Ιφιγένεια εν Ελλάδι 2ο



Ιφιγένεια εν Ελλάδι 
μυθιστόρημα
2η συνέχεια

 Κι έπειτα ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα. Κάπως έτσι δεν τελειώνουν τα παραμύθια; Μα η ζωή δε φαίνεται να τελειώνει πουθενά. Γυρνά γυρνά ασταμάτητα. Και η ζωή της Ελένης βρέθηκε σε σκόρπια φύλλα μαθητικού τετράδιου πεταμένη στο αποθηκάκι του υπόγειου της πολυκατοι­κίας μας δίπλα στο λεβητοστάσιο του καλοριφέρ. Τα πον­τίκια είχαν φάει κάμποσα φύλλα. Ότι κατάφερα να διακρί­νω το κατάγραψα. Πάλεψα να τα συναρμολογήσω με αγά­πη. Τούτα στάθηκαν η αρχή της ιστορίας μου.


Μάρτης 1975

Σε θέλω με τη δίψα που η άμμος ρουφά καθ'αφρό το θαλάσσιο κύμα. Σε θέλω σαν το χώμα ζητά του χινόπωρου τις πρώτες ψιχάλες. Σε θέλω πέρα απ 'τη ζωή πάνω απ' το θάνατο έξω απ 'την αθανασία. Σε θέλω πέρα απ' το χρόνο ή στιγμή. Με σε γεννιέμαι και πεθαίνω κι ανασταίνομαι. 
Είμαι η ίδια η ζωή, η ίδια η χτίση. Είσαι ο πλάστης και θεός μου. Είμαι η άνοιξη. Στα χέρια σου ανθοβολώ. Δέξου με όπως η φύση μ'έπλασε. Αγάπα με όπως η ζωή με καλούπωσε. Μην αφήσεις να χαθεί αυτό το βράδυ. 
Μετρημένες οι στιγμές της ευτυχίας μας. Το αύριο αβέβαιο ξεφεύγει σ' άλλους γαλαξίες. Αρκεί που υπάρχει η στιγμή, το τώρα. Το πάντα ταυτίζεται στο πουθενά. Η μόλυνση σαράκι μας σαπίζει. Αν την κλεψύδρα σταματούσαμε τ' αύριο ίσως δεν ερχόταν ποτέ. Και τότε τάχατες το τώρα θα μετρούσε; 
Να ξεφεύγω να πετώ ν'ανεβαίνω να ξεχνιέμαι να ονειρεύομαι να μαγεύομαι. Τι όμορφο απόψε το φεγγάρι κατακόκκινο να κυνηγιέται με τα σύννεφα στην παγωνιά, σα σκανταλιά­ρικο χαμίνι. 
Το κρασί ζεσταίνει τα παγωμένα χέρια μου μουδιάζει το φλογισμένο πρόσωπο μου. Ν'αγαπηθούμε απόψε. Απόψε που είμαι μια άλλη πούσαι ο μοναδικός μου έρωτας. 
Ξέχνα τις τόσες έγνοιες που φίδια μας ζώνουν σφιχτά. Ξέχνα τις ελπίδες, τα όνειρα, κοιμήσου στα χέρια μου. Θα σ' αγαπώ όσο κρατά αυτή η νύχτα. Σαν ξημερώσει δεν ξέρω ποιός θα ξυπνήσεις. Είμαι η γη που βιάζεται καρπό να δώσει, είσαι η βροχή που χρόνια καρτέραγα. Μη μ'αρνηθείς τούτο το βράδυ, κοίτα κιόλας συννέφιασε. 
Ως πότε θ' ανθίζω, θα καρποφορώ; Ως πότε Θάχεις σπόρια να με ραίνεις; Ως πότε θα κρατήσει τούτη η άνοιξη; Ως πότε θ' αντέξει ο κόσμος του μεθυσιού μου τη μαγεία; Σα θα ξυπνήσει η λογική Θάναι αργά για παραμύθια τότε, Θάναι αργά για αιώνιους έρωτες. Τότε θα πρέπει να σκεφτείς, να παλέψεις για τη μπουκιά που γεύεσαι. Αν ήταν να ζούσαμε μόνο γι'απόψε! Τ'αύριο είν' περσευούμενο. Το χαρίζουμε στο μέλλον.

Μάης 1975

Πρωτομαγιά στη θάλασσα, μια θάλασσα πιο πρόσχαρη κι από καλοκαιρινή. Οι πεταλίδες γιγάντιες βγήκαν στη στεριά χαρίσματα του Ποσειδώνα στους τολμηρούς. Οι ολοπόρφυρες σπηλιές, πρόκληση στην παιδική μας φαντα­σία. Πειρατές, λάμιες, ρουφήχτρες παραμονεύουνε κι η θάλασσα μυστήρια καθρεφτίζει το φως και το τινάζει στην οροφή σ'άπειρες αποχρώσεις. Κι όλο και πιο βαθιά πο­ρεύομαι, βέβαιη για την εκδικητική της μανία. Την αγαπώ. Πρόσχαρη ή θεριεμένη την προσκυνώ. Είναι μάννα, ερωμένη, αδελφή. Είναι η μοίρα μου.
Εκείνος διαβάζει χουζουρεύοντας στην αμμουδιά. Λες και χαθήκαν τα βιβλία. 'Οτι χάνεται είν' ο λαμπρός ήλιος, η καυτή χρυσαφιά αμμουδιά, η απέραντη χαμογελαστή θάλασσα. 'Οτι χάνεται είναι η ίδια η σημερνή μας δίψα για ζωή και κίνηση.

Ιούλης 1975

Και νάμαστε μόνοι οι δυό μας για φαγί κι έρωτα. Χόρ­τασμα των αισθήσεων, σμίξιμο φυσικό και ζωώδικο κάτω απ' το λεύτερο αγέρα που λαχταριστός φουλάρει στα πνευ­μόνια μας. Κι είμαι τόσο ευτυχισμένη απ'τη ζωή που ξεχειλίζει από παντού. 
Κι ωστόσο δυό βήματα πιο κει είναι το τέλος. Κι ότι μετρά είν' η γλυκιά δροσάτη γεύση το ζωγραφίζεις στο χαρτί στιμόνι, που με άπει­ρες βαφές αφέντης ο ήλιος στήνει; Να ιστορήσω την τρεμού­λα του κορμιού πούρχεται με τη νύχτα; Κι έπειτα τάχατες είν' όλα τούτα υπαρκτά ή μοιάζουν παραμύθια. Ζω ή φαν­τάζομαι πως ζω τόση μαγεία; 
Να ο δορυφόρος. Χάραξε στη νύχτα μια πορεία.

Σεπτέμβρης 1975
Κι ο παπάς του χωριού μου με την άσπρη γενιάδα που κρατούσε της πίστης την ακοίμητη δάδα. ' Έτσι δε λέγανε στο Κατηχητικό; Εδω γιατί τάχατες να κοιτά μοναχά το χαρτονόμισμα που ακουμπάς στη φούχτα του; Οι ευχές στον Ύψιστο αναπέμπονται με ταρίφα κι ο κόσμος αλάργεψε. Δεν υπάρχει πια παιδί στα ψαλτικά να κρατά τη λαμ­πάδα, το ίσο στο ψαλτήρι. Κι ωστόσο δημογραφικά δεν πάμε κι άσχημα, δόξα στον τουρισμό που μας ταΐζει.
 Αλ­λοτε προσμέναμε το Θεό σαν τα πετεινά του ουρανού. Τώρα καρτερούμε την τροφή απ'τα γιομάτα τουρίστες αεροπλάνα και βαπόρια. Καλύτερος θεός ο τουρισμός γεμί­ζει τα στομάχια, φτιάχνει σπίτια, τα ξεροχώραφα γίναν οικόπεδα. Ο Θεός κουράστηκε, ας βοηθήσει και κάνας άλ­λος τον κοσμάκη.

Οκτώβρης 1975

Είδες τι σκαρφίζεται ο άνθρωπος; Σπάει τ'άτομο και καταστρέφει το σύμπαν. Τι όμορφα πούμαθε να καταστρέφει ο άνθρωπος! Να δούμε πότε θ'αρχίσει να μαθαίνει να φτιάχνει. 'Ετσι δε γίνεται και με τα μωρά; Αν δεν σπάσουν πώς θα μάθουν να φτιάχνουν; Μόνο πως το παιχνίδι μας τ'ανθρώπινο είναι λίγο πολύτιμο, μα πάλι δε βαριέσαι; Τι τάχατες είν' η ζωή στην κοσμική απεραντοσύνη. 
Λένε πως νοιάζονται για τις ανθρώπινες ζωές. Υποκρισίες!! Κανείς ποτέ δε νοιάστηκε για τίποτε έξω απ'τη δική του ανθρώ­πινη ζωή. 'Ολοι μέσα στους άλλους καθρεφτίζουμε το δικό μας εαυτούλη. Στο κάτω κάτω. Πόσοι είναι αυτοί που αν ποτέ τους δε γεννιόντουσαν θάταν αλλιώτικος ο κόσμος; Τους μετράς στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η μάζα κυλά σαν το ποτάμι. Ποιός νοιάζεται για τον κόκκο της άμμου; Παιδιά που δεν γεννήθηκαν ποτέ, νιάτα που δεν πρόλαβαν να τελειώσουν ότι άρχισαν. Τι 0'άλλαζε στον κόσμο αν χορεύανε κι αυτοί τον τρελό χορό της δημιουργίας; Τι μετρά η κάθε γενιά που έρχεται; Σε μια αστραπή το μέλλον γίνεται παρελθόν. Μόλις ακουμπήσει στα χείλια σου το φιλί της η απογοήτευση αρχίζει το γέρμα της ζωής.
Ναι, για σένα η δικιά σου ζωή έχει τόση σημασία!! 'Εχεις τέτοιαν άγρια επιθυμία για τη ζωή. Μα συμβιβάζε­σαι στο θάνατο των άλλων. ΙΙείνα, πόλεμος, αρρώστια, δυστυχία, ευαισθησία, κάπως πρέπει να πεθαίνουν οι ανθρώποι. Μόνο να μπορούσα να ζήσω εγώ αιώνια! Να κο­λυμπώ στ' όνειρο ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, να αι­σθάνομαι με κλειστά τα μάτια τη ζέστα του ήλιου και τη δροσιά του νερού, την τραχιά επαφή του βράχου, να οσμίζομαι τον πλημμυρισμένο ευωδιές αγέρα, να γεύομαι τον έρωτα με τη ζωώδικη ορμή του αγριμιού, να πιλαλώ στο δάσος σα ζαρκάδι, να λούζομαι στο νερό σα φώκια, να τραγουδώ τη ζωή σα νυχτοπούλι, να κλαίω κοιτώντας καταπρόσωπο το κουτό φεγγαρίσιο βλέμμα, να μετρώ τ' άστρα κι όλο να χάνω το λογαριασμό ίσαμε να ξημερώσει. 
Ποτέ πια σε βρωμισμένη πολιτεία. Ποτέ πια σ' ασφαλτωμένους δρόμους, ποτέ πια σε καυτά διαμερίσματα που η νύχτα δεν προφταίνει να δροσίσει τη λάβα του λιοπυριού. Ποτέ πια σε ψυχρά κλιματιζόμενα δωμάτια. Διψώ για καθαρό μυρωμένο αγέρα. Διψώ για ήλιο δίχως σύγνεφα καπνού. Διψώ για πρασινάδα άγρια, φυσική, απεχθάνομαι το γκαζόν και τα καλοκουρεμένα δεντράκια που θυμίζουν κομμωτήριο. Η φύση έχει λογική. Αφήστε τη να σκεφτεί ν' αποφασίσει, πριν ο κόσμος κάνει κρακ ανάμεσα στ' αδί­σταχτα τα δάχτυλά μας.

Δεκέμβρης 1975

Το πλήθος το πολύβουο, η ασχήμια κι η ομορφιά της πόλης. Ατιθάσσευτο ξεχειλίζει τα πεζοδρόμια, τους δρό­μους που απειθάρχητα κυλούν τα αυτοκίνητα. Χαζεύει τις πολύχρωμες φανταχτερές βιτρίνες μπαινοβγαίνει στα μα­γαζιά, πάντα βιαστικό συχνά φορτωμένο, πάντα σκεφτικό, σπάνια ευτυχισμένο. Το πλήθος, η αγέλη της πόλης. Μια κραυγή αρκεί να ξυπνήσει το ένστικτο, να ξεσκεπάσει τον πανικό που του φωλιάζει στην καρδιά, μια κραυγή κι ορ­μούν τυφλά στον όλεθρο.
Η ατομικότητα. Πού κρύβεται η ατομικότητα στο πλή­θος; Μάταια ντυνόμαστε και στολιζόμαστε, φτιασιδωνόμαστε να ξεχωρίσουμε. Στο βάθος θέλουμε να μοιάζουμε. Αλίμονο σ'όποιον ξεφύγει απ'τους κανόνες. Η κυριαρχία του Προκρούστη, το πλήθος. Αλίμονο στον ψηλό ή τον κοντό, τον πανέμορφο ή τον πανάσχημο, τον άγιο ή τον εγκληματία, τον ξεχωριστό. Αρκεί να επιπλέεις στη μετρι­ότητα όπως τα σκουπίδια στα λαδωμένα απ'τις πίσσες βουρκόνερα του λιμανιού. Ποτέ μη ξεπηδάς πάνω απ'τη στάθμη του βούρκου. Είν' επικίνδυνο ν' ανακατεύεις τα νε­ρά. Πόσο καλοί όλοι μαζί σου, όταν δεν είσαι τέλειος! Αρκεί να συμβαδίζεις στο σκοπό των τυμπάνων τους. Η αγέλη πρέπει να επιζήσει. Είναι απρόσωπη κι άψυχη σα μηχανή που αλίμονο κανείς στ ' αλήθεια δεν πατά τα κουμ­πιά. Το πλήθος υπακούει σε φυσικούς νόμους. Μάταια μελετούν και τσακώνονται οι κοινωνιολόγοι. Το πλήθος πλέει με τους νόμους του σύμπαντος.

Δροσοπηγή Φλεβάρης 1976
Το τζάκι αναμένο για συντροφιά και το παράθυρο ανοι­χτό. Απέναντι μου η μυγδαλιά φουντωμένη σκέπασε τα χιονισμένα βουνά. Αυτή είναι η γεύση της ευτυχίας.
Γιατί τάχατες όλοι τόσο μονόπαντα κρίνουμε τον κό­σμο; Θαρρούμε αλήθεια ότι τα χέρια μας ψηλάφισαν, ότι τα μάτια μας ξεχώρισαν στο πυκνό του κόσμου σκοτάδι. Ξε­χνάμε πόσο ασήμαντη οπτική γωνία έχουμε στ' απέραντο της ζωής ποτάμι.
Ποιά ζωή ζούμε πραγματικά; Τα γεγονότα που αυθάδικα φωνάζουν στις εφημερίδες και την τηλεόραση, την καθημερινή μας ρουτίνα, δουλειά φαί και ύπνος ή την προσωπική μας αίσθηση του χρόνου που μετριέται με τα πάθη, τα αισθήματα, τους λογισμούς και - γιατί όχι - τα όνειρά μας; Πώς τάχατες σημαδεύουμε το δευτερόλεπτο της ύπαρξής μας στον ατέλειωτο χρόνο;

Αμμουδερή Ιούνης 1976

 Κάθομαι αντικρυστά στο σμίξιμο του πέλαου με τη φωτόλουστη στεριά. Τα χωριά σκαρφαλωμένα στις απότο­μες πλαγιές τις κυκλωμένες βράχια και δέντρα κι η θάλασ­σα στα πόδια τους ακύματη. 'Γα πουλιά δεν παύουν να φλυαρούν σαν τα παιδιά γλυκόηχα τραγούδια. Οι ακτές κατρακυλούν απότομα τις πιο πολλές φορές και στις μα­σχάλες της στεριάς σχηματίζουν αμμουδερές απαλές αγ­κάλες. Το νερό απ' το ρυάκι χύνεται στην ξάστερη θάλασσα της διαλύει την αψιά γεύση, της παγώνει τη γλυκειά δροσεράδα. Ο ήλιος αγκαλιάζει τα γυμνά κορμιά στοργικά μα ύπουλα κι η θάλασσα τα λυτρώνει απ ' τη θερμή ορμή του. Ο άνθρωπος εξαφανίζεται στη φύση, γίνεται αφόρητη η ομορ­φιά να την κρατούν ανθρώπινα χέρια. Ο νους πλημμυρισμέ­νος αναπάντητα ερωτηματικά. Πεθαίνουμε δίχως να λύ­νουμε κανένα απ'τα μεγάλα αινίγματα. Δεν ξέρουμε πού πάμε κι όμως πορευόμαστε. Δεν πιστεύουμε σε τίποτε πια κι όμως δεν είμαστε λεύτεροι. Σέρνουμε τις αμφιβολίες μας και σερνόμαστε.

Δροσοπηγή Οκτώβρης 1976 

Πέρασαν μόνο λίγοι μήνες απ'το γάμο μας μα νιώθω κιόλας απατημένη. Τον αγαπώ μα νοιώθω πως δε μ' αγα­πά έξω απ'τις ώρες που κάνουμε έρωτα. Δεν έχω το θάρρος να τον ξυπνήσω να του πω τους φόβους, τις αμφιβο­λίες μου. Φοβάμαι, δε με παίρνει στα σοβαρά. Όλα γιαυτόν πρέπει νάναι τέλεια.
 Λυπάμαι γιατί ποτέ δε μου κρά­τησε το χέρι στο δρόμο, γιατί δε φιληθήκαμε ποτέ μπροστά σε όλους γιατί δεν τρέξαμε τρελά σαν ερωτευμένοι, γιατί δε χορέψαμε σφιχταγκαλιασμένοι στα σκοτεινά. Ήταν πάντα τόσο λογικός για κάτι τέτοια. 
Στενοχώριες πολυτε­λείας για χορτάτα στομάχια. Έτσι σκέφτεται κείνος. Εκείνος παλεύει για τους πολλούς, πιστεύει κι ελπίζει σ'αυτό που κάνει κι εγώ πρέπει να υποταχτώ και νάμαι ήρεμη κι ευτυχισμένη.

Δροσοπηγή Νοέμβρης 1976

Περιμένω παιδί! Μου τόπε σίγουρα ο γιατρός απόψε. Γιατί μια τόσο συνηθισμένη ιστορία για μένα φαντάζει τόσο μοναδική; Κουβαλώ τη ζωή στα σπλάχνα μου. Τη ζωή του παιδιού μου. Τη ζωή όλου του κόσμου. Το μέλλον της ανθρωπότητας.
Χτες βράδυ πάλι με πείραξε το στομάχι μου κι έκανα εμετό. Τι ανωμαλίες φέρνει στον οργανισμό μου αυτό το πλασματάκι, τόσο καλόδεχτες! Εκείνος με κρατούσε αγκα­λιά, μούφερε τσάι, με φρόντισε.
'Οταν σκέφτομαι πόσο ευτυχισμένη είμαι τρομάζω. Φο­βάμαι πως κάτι θα συμβεί κάτι που όλα θα τα γκρεμίσει. Σκέπτομαι το μωράκι μου. Ανάμεσα στα τόσα ανθρωπά­κια που γεννιούνται καθημερνά στη γη τούτο για μας είναι τόσο υπέροχο. Χαιρόμαστε για κάθε του καινούργια εκδήλωση. Τώρα κουνιέται. Χαϊδεύω το κεφαλάκι του. Νάναι το πόδι αυτό το εξόγκωμα; Το βάρος του μ' ανακουφίζει. Νοιώθω περήφανη που το κρατώ. 'Ενα παιδάκι, το δικό μου θαρθεί στον κόσμο. Έχω παχύνει τόσο, μα φοβάμαι να κάνω δίαιτα μήπως το βλάψω. 'Ολα γιαυτό το μικρό πλασματάκι. Είναι τόσο υπέροχη η σχέση που μας δένει. 
Τ' α­γαπώ. Είναι ένα κομμάτι τόσο δικό μου. Μου δίνει ελπίδα. Δίχως ελπίδα ποιος ζει; 
Τώρα για χάρη του παιδιού μου εγκαταλείπω τα όνειρά μου, τις φιλοδοξίες μου. Θα δουλέ­ψω να το κάνω ευτυχισμένο. Πρέπει να βρει τον εαυτό του να τον αντικρίσει κατάματα. 
Δε θέλω νάναι παιδί-θαύμα. Θέλω νάναι ένα καλό παιδί σαν όλα τα παιδιά του κόσμου.
 Το ζωγραφίζεις στο χαρτί στιμόνι, που με άπει­ρες βαφές αφέντης ο ήλιος στήνει; Να ιστορήσω την τρεμού­λα του κορμιού πούρχεται με τη νύχτα; Κι έπειτα τάχατες είν' όλα τούτα υπαρκτά ή μοιάζουν παραμύθια. Ζω ή φαν­τάζομαι πως ζω τόση μαγεία; 
Να ο δορυφόρος. Χάραξε στη νύχτα μια πορεία.

Δροσοπηγή Μάης 1977

Μπήκα πια στο μήνα μου. Τώρα κάθε μέρα που περνά με φέρνει πιο κοντά σ' αυτό που περιμένω. Και το περιμέ­νω μ' έκσταση σαν ένα θάμα, με μαγεία σα παραμύθι, μ' όνειρα σαν κάτι το υπέροχο μ ' άπειρη ατέλειωτη ανυπο­μονησία. 
Θέλω να τ' ακούσω να πιστέψω πως ότι τόσο καιρό ονειρεύομαι, ότι διαβλέπω είναι αλήθεια. Τώρα τε­λευταία με βαραίνει. Αυτό το γλυκό του βάρος που με κουράζει, πόσο το λατρεύω. Μιλάμε μεις οι δυο την ίδια γλώσσα. Κουνιέται, νοιώθει άσχημα στριμωγμένο μα είναι ασφαλισμένο. Ξέρει, τ' αγαπώ. Φιλόξενα τα σπλάχνα μου του χτίσανε ένα θρόνο. Γεννήθηκα για να το δεχτώ. Τώρα οι προσωπικές μου απαιτήσεις υποχωρούν. Ζήτω ο νέος βασιλιάς.
Πρέπει να μάθει να ζει την κάθε ώρα της ζωής του, να δέχεται δίχως γκρίνιες την κάθε εμπειρία να μάθει να τολ­μά, να μάθει να πέφτει, να σηκώνεται, να μάθει να αισθάνε­ται. Όλο τον καιρό κλεισμένη σπίτι μόνο τις Κυριακές πάμε οι δυό μας κάπου βόλτα· και κόβουμε λουλούδια. Ζούμε ευτυχισμένοι στην προσμονή. Κάθε μέρα δουλειές απ' το πρωί ως τη νύχτα. Τις νύχτες κουλουριάζομαι δίπλα του» τον πασαλείβω με το γάλα που ξεχειλίζει το στήθος μου.
Είναι τότε συγκινητικά στοργικός μαζύ μου. Βάζει τ'α­κουστικά και τ' ακουμπά στην κοιλιά μου να τ'ακούσει προσεκτικά σα νάναι κάτι εύθραυστο κι έξαφνα σκύβει και με φιλά. Ανησυχεί και προσπαθεί να το κρύψει. Όλοι ανησυχούν περιμένοντας τη μεγάλη στιγμή.
Διάβαζα σήμερα για τον ανώδυνο τοκετό. Πήγαιναν να μας πείσουν πως στον τοκετό δεν υπάρχει πόνος. Ξέρω πως θα πονέσω μα θέλω να το ζήσω. Η γέννα είναι κάτι τόσο περίπλοκο κι ο πόνος είν' ένα απ'τα συστατικά του. Στον έρωτα υπάρχει πόνος. Μα δεν τον σκέφτεται κανείς. Ναρκώνοντ' οι αισθήσεις απ'την αγάπη. Η φύση είναι σοφή.
Θάταν αδύνατο την ώρα που το μωρούλι μου παλεύει να κερδίσει τη πρώτη του μάχη στη ζωή, εγώ να κάθομαι μ' απάθεια μπροστά στο δράμα του. Θάταν παράλογο ν' α­διαφορήσω γιαυτό το πλασματάκι που 9 ολόκληρους μήνες ζούσε μέσα μου τη δική μου ζωή στενοχωριόταν και χαιρό­ταν μαζύ μου, βασανιζόταν και με βασάνιζε. Ρύθμιζε τις αισθήσεις μου με τις δικές του προτιμήσεις. Απεχθανόταν τα ψητά και τα τηγανητά, τρελαινόταν για τα γλυκά και τις σάλτσες. Παράξενα γούστα! Να γεννηθεί. Ας γεννηθεί! Πόσο ανυπομονώ να το γνωρίσω!

Αύγουστος 1977

Η μεγάλη ευτυχία ήλθε με τη γέννηση του παιδιού μου. Πόνεσα, πόνεσα αφάνταστα. Ανάθεμά σας γιατροί και ψυ­χολόγοι! Μα το είδα. Το κεφαλάκι του πρώτα- πρώτα, το κορμάