μπορούσα. Δεν την αγαπούσα. Ολοκληρωνόμουν. Εκείνη δεν ήταν παρά ένα σύνεργο στη βυθομέτρηση του εαυτού μου. Δεν ξανάσμιξα μαζί της. Δε μου ήταν απαραίτητο. Αδιαφορούσα αν εκείνη μ' αποζητούσε ή όχι.
Νύχτα στ' ακροθαλάσσι! Κι ο ουρανός βαρυφορτωμένος μ ' αστέρια. Η θάλασσα φωτεινότερη απ' τη στεριά, οργω­μένη κυματαχτίδες, ζεστότερη, λαφρότερη απ' τον αγέρα και το φως. Η αντικρυνή στεριά σίμωσε να κρυφακούσει το παραμιλητό της σάρκας μας. Τα φώτα της να γεφυρώνουν το νερό, να φυλακίζουν τον ουρανό, να κατασκοπεύουν τους πόθους μας. Τα πεύκα νοτισμένα πνίγουν το μύρο τους, μη και μολέψει του ιδρώτα μας το άρωμα... Το καταμεσήμερο θα ιδρώσουν κι αυτά πηχτό, ξανθό ρετσίνι, μοσκοβολιστή προ­σφορά στους έρωτες των τζιτζικιών που εκρήγνυνται στα ξερόχορτα, βομβιστές της ηδονής. Όλη μας η ζωή συμπυκνω­μένη σ' ένα δάκρυ. Όλη μας η ύπαρξη ένα φιλί. Ο Άδης νικήθηκε απ' την απόλαυση. Και συ χαμένος στα μονοπάτια της πεθυμιάς. Το κρασί να σου πυρώνει τις αισθήσεις, να συνειδητοποιείς το ανεπανάληπτο τούτης της ώρας κι όμως να μπερδεύεις τα νούμερα που σε οδηγούν στη θέωση. Μια βάρκα ασθμαίνοντας πλαταίνει την ανυπομονησία μας. Να βυθιστούμε στο απόλυτο κι ας μας κρατήσουν για πάντα δέ­σμιους τα δίχτυα της ενοχής. Αύριο, όλα θα χτυπούν στο ρυθ­μό του ρολογιού. Απόψε δεν υπάρχει αύριο.
Ήλθε ο Λευτέρης, ο άντρας της, ένας γεροδεμένος μού­τσος. Κάναμε τα βαφτίσια με γλέντια και χορούς. Καμάρωνε ο κουμπάρος μου. Ήταν κι η Τάνια κατάπληκτη μπροστά στη τόση ευθυμία μου. Χόρεψα με την κουμπάρα. Τα μάτια της υγρά σαν της λαφίνας με σαΐτευαν κατάβαθα στο είναι μου. Το χαμόγελο της διάφανο. Το κορμί της ιδρωμένο έστα­ζε θαρρείς κόμπους μέλι. Κείνη τη στιγμή την πεθυμούσα όσο δεν πεθύμησα γυναίκα. Η παπαδιά άστραφτε κρατώντας στην αγκαλιά το μικρό Δημήτρη. Εγώ ήμουν πια λεύτερος. Ένιωθα αθώος, ανακουφισμένος απ' όλα τα εγκλήματα που η μοίρα μου καθόριζε να διαπράξω.
Σε μια στιγμή, στην παραζάλη του χορού, κάτι κρεμάστη­κε στον αγέρα. Ο κόσμος σάλεψε ανήσυχα.
—Δεν είναι τίποτε κουμπάρε, είπε ο Λευτέρης χτυπώντας με στον ώμο φιλικά. Η κουμπαρούλα, άμαθη στο κρασί, την πείραξε... ξερνοβολάει, είπε χαχανίζοντας.
Το μούτρο του κόκκινο κι αρπαχτικό, το χνώτο του βρω­μούσε.
Έκανα να σηκωθώ. Ήθελα να τη συντρέξω, μα με συ­γκράτησε.
— Άσε τις γυναίκες, είπε. Αυτές τα βρίσκουν μεταξύ τους.
Ο χορός συνέχιζε να βουίζει στην αυλή. Κόπασε τα χαρά­ματα. Η Τάνια ασάλευτη στην καρέκλα της με κάρφωνε με το βλέμμα. Η παπαδιά άφαντη κι ο μεθυσμένος Λευτέρης πάντα στο κέντρο του κύκλου να γυρνοβολά, κολλώντας χαρ­τονομίσματα στο μέτωπο των μουσικάντηδων που φανερά πια φάλτσαραν.
Εγώ οσμιζόμουν ανήσυχος τον αγέρα. Δίψαγα για την Α­γνή. Θα 'θελα να την κατασπαράξω. Μου ανήκε, ένιωθα πως ήταν το μόνο πλάσμα στον κόσμο, που μου ανήκε τόσο.
Άξαφνα, την ώρα που ο ήλιος πρόβαλε απ' το αντικρυνό βουνό, το φως έσπασε σε μια κραυγή. Τα όργανα βουβάθηκαν.
—Γιατί; ρωτούσε η αιχμηρή φωνή τον ουρανό.
Τρέξαμε όλοι στο κατώφλι του φτωχόσπιτου.
Πάνω στο διπλό σιδερένιο κρεββάτι με την ολοκέντητη πλουμιστή κουβέρτα, η Αγνή ασάλευτη και χλωμή χαμογε­λούσε στο άγνωστο. Η παπαδιά στο στήθος της ολοφυρόταν.
Ο Λευτέρης όρμησε, την έδιωξε κι άρχισε να ταρακουνά τη νεκρή, να τη χτυπά, να την τραβά, να τη φιλά, να προσπαθεί να την αναγκάσει να επιστρέψει.
Τον απομάκρυναν με το ζόρι.
Κρατούσα στην αγκαλιά μου την παπαδιά πασχίζοντας να την παρηγορήσω.
—Φαρμακώθηκε, μου ψιθύρισε στ' αυτί. Γιατί; Κανείς δεν ξέρει. Σσσ, μην το μάθει κανείς.
Με κοίταξε στα μάτια.
«Δεν άντεχα τη ντροπή». Έτσι μου έλεγε σαν ψυχομαχούσε. Τι εννοούσε; με ρώτησε με βλέμμα θολό. Το παιδάκι μου; Τι ντροπή; απορούσε.
Βγήκα στην αυλή ρημαγμένος. Δεν άντεχα ν' ακούω άλλο τα μοιρολόγια που πλήγωναν το φως, μοιρολόγια που σαν φαρμακερές μπαλιές πετούσαν οι γυναίκες από στόμα σε στό­μα, μαυροντυμένες, βλοσυρές, μ' υγρές φωνές και φθόγγους υπόγειους. Λόγια, που παράλαζαν σε ουρλιαχτά, στίχους με μουσική υπόκρουση το χτύπημα της γροθιάς στο γυμνό στή­θος και για χορό το ρυθμικό νανούρισμα του κορμιού μπρος πίσω σε μια κούνια φριχτή ξορκισμού στο χάρο.
— Έγειρε στο πλευρό και παραδόθηκε δίχως να πολεμή­σει, τι ο οχτρός την πρόκαμε, μπαμπέσικα την πήρε, πισώπλατα τη βάρεσε και πίσω δε γυρνάει, έλεγε η μια.
—Σ' ένα λεφτό, σε μια πνοή, ως πέφτει κάποιο αστέρι, δίχως αντίο να μας πει, δίχως να μας ακούσει, που πίσω της φωνάζαμε να γείρει να πιαστούμε, το χάρο να μπερδέψουμε μη λάχει και λαθέψει, απα­ντούσε η άλλη.
—Μ' αυτός τυφλός, κουφός κι αμίλητος το χρέος του είχε πράξει.
Τώρα ροβόλαγε με βία, μήτε καπνός, μήτε φωτιά, κι ο κουρνιαχτός του πάει. 
—Και πώς ν' αγγίξεις το κορμί με σέβας νεκρωμένου; Πώς να σφαλίσεις βλέφαρα; Πώς να σταυρώσεις χέρια; 
—Ξύπνα, λαλεί ο πετεινός!
Ξύπνα και βγαίνει ο ήλιος, ούρλιαζε η μάνα της. Σήκω να σύρεις το χορό... 
—Χόρευες σαν χλωρό κλαρί... ψιθύρισε μια νια. 
—Τα ξέπλεκα, νερόφιδα κι η μέση, δαχτυλίδι!
 —Πώς σκέβρωσαν τα χέρια σου; Πώς πλέξαν τα μαλλιά σου, συρματοπλέγματα σκληρά; μονολογούσε μια γριά.
 —Πέτρωσε και μαράθηκε, την έγδαρε ο χάρος. Βουβάθηκεν ο άνεμος. Ποιός να σου τραγουδήσει;
 —Καρφώθηκες σφιχτά στη γης, δέθηκες με το χώμα. Βου­λιάζεις, φεύγεις μακρυά, όσο κι αν σε καλούμε.
 —Τη μάνα σου δε σκέφτεσαι, μα σκέψου το παιδί σου και μείνε, στάσου μια στιγμή, μπας και τ' αποδεχτούμε!
Στην αυλή η Τάνια κρατούσε αγκαλιά τον κοιμισμένο Δη­μητράκη. Όλοι τους είχαμε ξεχάσει μες την κοσμοχαλασιά. Χάιδεψε το κεφαλάκι του απαλά.
—Μπορούμε να το κρατήσουμε; με ρώτησε ντροπαλά. Έπειτα απ' όλα αυτά , ποιος θα 'χε αντίρρηση να το κρα­τήσουμε; Είναι και βαφτιστήρι σου.
Το ουρλιαχτό των γυναικών δυνάμωσε καθώς ο παπάς μπή­κε στο δωμάτιο με το σταυρό στο χέρι.
—Πάμε, είπα στην Τάνια και πήρα στην αγκαλιά μου το παιδί.
Έτσι απόκτησα το γιο μου το Δημήτρη, το γιο της Αγνής,
το γιο της Τάνιας, το πρώτο πλάσμα που μου δόθηκε απ' το άγνωστο, που μου επιβλήθηκε απ' τη μοίρα.
Δε μου στοίχισε τίποτε, έξω απ' την προαγωγή του Λευ­τέρη, λοστρόμος σε κάποιο κρουαζιερόπλοιο. Ξαναπαντρεύ- τηκε με μια βραζιλιάνο τουρίστρια πριν χρονίσει η κηδεία της Αγνής και μήτε ματακούσαμε γι' αυτόν. Ο Δημήτρης ήταν πια και τυπικά γιος μου.
Μα πάλι παρασύρθηκα. Ξέφτισα τις λέξεις σε παραμύθια. Κι εγώ δεν έχω σχέση με το Δημήτρη, την Αγνή, την Τάνια, την Ανθούλα, τον Κώστα, όπως δεν έχω σχέση με τον πατέρα και τη μάνα μου.
Ο χρόνος κυλά πάνω μου σαν το νερό, με γλύφει, δε μ ' αφήνει να καταλάβω τη φθορά. Ξαφνικά ανακαλύπτω πως δεν είμαι πια ο ίδιος για τους γύρω μου. Είμαι άγνωστος στον ίδιο μου τον εαυτό. Σπαραχτικά ο καιρός με τρόχισε. Οι άδειες μέρες σημαδεύουν τις τρύπιες εποχές. Ο καιρός με δυναστεύ­ει. Το αλκοόλ είναι ότι πρέπει για ν' αναπτερώσει το ηθικό μου. Καλή μουσική βγαλμένη μες από τις αναμνήσεις μου, τις φαντασιώσεις μου εννοώ... Ευτυχία! Κανένα πρόβλημα. Μετουσιώνομαι ανώδυνα στο νιρβάνα. Επιτέλους νιώθω λεύ­τερος, ζεστός. Και πάλι αναζητώ τα μυστικά περάσματα των ονείρων μου. Η πραγματικότητα με προδίδει. Ελεύθερη πτώ­ση η λευτεριά της βούλησης.
Ερωτηματικά. Υπάρχουν νότες που σφάζουν. Μπορώ να υψώνω το ποτήρι στη υγειά του χαμογελαστού πορτραίτου μου. Επιλέγουμε το δρόμο μας ή μας επιβάλεται;
Αυτή η σκοτεινή σπηλιά που σαλεύει εντός μου! Τα όπλα είναι σύμβολα φαλλικά. Μερικά τραγούδια στραγγίζουν δά­κρυ. Όμορφος τρόπος για ν' αυτοκτονήσεις. Με νότες σαί­τες, σαν τον άγιο Σεβαστιανό, σαν το Δημήτρη, την Αγνή...
Σ' ερωτεύομαι μέσα στο ποτήρι μου. Στα όνειρά μου ακό­μη σε συναντώ, το 'ξέρες. Εσένα ψάχνουν να βρούν τα εκατομμύρια ανεπίδοτες επιστολές μου. Εσένα περ ' απ' το χρόνο. Μυστικοί ωκεανοί της ανέραστης λαγνείας μου! Φα­ντάσματα της νιότης! Πόσο απλά θα 'ταν όλα αν είμαστε μόνο χημικές ενώσεις. Μόνο η γύμνια ταιριάζει στη αθανα­σία. Ανυπεράσπιστοι που είμαστε μπρος στην ομορφιά!
Φεύγω περ ' απ' το χρόνο! Αντεξε λεπτό, ευαίσθητο σκα­ρί μου. Επικοινωνώ μ ' όλες τις εποχές, μ ' όλους τους ανθρώ­πους. Ταξιδεύουμε στην απόγνωση. Κάνω έρωτα με το Θεό, προπαντός με τον ίδιο μου τον εαυτό. Τα φαντάσματα της αποκάλυψης πήραν τη μορφή του αγέννητου σπλάχνου της Αγνής, του νέου Μεσσία που σταυρώθηκε προτού να γεννη­θεί. Κι η νύχτα σιμώνει με σίγουρο διασκελισμό. Τα βήματά της στο κατώφλι. Η φωνή του κόσμου μαράθηκε. Η άνοιξη δεν έχει πια τόπο ν' αποθέσει τις ελπίδες μας.
Και να λοιπόν που οι τύψεις κατηφορίζουν ακάλεστες. Λο­ξοδρομούν να με ξεγελάσουν, υποκρίνονται. Τα μάτια τους θολά απ' την αγρύπνια, τα χέρια τους γαμψά. Γοργά πεταρίζουν σκέψεις και θύμισες, χτυπιούνται, συγχεριάζονται α­λαφιασμένες. παρατάσσονται αμίλητες για επιθεώρηση. Οι σάλπιγγες σημαίνουν προσκλητήριο νεκρών, το μέλλον ανα­σταίνεται, συμπυκνώνεται σε μια κραυγή έκπληξης.
—Α, α, α, α, α, α.
Κατηγορητήριο αμείλικτο, υπεράσπιση διάτρητη κι εξου­θενωμένη.
Τα πόδια πρησμένα πονούν απ' την ορθοστασία. Να φυ­σήξω, να σηκωθώ, θα διαλυθούν οι τραπουλένιες φιγούρες που με δικάζουν. Κι όμως σωπαίνω. Κάθομαι σιωπηλός. Α­κόμη κι η καρδιά μου σταματά ν' ακούσει. Κανείς δε σαλεύ­ει. Κανείς δε μιλά. Μόνο κάποιο ποντίκι αναίσχυντα ροκανίζει κάπου κρυμμένο στο βάθρο του προέδρου. Ο Χριστός χαμογελά αφηρημένα μες από το χρυσοποίκιλτο κάντρο του. Κάποια ριπή αγέρα θροίζει τα ξερά φύλλα στο κοντινό παρκάκι. Τικ τακ οι πρώτες στάλες δροσίζουν το πρόσωπο μου, ενοχλητικές σαν τον αγιασμό που με ράντιζε ο χρυσοστόλι­στος παπάς. Η βροχή μοσκοβολά αγιασμό, βασιλικό και θά­νατο.
Κείνο το καλοκαίρι, δέκα χρόνια μετά, τραβιόταν απ' τα μαλλιά ως τις αρχές Νοέμβρη. Τέλος Οκτώβρη κι ο καύσω­νας έλιωσε τι χινόπωρο στην αναμονή, η θάλασσα βουβή, θαρρείς πνιγμένη κι ο ήλιος βιαστικός να κοιμηθεί τα βράδυα. Τα παιδάκια στους δρόμους με σάκες και ξώπλατα, τα φανάρια ν' αναβοσβύνουν πορτοκαλιά την απόγνωση των μανάδων κι ο τροχονόμος απόκαμε να γυμνάζεται στις από πνοιες των τροχοφόρων. Οι δάσκαλοι εν-δυο-προσοχή, τα σορτσάκια καυτά να προβάλουν ποδαράκια που λειώνουν- παγωτά στον ήλιο, οι χοροί των τάξεων σε κατάσταση ετοιμότητας κι οι πρωταγωνιστές στα παρασκήνια μάταια πασχί­ζουν να κρύψουν τη γύμνια τους με νομοθετήματα εκπαίδευ­σης. Στην ηχώ των πεδίων μαχών εκτοξεύονται οι δεήσεις των δυνατών, ευχολόγια και παρακλήσεις περί αναπαύσεως των πυραύλων μέσου βεληνεκούς, κείνο το μάτι του Όζοντος κατάπληκτο κατασκοπεύει τις περιττές συμφωνίες των υπεραναπτυγμένων για την επιβίωση των υπο αναπτυσσόμενων. Οι μασκαράδες των διεθνών εκθέσεων γνέφουν με κάτασπρα μαντίλια, σινιάλα προδοσίας κρέμονται, μαντατοφόροι σφαί­ρες μας πληγώνουν κι οι νύχτες μυρίζουν απλυσιά. Με τον ήχο του AIDS αλλάζουν ντάμες στο χορό των διεφθαρμένων που καλά κρατεί. Οι φυλακές ξεριζώνουν την εγκαρτέρηση και το φως μέσα μας παραμονεύει πότε ο ήλιος θα πάψει να πυροβολεί: Θα ' ρθει η ώρα της δικής μας έκρηξης, που πρέ­πει ν' ακουστεί. Κάποιος πρέπει να τη σημαδέψει με το ψη­λόλιγνο του τηλεσκόπιο. Ας είναι την ώρα που εμείς θα 'χουμε διαλυθεί σε μαύρες τρύπες.
Η συγνεφιά κατηφορίζει σκεφτική, οι κουρτίνες χορεύουν αμήχανα, ο ύπνος πνιγμένος συντριβή κι ο έρωτας να σπαρ­ταρά στα δόκανα της ήβης. Τα σήματα που δεν έμαθα ν' αναγνωρίζω, καλούμαι να διδάξω. Τα μυστικά μηνύματα των καραβιών, το χλόασμα των ήχων, το μπουμπούκιασμα της ενοχής, τ' άστρο ανάμεσα στα σκέλη που ματώνει, το σου­βλερό μαχαίρι στην καρδιά, το τραγούδι του ήλιου στο δα­χτυλίδι τ' αφαλού, τις μενεξεδένιες σκιές του στήθους, τα κορφοβούνια και τις κούπες της μασχάλης που δακρύζουν πυρετό. Δεν έπαιξα ποτέ με τις ώρες των ματόκλαδων που δροσίζουν το φως, τροπικές βεντάλιες, με κείνο το λακάκι που σταματά το δάκρυ να το καταπιεί, κείνο το σμίξιμο στα φρύδια που το μέτωπο χαράζει, και το αρπαχτικό ξεδίψασμα των δυο χειλιών.
Κι αυτή η κρουαζιέρα στο Σαρωνικό! Η κόρη μου να μπου- μπουκιάζει, ακούς το τρίξιμο απ' τα πέταλά της που μισανοί­γουν κι ο αρχηγός πλάϊ της, σαν νονός, τόσο υποχρεωτικός! Τον τριγυρίζουν καλλονές. Όλοι την ξέρουν τούτη τη θαυμάσια αδυναμία του, που τον αντρειώνει ακόμη και τώρα στα γεράματα, όλοι την καμαρώνουν. Κι η Ελευθερία, η Ρί- τσα μου, μικρή και τρυφερή, μικρότερη κι απ' την κόρη τ' αρχηγού, που πια φαμέλεψε. Όλοι γύρω απ' το τραπέζι κι η Ρίτσα πλάι του να του χαμογελά μ' αυτά τα μάτια της ε­γκατάλειψης, που τόσο μου θυμίζουν τη μάνα της. Ο οικο­δεσπότης, πλοιοκτήτης δεξιός, που τώρα έδεσε στη συντρο­φιά, μόλις η εξουσία στραφτοβόλησε το σοσιαλισμό μας, και το τραπέζι φορτωμένο μ' αγαθά, που θα 'πρεπε να μας γε­μίζουν ντροπή σε τέτοιες ώρες λιτότητας.
Πρόσεξα το γέρικο το χέρι του, παχύ μα δυνατό που σέρνονταν στο λιγνό της μπράτσο. Εκείνη τον κοιτούσε χαμογελώντας με τα λακκάκια της να ταράζουν τη γαλήνη. Τριγύρω βλέμματα φαρμακερά να τη σαϊτεύουν, γυμνόστηθες γκομενίτσες στην υπηρεσία Εκείνου, κι αυτή ν' αντανακλά τη ζήλια σαν καθρέφτης. Δεν ξέρει, ή δε θέλει να μάθει;
Η μάνα της να την κοιτά αδιάφορη πίσω απ' το ποτήρι της. Αυτή, το ξέρω, δε θα της μιλήσει. Δε θα την προειδο­ποιούσε ποτέ. Εγώ, να ξεσκεπάσω το νονό; Γιατί; Στο δρόμο της, εγώ, γιατί να κάνω πίσω; Κάποτε, κάποιος θα ξυπνήσει τη γυναίκα και σε τούτο το παιδί, την δική μου κόρη. Σ' άλλες κοινωνίες, ίσως να ' μουνα και γώ. Συνηθίζουν λέει, να δοκιμάζουν πρώτα το δέντρο που καρπίζει στην αυλή τους...
Ας είναι λοιπόν κι ο νονός... Εγώ δε θα 'χω χάσει...
Το βράδυ έπεσε απότομο, σαν αυλαία. Όλοι κατεβήκαμε στο νησί. Τους χάσαμε για μια στιγμή. Τους ξαναβρήκαμε στη ντισκοτέκ να χορεύουν πλάι πλάι σαν συνομήλικοι. Η Ρίτσα ξεκαρδισμένη. Στα στήθη της τ' άγουρα σαν λεμόνια καταμεσίς χοροπηδούσε κάποιο κρεμαστάρι που σήμερα πρωτόβλεπα. Ένας τεράστιος φαλλός, σαν κι αυτόν που 'χουν τ' αγάλματα των σατύρων που πουλάμε στους τουρί­στες. Ένας φαλλός στη θέση του σταυρού της. Πότε;
Τα φώτα αναβόσβηναν ρυθμικά κι έτσι δεν πρόσεξα πότε την τράβηξε στο μισοσκόταδο της αίθουσας. Εξαφανίστη­καν. Μήτε κι οι μπράβοι του το πρόσεξαν και τώρα κοίταγαν τριγύρω σαν χαμένοι.
—Τι λες; Καπνίζουμε μαριχουάνα; ρώτησε σε λιγάκι η γυναίκα μου ρουφώντας μ' απληστία το τρίτο κι όλας τζην.
—Δε θα 'ναι εύκολο, της αποκρίθηκα ανόρεχτα. Τουλάχι­στον απόψε θα φοβούνται.
Σηκώθηκε αποφασιστικά. Για να περάσει απ' το στενάχω­ρο χαμηλό τραπέζι ο πισινός της χάιδεψε τα πρόσωπα ολά­κερης της παρέας. Δεν καλόβλεπα, μα από τις αντιδράσεις τους κατάλαβα πως ελάχιστοι αντιστάθηκαν στον πειρασμό να της τον χουφτώσουν. Εκείνη αδιάφορη θρονιάστηκε στο ψηλό σκαμνί του μπαρ και πρότεινε το ποτήρι της στο μπάρ­μαν. Μόλις αυτός πλησίασε το μπουκάλι στα χείλη του ποτη­ριού, αυτή το καπάκωσε με την παλάμη και κάτι τον ρώτησε. Η απάντησή του την έκανε να ξεσπάσει σε γέλια τρανταχτά, που κουκούλωσαν τους εκκωφαντικούς ήχους που αναβόσβυναν. Σύρθηκε ως το τραπέζι μας κι έσκυψε ακουμπώντας με τα δυο χέρια στο χαμηλό τραπέζι. Τα στήθη της φάνηκε να κινούνται γυμνά κάτω απ' το ρυθμικό χορό των φώτων. Κάρ­φωσε πάνω μου επιθετικά το νυσταγμένο βλέμμα της.
—Ρωτά, μου φώναξε. Φούντα ή πλάκα;
Ο πλοιοκτήτης σηκώθηκε να πάρει την παραγγελιά
—Για μας, ακούστηκε να λέει στην ομήγυρη, καμιά απα­γόρευση δεν ισχύει. Ότι ζητήσετε.
Πράσινα, κόκκινα, μενεξελιά φορτωμένα σημαίες κι ο­μπρέλες προκλητικά, γιγάντια, μεθυστικά τα ποτά της από­λαυσης.
Στο μισόφωτο με την υπόκρουση αμερικάνικων ήχων ξε­φεύγουμε απ' το τώρα στο παντού. Στις ντίσκο οι ήχοι συ­μπλέκονται με το ρυθμό της καρδιάς μας, τα φώτα μαστιγώ­νουν τις αισθήσεις μας, η δίψα μαραίνει τις ψυχές. Στο μι­σόφωτο όλα ισοπεδωμένα. Τα παρδαλά χρώματα στα νεανικά μπλουζάκια κινούνται δίχως ν' αγγίζονται. Καθείς τυλιγ­μένος στον ερωτισμό του καλεί ερωτικά τον οποιονδήποτε. Κανένας δεσμός. Έρωτας είναι μια χημική ανάφλεξη, δεν έχει ανάγκη απ' το συνάνθρωπο για να εκραγεί. Στο μπαρ ουίσκι, τσιγάρο και χασίσι. Στις γωνιές παρέες γυναίκιες, παρέες αντρικές, δυο ξένοι κόσμοι δίχως καμιά διάθεση επι­κοινωνίας, παρακολουθούν στοχαστικά πίσω απ' τους κα­πνούς το γέρο που χορεύει με τρία ζουμερά ξυπόλητα σχολιαρούδια. Δε σχολιάζει κανείς. Μπορείς μ ' άνεση ν' απλώ­σεις το χέρι στο διπλανό, όποιος και να 'ναι και να πάρεις δίχως να ζητήσεις ότι ποθείς. Αύριο κανείς δε θα θυμάται τίποτε. Τα φώτα παραμορφώνουν πεθυμιές κι αισθήσεις. Δεν υπάρχει όμορφο ή άσχημο. Υπάρχει μόνο η επιτακτική ανάγκη για ζευγάρωμα παθητικό. Έξω το φεγγάρι μπορεί να καθρεφτίζεται ρομαντικά στη θάλασσα. Δε μας ελκύει. Ξεπεράστηκε το φεγγάρι κι ο φλοίσβος της ακρογιαλιάς στην εποχή των στέρεο και των εκπληκτικών φωτοκινητικών ρυθ­μών. Δεν προσμένουμε τη φύση να μας προστάξει. Δη­μιουργούμε μεις τις συνήθειες που μας ελκύουν. Δεν είναι θέμα ηθικής. Είναι πρόβλημα επικοινωνίας. Πυροβολούμε το πλήθος με κλειστά μάτια. Κι η μικρή ξυπόλητη που λικνί­ζεται μεθυστικά με τις χούφτες στους γλουτούς προκαλεί τον καθένα, προσφέρεται στον οιονδήποτε. Αύριο ίσως δια­μαρτυρηθεί για βιασμό. Αύριο ίσως να 'ναι νεκρή, δικαίωση κάποιου εγωκεντρικού ζευγαρώματος, όχι λιγότερο παράδο­ξου απ' τον οργασμό που τούτη τη στιγμή περιφέρει περή­φανα.
Αλλοτε, πολύ παλιά θαρρώ, οι μορφονιές ξετρέλαιναν τους νέους. Όλοι ήξεραν τη μορφονιά που πεθυμούν, όλοι πάσχιζαν να την κατακτήσουν, πρόσμεναν να την κρατήσουν δικιά τους για μια ζωή. Τώρα, ο εραστής είναι το καθρέφτισμα του δικού μας ερωτικού πάθους. Θα μπορούσαμε να κά­νουμε έρωτα με τον καθρέφτη μας και στο τέλος, πάνω στην κορύφωση της ηδονής ν' αυτοκτονούσαμε παρασύροντας στον όλεθρο και τ' αθώο είδωλο μας.
Ναοί στη δόξα της τεχνολογίας οι σκοτεινές σπηλιές της διασκέδασης. Η νύχτα καλύπτει τόσο απόλυτα το κενό που μας χωνεύει. Ο τρόμος μας για το αύριο μια φιλαργυρία στιγ­μών γευστικών κι αστραφτερών που χύνονται απ' το διάτρη­το πνεύμα μας δίχως και να γονιμοποιούν κανένα μέλλον. Έγκλημα η αυταρέσκεια κι ο αυτοοίκτος μας. Αφήνουμε τα χέρια μας άτονα να βυθιστούν την ώρα που θα 'πρεπε να γίνουν κουπιά και να καλπάσουν προς το φως. Μοιρολατρικά εγκαταλείπουμε τη σκόνη να κουκουλώσει τα κεφάλια μας και τουρτουρίζουμε στη σκέψη πως μας καλύπτει χιόνι. Κά­ποτε, μάθαμε,ο κόσμος μας θα παγώσει. Η στιγμή της ύπαρ- ξής μας δε θα μετράει τότε για κανένα. Αικαίωσή μας ο θά­νατος. Η ζωή μας κάλπικο νόμισμα στο χρηματιστήριο του απόλυτου.
Γοητευτικοί δαίδαλοι της αοριστίας. Λικνίσματα του νου. Τις αρνητικές μας μνήμες διαγράφουμε μονοκοντυλιά. Τώρα, μπρος στο χαίνον πρόσωπο του τρόμου καμιά ουσιαστική σχέση δε μας βαραίνει. Αφεθήκαμε στις συντεταγμένες του καθωσπρεπισμού.
Ξημέρωνε σαν φύγαμε κι ο αρχηγός κι η Ρίτσα δεν είχαν ακόμη φανεί.
Ξύπνησα όταν το κότερο πλεύριζε. Ανέβηκα στο κατά­στρωμα βιαστικός. Το ύφος του πλοιοκτήτη με πληροφόρη­σε για την εξέλιξη της υπόθεσης.
—Γύρισαν στην Αθήνα βιαστικά μ' ελικόπτερο, απάντησε στη βουβή ερώτηση μου.
Απόψε ανακοίνωσε ανασχηματισμό. Συγχαρητήρια. Σ' έ­κανε υπουργό των Στρατιωτικών.
Η Ρίτσα κρατήθηκε στο ύψος των περιστάσεων ίσαμε και τον επόμενο κυβερνητικό ανασχηματισμό.
Ήταν περίεργο πώς ένα πρωτόβγαλτο κοριτσόπουλο είχε καταφέρει με τόση μαστοριά να επιζήσει εκεί, που άλλες πιο έμπειρες και πολύ πιο όμορφες αποστρατευόντουσαν μετά την πρώτη κιόλας βραδιά. Κρατούσα γερά την καρέκλα μου. Τριγύρω μου έβραζαν τα σκάνδαλα των συναδέλφων μου. Όλοι έτρωγαν μ' εκατό μασέλες, με πρώτο και καλύτερο τον αρχηγό. Εκεί που παλιά υποστηρίζαμε, πως σα γίνουμε κυ­βέρνηση θα φέρουμε στο φως τα σκάνδαλα της Δεξιάς, τώρα οι εφημερίδες, καθημερνά σχεδόν, με πρωτοσέλιδα, δια­φήμιζαν διεθνώς τα σκάνδαλα των μανδαρίνων της σοσιαλιστικής εξουσίας. Γιατί, δεν έφτανε που τρώγαμε τα λεφτά του φορολογούμενου λαουτζίκου, αλλά βάζαμε το χέρι και στα λεφτά της Ευρώπης μ' αποτέλεσμα να γινόμαστε παγκόσμια ρεζίλι.
Θυμάμαι τότε, ακόμη προεκλογικά, που υποσχόμαστε την κοινωνία των αγγέλων, πόσο είχα εξοργιστεί απ' τις θυμό­σοφες απόψεις κάποιου γέρου σ' ένα διαολοχώρι, που μου πέταξε με πολύ πατρικό ύφος.
—Άστα, παιδάκι μου, δε βαριέσαι! Οι κυβερνήσεις είναι σαν τις μύγες. Πάντα το αίμα μας ρουφούν. Τούτοι δω, οι δε­ξιοί, τόσα χρόνια πάνω χόρτασαν. Αλοίμονο αν φέρουμε καινούριους, πιο πεινασμένους. Θα μας πιούν το αίμα.
Θυμάμαι με τι πάθος στηλίτεψα αυτή την επαίσχυντη νο­οτροπία το ίδιο κιόλας βράδυ στην ομιλία μου. Μίλησα για κατάλοιπα της τουρκοκρατίας, που μας στραγγαλίζουν τις ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο, μίλησα για λαϊκό πεσιμισμό, που πρέπει να παταχθεί αμείλικτα,κι ως φαίνεται κατάφερα και δώ να τους πείσω γιατί και σ' αυτο «το κάστρο της δε­ξιάς» καταφέραμε να 'χουμε ακόμη ένα εκλογικό θρίαμβο.
Αυτό που με παραξένευε με τη σκανδαλολογία ήταν η πα­θητική στάση του κοσμάκη. Ενώ έβλεπε διάτρανα ν' αποδει­κνύεται πως κάποιοι «εκλεκτοί» του, κατάτρωγαν τεράστια ποσά, την ώρα που του αμφισβητούσαν το δικαίωμα ν' απαι­τήσει και την παραμικρή δραχμή που θα πλησίαζε τον καταϊδρωμένο του μισθάκο στο ξέφρενο κυνήγι των ανατιμή­σεων, υποτιμήσεων, διολισθήσεων κι όπως αλλοιώς βαφτίζα­με τη σταθερή οικονομική μας κατρακύλα, τούτος δω, ο μι­σθωτός, ο εργάτης κι ο υπαλληλάκος έμοιαζε να 'ναι α­διάφορος και στωικός, πράγμα που εξανάγκασε τον Αρχηγό με σχετική του δήλωση στις εφημερίδες να εκφράσει τον θαυμασμό του για το «λιτοδίαιτο του έλληνα πολίτη». Ίσως πάλι κι αυτοί να ξαναγυρνούσαν στη λογική του «όποιος έχει το μέλι στα δάκτυλα, φυσικό είναι να το γλύφει» και του «αν κρατάς κουτάλα, είναι κουτό να μη δοκιμάζεις», και σίγουρα όλοι πια προσδοκούσαν πότε θα πιάσουν κάποιο πόστο με κάποιο κουταλάκι για να κλέψουν, λιγουλάκι κι αδίσταχτα πια, την κοινή μας σούπα.
Εγώ δεν είχα ανάγκη να κλέψω. Βέβαια βοηθούσα το πε­θερό μου όσο μπορούσα. Οι τροπολογίες του υπουργείου Οι­κονομικών γινόντουσαν έτσι που να μας βολεύει. Για να μην έχει παράπονο η Βάση πότε πότε βολεύαμε και κανένα από δαύτους, πάντα στο φιλικό στύλ πια και πάντα έξω απ' τα κομματικά κανάλια.
Τη Ρίτσα δε τη ρωτούσα ποτέ τίποτε. Δεν ήθελα να φα­νταστώ πώς θα αισθανόταν αυτή, μια κοπελίτσα άγουρη, στα χέρια του γεροπαραλυμένου. Μου αρκούσε που την έβλε­πα να λικνίζεται κρεμασμένη στο μπράτσο του, στις κοσμι­κές, μα διακριτικές τους εμφανίσεις.
Η γυναίκα του αρχηγού, στην αρχή, έδειχνε μια παθητική στάση, αν κι η παράταση αυτού του δεσμού σίγουρα την ανησυχούσε. Η αντίδρασή της δεν έργησε να φανεί. Πρώτες και καλύτερες οι δικές μας παλιοφυλλάδες, με το φίλο μου τον Τάκη πρωτοπόρο, άρχισαν να πετούν υπονοούμενα για το τρίτο πρόσωπο, λες και τον ψηφοφόρο τον ένοιαζε με ποιάν την έβρισκε ο αρχηγός ή λες κι ο λαός τον ψήφισε για να κανονίζει μοναχά τη γυναίκα του και καμιάν άλλη! Έπειτα η «πρώτη κυρία» άρχισε να κάνει περιοδείες στη χώρα και το εξωτερικό με το πρόσχημα της γυναίκιας οργάνωσης που έλεγχε και να παίζει την αρχηγίνα.
Ο πρωθυπουργός γελούσε με συγκατάβαση με τα καμώμα- τά της.
—Φταίει η κλιμακτήριος, έλεγε στο στενό τους κύκλο, ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν έπαυε να τονίζει ότι η σύ­ζυγος του πρωθυπουργού είναι ένας απλός πολίτης κι ότι η κυβέρνηση δε μπορεί να λογοδοτεί για τις δικές της πράξεις. Όμως αν κι είχαν τόσα χρόνια περάσει απ' τη ρωμαϊκή νοοτροπία που χολόσκαγε για τη γυναίκα του Καίσαρα, ο κοσμάκης που ψόφαγε για κουτσομπολιά ρίχτηκε να πλου­τίσει τις εφημερίδες, που δεν άργησαν εν χορώ να χοντρύ­νουν το παιχνίδι κι όχι πια με υπονοούμενα.
Όλες οι γελοιογραφίες πρόβαλαν το πρωθυπουργικό τρί­γωνο κι ορισμένες εφημερίδες καλόγνωμα έριξαν το σύνθημα πως ο πρωθυπουργός θα ' πρεπε να ξακαθαρίσει μπροστά στο λαό με διαύγεια τα μυστικά της κρεβατοκάμαρής του.
—Γιατί; αποκρινόταν ξένοιαστα ο αρχηγός. Εγώ, ανακα­τεύομαι στα δικά τους σεντόνια;
Τούτη η διένεξη φαινόταν να ισχυροποιεί τη θέση της Ρίτσας. Γινόταν η ωραία Ελένη που γύρω της μαινόταν ο Τρωικός πόλεμος. Η σύζυγος του αρχηγού έπαιζε το ρόλο της μισητής Κληταιμνήστρας. Έτσι κι αλλιώς, ήταν για να την κλαίς. Ακόμη κι αν έβγαζε τα μάτια της με τον Αίγισθο, ακόμη κι αν σκότωνε τον αρχηγό, ακόμη κι αν έπαιζε την Πηνελόπη ή τη Φαίδρα, δεν θα μπορούσε να δικαιωθεί.
Όμως η γυναίκα του αρχηγού αποδείχτηκε σοφότερη. Μυημένη τόσα χρόνια στο πολιτικό παιχνίδι, επαιξε μ' επι­τυχία το ρόλο της Κλεοπάτρας. Αμερικανόθρεφτη, δεν άργη­σε να πλευρίσει τον αμερικάνο πρεσβευτή, που φαίνεται πί­στευε, ίσως κι όχι άδικα, πως «η γριά κότα έχει το ζουμί».
Η αλήθεια είναι πως μετά το τελευταίο φεμινιστικό λίφτιν, που με παρρησία διαφήμισε στις σοσιαλιστικές της υποτε­λείς, η αρχηγίνα μας δεν ήταν και για κλάματα. Σ' αντίθεση με τον αρχηγό που όλο γερνούσε και πάχαινε, αυτή παρέμενε λεπτή και αεράτη, πάντα καλοντυμένη, πανύψηλη, κι από μακρυά φαινόταν μόλις να 'χει πατήσει τα τριάντα. Ο δικός της «Καίσαρ» δεν της αρνήθηκε μια τόσο μικρήν εκδούλευ- ση, όπως την κηδεμονία της μικρής μας χώρας. Δε θα 'ταν η πρώτη μήτε κι η στερνή γυναίκα που θα διαδεχόταν τον ισχυρό άντρα της. Απ' την Περόν μέχρι την Ακίνο, η Αμε­ρική δε δίσταζε να επικροτήσει τις γυναίκες στην κορφή, σαν εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά της κι αντίθετα μ' όσα δια­κήρυττε για τη θέση της μέσης αμερικάνας νοικοκυράς, που καλά θα 'ταν να κοίταζε μόνο τον άντρα και τα παιδιά της. Έτσι ο αρχηγός βρέθηκε τριγυρισμένος από λύκους. Εξυπνότερος όμως απ' τους προκατόχους του κερατάδες, ανα­γκάστηκε να νερώσει το κρασί του και ν' αγκαλιάσει πάνω απ' το μπράτσο του αμερικάνου πρεσβευτή τους ώμους της συμβίας του. Η Ρίτσα βρέθηκε στο κενό, ξαφνικά κι αναι­τιολόγητα. Μαζί της παρασύρθηκα και γω.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο πατέρας μου άλλαξε ξανά στρατό­πεδο αφήνοντας ξωπίσω του και τη δεύτερη οικογένειά του. Τούτη τη φορά όλες οι εφημερίδες το 'γραφαν με κραυγα­λέους τίτλους . Είχαν και τη φωτογραφία του και τη φωτο­γραφία των παιδιών και της γυναίκας του —παράξενο, μετά τόσα χρόνια είχαν την ίδια φωτογραφία που 'χε δείξει και σε μένα. Αναρωτήθηκα αν αυτά τα πλάσματα υπήρξαν πραγ­ματικά ή μήπως ήταν ψεύτικα όπως κι η ταυτότητά του.
—Διπλός κατάσκοπος λοιπόν! χαμογέλασα χαιρέκακα, και δεν του φαινόταν!
Ο πεθερός μου πρώτος και καλύτερος έτρεξε να με συμβουλέυσει να τον απαρνηθώ.
—Δεν έχεις καμιά σχέση μαζί του. Πρόσεξε! Μπορεί να 'χεις τραβήγματα!
Χαμογέλασα αινιγματικά.
—Τίνος το παιχνίδι παίζεις ακόμη; μουρχόταν να τον ρω­τήσω.
Ο αρχηγός με κάλεσε επειγόντως στο πολιτικό γρα­φείο.
—Κοίταξε, μου είπε. Ξέρεις πόσο σε εκτιμώ! Σ' εμπιστεύο­μαι απόλυτα. Όμως δέχομαι πιέσεις. Οι αμερικάνοι λένε πως ήξερε πολλά. Πιστεύουν πως και συ μπορεί να 'χεις κάποια σχέση. Ξερόβηξε. Εγώ, φυσικά σε υπερασπίστηκα. Όμως, καταλαβαίνεις, δε μπορούμε να σε κρατήσουμε υπουργό τούτη την ώρα. Η αντιπολίτευση κατηγορεί ολόκληρη την κυ­βέρνηση για προδοσία. Πρέπει να παραιτηθείς. Θα 'ναι μια θυσία που σου υπόσχομαι πως θ' ανταμειφθεί πλουσιοπάρο­χα. Και κάτι άλλο... Π ρέπει ν' αποκηρύξεις μ' αποτροπιασμό τη στάση του κατάσκοπου. Δυστυχώς κι εδώ ισχύει το για τη γυναίκα του Καίσαρος ρηθέν. «Δεν αρκεί να είσαι τίμιος, πρέπει και να φαίνεται».
Φαντάσου, λοιπόν! Μιλούσε αυτός! Για τη γυναίκα του Καίσαρα!
Παραιτήθηκα για ν' αφήσω το δρόμο ελεύθερο στις δικα­στικές αρχές.
—Από λόγους ευθιξίας, έλεγε η τηλεόραση την ίδια στιγ­μή που άκουγα το μονόλογο του πρωθυπουργού.
Παραιτήθηκα κι απ' το δικαίωμα της βουλευτικής μου ασυλίας. Τούτο το θέλησα. Για να ρίξω στάχτη στα μάτια του κόσμου. Του ίδιου κόσμου που χθες με ζητωκραύγαζε και τώρα μ' υποπτευόταν. Του κόσμου που δε θα δίσταζε να μ' εκδικηθεί γιατί η κυβέρνηση τον παραπλάνησε και γω δεν ήμουν παρά ο εκπρόσωπος αυτής της κυβέρνησης.
Δεν απαρνήθηκα τον πατέρα μου. Αρνήθηκα ν' αναφερθώ ακόμη και στ' όνομα του. Κανένας δημοσιογράφος, παρ' όλες τις παραπλανητικές τους ερωτήσεις δεν κατάφερε να με κάνει να τον αποκηρύξω. Έλεγα πως δεν έχω σχέση με τα περί κατασκοπείας, πως τα θεωρώ γελοία. Επαναλάμβανα τη δήλωση της αθωότητάς μου, ανέμιζα σημαία μου την παραί­τηση σαν αποδεικτικό της πίστης μου στη δικαιοσύνη, όμως αρνιόμουν να υποστηρίξω τους κυνηγούς του πατέρα μου. Στην αρχή έτρεφα κάποιες ψευδαισθήσεις, πως η τακτική μου μπορεί να ήταν σωστή. Μα έβλεπα πια τον κόσμο μες απ' τον παραμορφωτικό καθρέφτη της πίστης μου στον πα­τέρα φάντασμα.
Θα θελα να τους πω, πως ναι, ήμουν περήφανος για τον ν_ πατέρα μου, ξανά ήμουν περήφανος γι' αυτό που έκανε, γιατί δικαίωσε τον έρωτα της μάνας μου γι' αυτό τον άνθρωπο που κρυβόταν τόσο καλά πίσω απ' το μεταβαλλόμενο σαρκίο του, γιατί τα κατάφερε να μεταμορφώνεται, γιατί τελικά δεν πρόδωσε όπως μου αποκάλυψε η τελευταία του «προδοσία». Κι ένιωθα ντροπή, αβάσταγη ντροπή!
Δεν ήμουν άνθρωπος! Ήμουνα ζο. Κρυβόμουν μια ζωή πίσω από προσωπεία. Άλλαζα ρόλους ξεχνώντας ποιος είμαι στ' αληθινά. Κι αυτός που είμαι ξύπνησε μόνο με την απο­κάλυψη της πατρικής «προδοσίας». Ο κόσμος μύρισε ξανά καμμένο ύφασμα μπροστά στη μεταμόρφωση. Ο κόσμος μύ­ριζε καμμένες σάρκες κι ένιωθα γω υπεύθυνος γι' αυτό τον κόσμο που ήταν στο κατώφλι της καταστροφής. Ήμουν υ­πεύθυνος, προδότης. Μάταια αναζητούσα τις οριακές στιγμές που μ' έσπρωξαν στο δρόμο του Εφιάλτη. Ήταν γραμμένο απ' τη μοίρα μου; Στις ατέλειωτες νύχτες της αγωνίας μου, στιγμές απ' τη ζωή μου με μαστίγωναν αλύπητα. Η ηδονή μετάλλαζε σε πόνο κι άλλες εικόνες ασήμαντες διαμέλιζαν την ύπαρξή μου σε τρομαχτικές παρουσίες. Πάσχιζα να τις
μορφοποιήσω χαράζοντας τις στο χαρτί, πανόραμα του ε­φιάλτη μου.
«Ας χαμηλώσουν πια τα φώτα. Οι μακρινοί μας πρόγονοι ας ξαναγεννηθούν. Γευτήκαμε τα γυμνά μας όνειρα, ενώ α­πλώναμε εξαφτέρουγα ιστία κατάντικρυ στο άγνωστο. Γοη­τευτικές ανάσες φιλούσαν τα χείλη μας, το αίμα θηλάζαμε. Εκρήξεις σπαραχτικές οι παλμοί στο κρανίο μας. Γυμνές σάρκες χαϊδεύονται στ' απέραντα όνειρά μας. Κρυφοκοιτάμε από τηλεοπτικές κλειδαρότρυπες το ματωμένο λεπίδι. Ακρω­τηριασμένες ελπίδες σαλεύουν στη γη που μολέψαμε με τα χνώτα μας. Σε φέρετρα μεταφέρουμε τις πόρνες εν τω γεννάσθαι, δουλεμπόριο ηδονής σε κρουαζιέρες πολυτελείας.. Στην αιχμή της πείνας εκατομμυριούχοι στεγάζουν την προπετή τους αφθονία. Χαριτωμένα υποκλίνεται η πολιτική στους τάφους των δολοφόνων. Τηρεί σιγή θανάτου μπρος στην απόγνωση των θυμάτων της. Γευστικές αοριστίες οι ερωτικές αναμνήσεις. Αυτογνωσία αποστάζει η άνοιξη στον αιθέρα. Ασκήσεις λεκτικές αναπαράγουν τον όλεθρο. Γυμνά­σματα αναισθησίας καταπιέζουν τα άγχη. Ο ήλιος αυθαδιάζει στη γονιμότητα της νύχτας. Βρέφη νανουρίζουν την αναισθησία των πυραμίδων. Σχήματα μάταια επικαλούνται τον ουρανό. Πλάσματα της φαντασίας στηρίζουν στους ώμους τους τις μάταιες ελπίδες μας. Άτλαντες και Πλούτωνες α­ντιπαλεύουν εντός μας. Την ψευδαίσθηση της ύπαρξής μας μακαρίζουμε ζωή. Υμνολογούμε τη ματαιότητα του αέναου. Εκστασιαζόμαστε στις μεταλλαγές του χρόνου. Κινούμεθα ανεπίστροφα. Εκτινασσόμεθα σπειροειδώς. Ο κόσμος μας ξεκούρδιστο παιχνίδι. Ποιος Θεός θα τον συντρίψει στις φού­χτες του; Κι όταν η τιμή του τετιμημένου στο χρηματιστήριο του κόσμου μηδενιστεί ο ήλιος θα σωπάσει».
Σαν μέσα από παράκρουση χάραξα τ' όνομά μου στο χαρ­τί και μ' έκπληξη φρικιαστική διαπίστωσα πως η σφραγίδα του Κάιν με σημαδεύει, πως οι αποτρόπαιες υποψίες μου ειν' αληθινές. Δεν είμαι παρά ο αναγραμματισμός της προδοσίας. Τ' όνομά μου δεν είναι παρά ο αναγραμματισμός δυο προδοτών.
ΙΟΥΔΑΣ- ΕΦΙΑΛΤΗΣ, ΔΑΣΙΟΥ- ΦΕΙΛΗΤΑΣ!
Πώς δεν το 'χα υποπτευθεί τόσα χρόνια; Πώς, τότε, που παιδιά παίζαμε με τις λέξεις δεν το 'χα ανακαλύψει; Λες κι είμαι η ενσάρκωση της προδοσίας! Η μεταμψύχωση του σπέρματος του κακού!
Όχι, δε θ' άφηνα τη μοίρα να μ' οδηγήσει! Εγώ θα οδη­γούσα τη μοίρα εκεί που πρέπει. Εγώ θα ' βαζα την προδοσία να πληρώσει, θα γινόμουν εγώ το σκεύος που θα δεχόταν το δηλητήριο της ανθρωποσύνης. Εγώ μόνος μου θα οδηγούσα αυτό το σκεύος στην καθαρτική πυρά. Εγώ καταδίκαζα τον εαυτό μου. Εγώ! Όχι η κοινωνία ή η ανθρωπότητα. Εγώ, κι ας ξέρω πια πως δεν υπάρχει Χριστός, πως περ' από το θά­νατο κανείς δε μας προσμένει. Εγώ, που ξέρω πως χρωστώ μόνο σ' αυτούς που διάβηκαν και θα διαβούν της ζωής το κατώφλι.
Αγαπώ το γάλα. Είναι ηλίθιο σε μιαν ηλικία που όλοι λατρεύουν τα διεγερτικά, την αυτοπεποίθηση του καφέ και τις ψευδαισθήσεις του αλκοόλ, εγώ να επιμένω στην κοινό­τυπη κι αθώα υπόθεση του πιο δυσφημισμένου πιοτού μετά το χαμομήλι. Με λίγο γάλα νιώθω ευτυχισμένος και χορτά­τος. Έχω την αίσθηση πως βαδίζω σε σωστό δρόμο. Πως δε χάθηκα ακόμη παρ' όλες τις καταιγίδες και τις στροφές. Δεν παραγγέλνεις εύκολα ένα ποτήρι γάλα όπου πας. Χρειάζεται θάρρος. Κείνο το επιτιμητικό βλέμμα του γκαρσόν, το ξάφ­νιασμα ή κι η γεμάτη αγένεια άρνηση υπηρεσιών, όλα είναι μηνύματα εχθρικά. Ξεφεύγεις απ' το πλήθος. Νοιώθεις πως πρέπει ν' απολογηθείς γιατί δεν ακολουθείς την πεπατημέ­νη.
—Ξέρετε, έχω το στομάχι μου. Είμαι λίγο άρρωστος.
Μονάχα έτσι εισπράττεις κάποιο δείγμα συμπάθειας για την «αντιδραστική» σου συνήθεια. Είδατε όμως με τι αυτο­πεποίθηση φωνάζουν:
— Ένα ουίσκι με πάγο ή Ένα διπλό τζιν.
Αυτοκτονούν γουλιά τη γουλιά κι αυτό τους δίνει μιαν αίσθηση θριάμβου. Η καταστροφή της ζωής είναι το κυ- ριώτερο μέλημα του ανθρώπου κυνηγού. Η περιφρόνηση της ζωής είναι τόσο σικ συνήθεια στα σαλόνια όσων έχουν εξα­σφαλίσει τ' αναγκαία για την επιβίωση. Κάθε φανερή προ­σπάθεια επιμήκυνσης της επίγειας παρουσίας μας είναι κα­ταδικαστέα. Λίγο αν φροντίσεις τον εαυτό σου πιότερο απ' τον κανόνα θεωρείσαι «βλήμα».
Ενώ τι σοφία περιέχεται σε μιαν απόπειρα αυτοκτονίας! Γιατί να παρατείνεις μια ζωή που σίγουρα ξέρεις πως κάποτε θα τελειώσει; Τι θα κερδίσεις προσθέτοντας στα χρόνια σου έστω κι ένα λεφτό;
Οι άρρωστοι πρέπει να εκτελούνται. Μήπως είναι ζωή αυ­τό το πράμα που ζουν καρφωμένοι στα κρεβάτια τους; Και πλήττουν και την παγκόσμια οικονομία! Το ίδιο κι οι γέροι. Ξόφλησαν πια! ας μας παραχωρούν τη θέση τους. Ζωή είναι μόνο η ευτυχία κι η καλοπέραση. Γι' αυτούς δε νοείται ζωή με πίκρα και πόνο.
Όμως τώρα πια ξέρω πως η ζωή δεν είναι παρά πόνος και πίκρα!»
Αυτά σκεφτόμουν στη φυλακή προσμένοντας την εκτέλε­ση μου. Ήρεμος πια. Αναπαμένος. Προδομένος.
Με καταδίκασαν σε θάνατο. Εσχάτη προδοσία. Σε θάνατο, λες κι είχαν τέτοιο δικαίωμα πάνω μου, πάνω στον οποιον­δήποτε άνθρωπο, λες κι ήταν θεοί.
Σ' αυτή την περίπτωση, και γω δεν ξέρω γιατί, περίμενα τους δικαστές ψυχρούς, αδέκαστους. Φυσικά ήταν παθιασμέ­νοι. Μου έμοιαζαν. Έτσι κάποτε και γω νόμιζα πως εκπρο­σωπώ το «λαό».
«Εν ονόματι του λαού» είπαν. Στ' όνομα του λαού αποφα­σίζουν και διατάζουν.
Η δικαιοσύνη! Πώς καταφέρνουν να μας πείσουν πως υ­πάρχει τέτοιο πράμα όταν η πείρα μας διδάσκει πως όλα, ναι όλα, είναι μια καλοστημένη φάρσα με μακάβριο πολλές φο­ρές τέλος; Ανεξάρτητη, τυφλή, αδέκαστη, έτσι την παριστά­νουν οι δημιουργοί της. Τσιράκι κάθε εξουσίας. Αυτό ξε­χνούν να μας το πουν. Προστάτισσα των βολεμένων. Αυτό το κρύβουν. Είναι να μη μπερδευτείς στα γρανάζια της. Όλοι μας είμαστε ένοχοι. Αν θέλει στον καθένα μας μπορεί να βρεί ή να κατασκευάσει μιαν αφορμή. Αν βρεθείς στις σιδερένιες φούχτες της δε γλυτώνεις. Σε λιώνει αδίσταχτα.
Τα παρασκήνια της τα 'χα μάθει στο καλύτερο σχολειό της ζωής, τη φυλακή. Ίσως τελικά ο κόσμος της φυλακής να 'ναι πιο έντιμος απ' τους εκπρόσωπους του νόμου.
Θυμάμαι κείνο τον έκφυλο που 'χε αποπλανήσει καμιά δεκαπενταριά παιδιά. Ένας κοτσωνάτος έμπορος, με γλοιώδικη φάτσα και πάντα ιδρωμένα χέρια. Σαν τον συναντούσα στην αυλή ένιωθα να σέρνονται φίδια πάνω μου. Καμάρωνε για τις επιδόσεις του. Άλλους πλήρωνε, άλλοι φοβόντουσαν να μιλήσουν. Έμενε για λίγο μέσα ίσα για να κοπάσει ο θόρυβος, ίσα για να ησυχάσουν τα πνεύματα, ίσα για να σι­γουρευτεί πως δεν κινδυνεύει από κανένα εξαγριωμένο συγ­γενή. Τη στερνή φορά δεν τα κατάφερε. Στάθηκε άτυχος. Για να δικαιωθούν όσοι λένε «ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται».
Την είδε στο δρόμο. Του γυάλισε. Μικρή στα δώδεκα. Τη βίασε στα σκοτεινά και την παράτησε. Φονιάς δεν ήτανε. Δεν έκανε τίποτε πιο πολύ απ' όσα μας κάνει καθημερνά ο κό­σμος. Μα η μικρή αιμορράγησε, ξεψύχησε ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού της. Κι ο πατέρας της στη φυλακή, κατηγορούμενος για φονικό, μαχαιροβγάλτης πάνω στο πιοτό, νταής και μόρτης.
Η δίκη έγινε. Και πάλι λάδωσε ο φίλος. Τη γλύτωσε με λίγα χρόνια φυλακή απ' το δικαστήριο της καλής μας κοι­νωνίας.
—Δεν το 'θελε, είπε. Το κοριτσάκι ήταν άρρωστο, δεν έπηζε το αίμα του καλά. Πού να το ξέρει ο φουκαράς; και να πλερώσει! Όσο, όσο να πλερώσει...
Στη φυλακή, ο κόσμος μια γροθιά σε τέτοια θέματα. Έγιν' η δίκη των παράνομων. Καταδικάστηκε. Στήσαν καλά τη μηχανή. Εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι είμαστε οι ένορκοι. Κανείς δεν ήταν τόσο άτιμος ν' αρνηθεί, να κάνει πίσω.
Σκηνοθετήσαμε εξέγερση στις φυλακές. Ζητούσαμε «αξιο­πρέπεια» και πράσινα άλογα. Τον λυντσάραμε. Όλοι μαζί, έτσι που να μην υπάρχει φταίχτης. Τον πατέρα τον κρατή­σαμε μακρυά, συνέχεια δίπλα στους χωροφύλακες για να τον βλέπουν. Ούρλιαζε σαν γουρούνι που το σφάζουν, καθώς τον ποδοπατούσαμε. Τραγουδούσαμε δυνατά, να καλύπτουμε τις κραυγές του.
Παραδώσαμε στους φύλακες ένα κορμί πολτοποιημένο, μελιτζανί, πρισμένο, άμορφο, σιχαμερό.
—Ήταν ατύχημα, βεβαιώσαμε όλοι.
Κανείς δεν έψαξε για ψύλλους στ' άχυρα. Εκείνοι νοιάζο­νταν μόνο για να λήξει το θέμα που 'χε πολιτικό κόστος. Έτσι λίγο πριν καταδικαστώ σε θάνατο δέθηκα με τα δεσμά της συνωμοσίας σ' ένα έγκλημα τιμής.
Για πρώτη φορά σεβάστηκα τους ποινικούς. Σ' ένα κόσμο όπου το δίκιο και τ' άδικο είναι τόσο ρευστά οι πιότεροι από δαύτους δεν είναι παρά τα θύματα της κοινωνικής κτηνωδίας ή οι επαναστάτες που μη ξέροντας πώς ν' αγωνιστούν πέ­φτουν με τα μούτρα στη φωτιά.
Μήπως εγώ ήμουν καλύτερος; Με φόρτωσαν με μύριες δυο κατηγορίες. Μ' ανακήρυξαν κατάσκοπο, προδότη. Μου φόρ­τωσαν και πεντέξι δολοφονίες. Δεν τους αδικώ. Ήμουν ο γιος του.
Όταν το βράδυ χτύπησαν την πόρτα μου δεν υποψιαζό­μουν το παραμικρό. Δε μπορούσα να φανταστώ τι επιβαρρυ- ντικά στοιχεία θα σκάρωναν. Ήμουν ακόμη σίγουρος για τον πεθερό μου και την κάλυψη που θα μου πρόσφερε η υποστήριξή του. Ήταν σφάλμα μου. Θα 'πρεπε να 'χω μάθει να μην εμπιστεύομαι κανένα. Κι ο κουμπάρος; Μπορούσε να συμφέρει τον πρωθυπουργό η παραπομπή στη δικαιοσύνη μέλους της κυβέρνησής του, έμπιστού του εδώ και τόσα χρόνια;
Να λοιπόν που ήμουν κατώτερος απ' τις περιστάσεις. Αθωότερος απ' το λαγό μπρος σ' αλεπουδίσια τεχνάσματα.
Η Τάνια έκλαιγε μόλις τους είδε. Φοβάμαι πως το ήξερε. Αφ' ότου πήρε το Δημήτρη σπίτι μας έδειχνε τόσο αδιάφορη σε μένα, τόσο αφωσιωμένη στο ξένο παιδί! Δε μ' ενοχλούσε. Την αγαπούσα με το δικό μου τρόπο. Όπως αγαπά κανείς ένα σκυλί ή κάποιο έπιπλο. Ίσως το καταλάβαινε. Ίσως υπο­πτευόταν τη σχέση που μ' έδενε με το Δημήτρη. Ίσως μες απ' το Δημήτρη έβρισκε ότι αγαπούσε σε μένα. Δεν ξέρω πια.
Ξέρω μόνο πως δεν ήλθε να με ξαναδεί τις μέρες που ακο­λούθησαν. Ξέρω πως ζήτησε διαζύγιο.
—Δεν υποπτευόταν, έγραφαν οι εφημερίδες, πως ήμουν πράκτορας. Ίσως να την πίεσε ο πατέρας της.
Ίσως πάλι να 'γινε όπως με την Ανθούλα και το Δημήτρη.
Η Τάνια αγαπούσε σε μένα τον ήρωα. Όταν ξέφτισε το εί­δωλο που 'χε στήσει για μένα φόρτωσε στο παιδί τα οράματά της για να μπορέσει να επιζήσει, για να μπορέσει κάτι ν' αγαπά.
Η μόνη που ήλθε να με δει ήταν η κόρη μας, η Ρίτσα. Θυμάμαι τα βουρκωμένα μάτια της απέναντι μου απέραντα ερωτηματικά. Ένιωθε τύψεις; Γιατί θα 'πρεπε να νιώθει τύ­ψεις τούτο το θύμα της προδοσίας μου, τούτο το παιδί που μήτε μια στιγμή δεν αναγνώρισα για δικό μου, που μήτε για μια στιγμή δε στήριξα, που πάνω του αδίσταχτα γατζώθηκα για ν' ανεβώ. Έψαχνε ν' ανακαλύψει τη σκιά του πατέρα της, όπως κάποτε έψαχνα και γω για το δικό μου. Μα γω τουλάχιστον είχα το μητρικό βάρος να με πιέζει στη γη. Εκείνη ήταν φτερό στον άνεμο. Χαμένη. Για πάντα χαμένη.
Φυσικά τ' αδέλφια μου αρνήθηκαν κάθε σχέση με τ' απο- λωλότα πρόβατα της κοινωνίας. Το διαφήμισαν παντού. Μό­νο ο Λάμπρος δε μίλησε. Βρισκόταν στο νοσοκομείο σε α­φασία μετά το νοκ-άουτ του τελευταίου του αγώνα.
Στην Ασφάλεια μου φέρθηκαν καλά, καλύτερα από τότε που ήμουν πολιτικός κρατούμενος. Ήμουν στα χέρια τους το λαβράκι κι έλπιζαν να επωφεληθούν. Έπειτα ίσως φοβόντου­σαν τις διασυνδέσεις μου. Δε φανταζόντουσαν πως δε θα τις χρησιμοποιούσα.
Όλες οι εφημερίδες έγραφαν και ξανάγραφαν για τις απο­καλύψεις μου. Δεν αποκάλυψα τίποτε γιατί τίποτε δεν είχα ν' αποκαλύψω. Ο κόσμος έπρεπε με κάτι να φανατιστεί γιατί σίμωναν δύσκολες ώρες. Μια οικονομική κρίση κρεμόταν πάνω απ' το κεφάλι τους κι έπρεπε πάση θυσία να την κατα­πιούν. Έπρεπε να βρεθεί κάποιος που να ριχτεί στην αρένα και ν' αφεθεί στο πλήθος να τον λυντσάρουν για τις τσαλα­πατημένες ελπίδες τους. Αυτός ήμουν εγώ. Αυτό ειν' όλο.
Ο πρωθυπουργός δε θέλησε να με καλύψει. Μίλησε για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στον τόπο μας. Δεν τον ξανάδα απ' τη μέρα της παραίτησης μου. Το έργο θύμιζε δραματικό με πολλά στοιχεία αστυνομικού θρίλερ. Κάτι ανάμεσα στη «θυσία του Αβραάμ» και τη «Μάτα Χάρι». Κι ο αρχηγός μας τέλειος υποκριτής θριάμβευε σ' όλη την πλατειά γκάμα των ρόλων της παράστασης.
—Τα στοιχεία, μόνο τα στοιχεία αποδεικνύουν την ενοχή ή την αθωότητα. Έχουμε εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, δια­κήρυττε μέ περίσσια περηφάνια.
Κι όμως ήταν ο πρωτομάστορας της συνωμοσίας! Ήταν αυτός που τώρα μπορούσε ήσυχος να νίπτει τα χέρια του. Δεν ωφελούσε να καταγγείλω την ψυχολογική πίεση εγώ, που 'χα το κορμί μου χαραγμένο απ' τα γλομπς των μπάτσων, τότε στις απεργίες. Θα 'ταν τουλάχιστον γελοίο εγώ, ο κύριος με το ξεχειλωμένο στομαχάκι και την καραφλίτσα να μιλώ για ατομικά δικαιώματα και συνταγματικές εξουσίες.
Άλλωστε νιώθω τέτοια κούραση! Φοβάμαι πως αύριο θα με ηρωοποιήσουν. Τούτη η καταδίκη μου σε θάνατο μόνο και μόνο γιατί δεν αρνήθηκα τον πατέρα μου κάποτε θα ξεσηκώ­σει αυτούς που τώρα φωνάζουν εναντίον μου, αυτούς που με φτύνουν κατάμουτρα και μ' αποκαλούν προδότη. Εγώ δέχο­μαι τις βρισιές αδιαμαρτύρητα. Είμαι προδότης, μα για λάθος λόγους. Τότε που πρόδινα με χειροκροτούσαν. Τώρα με κα­ταδικάζουν γιατί αρνιέμαι πεισματικά να προδώσω έναν πα­τέρα φάντασμα. Το μόνο που ζητώ απ' τον έξω κόσμο είναι ένα ποτήρι γάλα κι αυτό κάνει τους φύλακες να μ' υποπτεύο­νται ακόμη πιο πολύ. Όλοι οι κατάδικοι ζητούν πιοτό, τσι­γάρο ή ναρκωτικό.. Εγώ ζητώ χαρτί και γάλα.
Ο δικηγόρος μου διορίστηκε αυτεπάγγελτα. Αρνήθηκα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Είναι άσχετος. Τα θαλάσσωσε. Δεν ήταν όπως στις ταινίες που μας τους πασσάρουν τέλειους για να μας εμψυχώνουνε.
Προδότης! ναι λοιπόν. Τέτοιος ήμουν μια ζωή σ' όλους όσους μ' αγάπησαν. Προδότης και δειλός, θρασύδειλος. Δεν τους το είπα. Παρακολουθούσα τη δίκη μου με δημοσιογρα­φικό ενδιαφέρον. Το μόνο πρόσωπο που ξεχώρισα απ' το φιλοθεάμον κοινό ήταν του Κώστα. Ήταν ακόμη πιο αδύνα­τος, ρουφηγμένος, θαρρείς και πάσχιζε ν' αναποδογυρίσει το πετσί του, και τα μάτια του κρυμμένα πίσω από χοντρούς φακούς ακουμπούσαν πάνω μου μ' εμπιστοσύνη. Δε μου μί­λησε, δε μου 'γράψε, μόνο έμεινε κει ασάλευτος σ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας να με καρφώνει με την παρουσία του. Ίσως να 'ταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας αυτής της υπόθεσης «εσχάτης προδοσίας». Μα δεν κατάθεσε. Δεν μπο­ρούσε να καταθέσει.
Αντίθετα το 'φερε ο διάβολος να 'ναι κι ο Στέλιος ανά­μεσα στους ενόρκους. Λίγο πριν αρχίσει μάλιστα η δίκη έκανε και φασαρία. Δε μ' είχε δει ακόμη. Δεν ήξερε τίνος τη ζωή κρατούσε στα χέρια του. Περίμενα στη γωνιά τα χέρια μου βαρειά απ' τις χειροπέδες, μπροστά μου δάσος οι μπά­τσοι να με κρύβουν, για προφύλαξη έλεγαν.
Άκουσα τη φωνή του, όπως πάντα να διαμαρτύρεται.
—Μα είναι δικαιοσύνη!
Η γραμματέας, μια κοντόχοντρη στραβοκάνα κάτι μασού­σε ξαναμμένη.
—Μα είναι έντυπα αυτά; Ορίστε, οι μισοί ένορκοι δεν ήλ­θαν στο πόστο τους. Όλοι είναι ηλίθιοι;
—Το πρόστιμο είναι πρόστιμο, τσίριξε εκείνη.
—Αφού είναι δικό σας σφάλμα, επέμενε ο Στέλιος. Μας καλείτε ν' αποδώσουμε δικαιοσύνη κι αποδίδετε την αδι­κία.
—Δεν είναι δικό μου το σφάλμα. Εγώ δεν είμαι κλητήρας! περηφανεύτηκε η γριά.
—Ο υπεύθυνος! Ποιος είναι ο υπεύθυνος; Αυτό, θα γίνεται κάθε φορά! 1) Γράφετε λάθος τη διεύθυνση του δικαστηρίου. 2) Δεν υπάρχει τηλέφωνο να πάρεις μια πληροφορία. 3) Τού­το πρέπει να γίνεται καθημερινά. Δε σας ενοχλεί τούτη η σπατάλη χρόνου, τούτη η ταλαιπωρία του πολίτη που τον χρειάζεστε για στήριγμα;
—Δε φτάνει που αφήνουμε το μεροκάματο! ακούστηκαν αδύναμες διαμαρτυρίες απ' τους υπόλοιπους. Όχι και να πληρώσουμε δίχως να φταίμε.
—Ακούστε, είπε η γραμματέας συμβιβαστικά, θα κάνουμε ανακοπή. Φέρτε χαρτί από κάνα γιατρό, να λέει πως είσαστε άρρωστοι και δε θα πληρώσετε.
—Δηλαδή μας εξωθείτε να παραποιήσουμε τα γεγονότα! ούρλιαξε ο Στέλιος.
—Μα πώς τα λέτε έτσι; στρίγγλισε η γραμματέας. Εγώ μόνο να σας βοηθήσω θέλησα. Κάντε όπως νομίζετε. Βάλτε όποια δικαιολογία θέλετε. Μα να το ξέρετε. Προσβάλετε τον εαυτό σας. Τι είσαστε; Αγράμματος; Να μη καταλαβαίνετε τα έγγραφα της υπηρεσίας μας! Και σας προειδοποιώ. Το δικα­στήριο δεν ανέχεται τις προσβολές. Κάνετε όπως νομίζετε. Εγώ πάντως σας συμβούλεψα.
Κείνη την ώρα μπήκαν οι δικαστές. Μ' έσυραν στο εδώ­λιο. Χαμογέλασα στον παλιό μου σύντροφο. Ξαναμμένος, με τα μαλλιά αχτένιστα κουβέντιαζε με τους διπλανούς «συνε­νόχους» ενόρκους. Πάσχιζε να τους παρασύρει σε ομαδική διαμαρτυρία μα δε φαινόταν να τα καταφέρνει. Οι άλλοι ήταν λογικοί. Αφού βρέθηκε η λύση!
Χαρτί γιατρού! Αρκεί να ξεμπερδεύουμε! Μήπως εμείς θα φτιάξουμε τη δικαιοσύνη;
Μόλις μ' αντίκρυσε μαρμάρωσε. Οι δικαστές, κρύβοντας δήθεν το στόμα τους πίσω απ' τα βιβλία πετούσαν μπαλιές από νομικές αρλούμπες. Το ακροατήριο βουβό, σαν τρομαγ­μένο.
Άρχιζε η κλήρωση των ενόρκων. Πρώτος και καλύτερος ο φίλος μου ο Στέλιος. Δε μου 'ριξε μήτε μια ματιά. Κατά­λαβα. Ο Στέλιος για το χατήρι μου δε θ' άλλαζε τα γεγονότα, δε θα νόθευε τις καταστάσεις. Ο Στέλιος θα 'ταν πάντα με το δίκιο. Δε θ' ανεχόταν κανενός είδους συμβιβασμό, καμιά σκοπιμότητα. Ο Στέλιος ήταν έντιμος.
—Καημένε μου φίλε! Πρόσεξε! μουρχόταν να του πω. Την εντιμότητά σου χρησιμοποιούν, την ψευδαίσθησή σου για το δίκιο, όπως ακριβώς χρησιμοποίησαν τα οράματα και τους αγώνες σου για την κοινωνική ισότητα.
Μα φυσικά δε μπορούσα να του μιλήσω, μα κι αν μπορού­σα δε θα μ' άκουγε. Όσο κι αν πάλευαν να τον πείσουν για τη σχετικότητα της νομικής δικαιοσύνης, τόσο δυνάμωναν την αντίστασή του για κάθε τι το συμβατικό. Αναρωτιόμουν αν θα πλήρωνε το πρόστιμο. Σίγουρα χαρτί γιατρού δε θα 'φερνε. Κι ο δικαστής; Τάχα ο δικαστής θα δεχόταν το δίκιο του; Είναι θέμα δικαστή κι όχι δικαιοσύνης το δίκιο στις μέρες μας.
Σαν μες από όνειρο άκουγα τους μάρτυρες να μιλούν για μικρόφωνα και μικροκομπιούτερ, για έγγραφα και προκηρύ­ξεις. Όλα βρέθηκαν στο σπίτι μου, όλα τα αγνοούσα, μα δεν υπήρχε λόγος να τ' αρνηθώ. Είχαν πεντέξι δολοφονίες ανοι­χτές, κάμποσους εμπρησμούς να κλείσουν τους φακέλους. Μ' έβαλαν κι υπόγραψα. Δε διάβασα τι. Δε μ' ένοιαζε να δια­βάσω. Τα 'ξεραν κείνοι καλύτερα από μένα. Εγώ δεν είχα τι να πω.
Ήξεραν για κείνη τη συνάντηση με τον πατέρα μου. Τους φάνηκε παράξενο που δεν επαναλήφθηκε.
—Για ν' αποκρύψει τους ουσιαστικούς λόγους της επα­φής, ρητόρεψε ο εισαγγελέας.
Στα πρόσωπά τους αναγνώριζα την αλαζονεία της εξου­σίας.
Ήμουν ήδη καταδικασμένος απ' τα δημοσιεύματα. Και γω στη θέση τους κάπως έτσι θα σκεπτόμουν.
—Το διεθνές πολιτικό κλίμα δεν είναι καλό. Μας κατηγο­ρούν για πράκτορες. Αν ρίξουμε στα σκυλιά έναν από δαύ­τους σίγουρα θα γλιτώσουμε.
Έβλεπα την καταιγίδα να ' ρχεται. Αυτοί οι άνθρωποι δεν τη διακρίνουν. Κι όμως είναι απλό. Αν κοιτάξουν κατακόρυ­φα πάνω απ' το κεφάλι τους.
Άλλοι προδίδουν τούτη τη στιγμή. Όλοι προδίδουν κά­ποτε.
Απ' το παράθυρο ξεχώριζα τα κλαριά κάποιου πεύκου, που πάλευαν με το χιονιά, όσο εκείνοι ρητόρευαν. Ένιωθα το ρίγος του να με διαπερνά.
—Κάθε κατηγορούμενος είναι αθώος μέχρι ν' αποδειχθεί η ενοχή του, σκεφτόμουν ειρωνικά.
Πού το 'χα στ' αλήθεια διαβάσει; Στο σχολειό; Σε κείνα τα χαζομαθήματα «αγωγής του πολίτου» Ή μήπως ήταν α­τάκα σε κάποιο σήριαλ μ' έντιμους δικαστές κι ηρωικούς δικηγόρους; Όλα ανάποδα στ' αλήθεια!
Κι αυτά τα κόκκινα νούμερα στο ηλεκτρονικό καντράν, που αναβοσβύνουν θυμίζοντας απογειώσεις αεροπλάνων κι ο δικαστής που μιλούσε βλάχικα κι η δικαστίνα που αμίλητη χασμουριόταν κι οι δικηγόροι, που βριζόντουσαν αρχίζοντας με το «αγαπητοί φίλοι, κύριοι αντίδικοι» κι αυτοί οι γέροι στα πρώτα καθίσματα, που μόλις και μετα βίας έσερναν τα πόδια τους.
Και τότε ακούστηκε ένας γδούπος, κι ύστερα φωνές σπα­ραχτικές, σουρσίματα ποδιών, οχλαγοή. Όχι, δεν ήταν έτσι. Ήταν εντελώς ανάποδα.
Ακούστηκε οχλαγοή, σουρσίματα ποδιών, φωνές σπαρα­χτικές κι αυτός ο γδούπος.
Έπειτα ήλθε η σιωπή, παχειά κι αδιαπέραστη σαν ομίχλη κι αυτό το ρίγος που ξεκινούσε απ' τα πόδια κι έσφιγγε την καρδιά.
—Πήδηξε. Πήδηξε από πάνω. Σκοτώθηκε. Αυτοκτόνησε.
Τρέξαν όλοι. Μ' εγκατάλειψαν.
Ένα ανθρώπινο πηγάδι. Στα χείλη του, σ' απόσταση α­σφάλειας όλοι κοιτούν ψιθυρίζοντας.
—Ένας γιατρός, ένας γιατρός. Πού είναι κάποιος γιατρός;
Εκείνος ξαπλωμένος καταγής, ακίνητος. Απ' το κεφάλι του πηγάζει μια λίμνη αίμα. Νεαρός, αδύναμος, λιγνός σαν καλαμιά. Το πόδι του σαν καλάμι τσακισμένο, το πρόσωπο του μελανό.
Η μάνα του δεν τόλμησε να τον ζυγώσει.
Κείνος ο γιατρός το μόνο που ' κανε ήταν να του κρατά το χέρι. 
—Είναι ζωντανός, ανακοίνωσε κι ο κόσμος απομακρύνθη­κε απογοητευμένος. Ένας θάνατος είναι πιο εντυπωσιακός! Σα να συμμετέχεις σε ταινία φρίκης.
Το πηγαδάκι λίγνεψε, αλάργεψε.
Ο σφυγμός του φτερουγούσε ανήμπορα.
—Πού είναι τ' ασθενοφόρο; Ακόμη να φανεί; αναρω­τιόταν ο γιατρός. Σαν τι να του προσφέρω με δυο γυμνά χέ­ρια;
—Ησυχάστε. Είναι ο γιατρός πλάι του, λέγαν όσοι ακόμη συζητούσαν για το γεγονός.
—Τι έγινε; Πώς πήδηξε;
—Ναρκωτικά. Έπαιρνε ναρκωτικά... Τα πουλούσε κιόλας.

—Κάτι τέτοιους δεν τους λυπάμαι. Θέλουν σκότωμα.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης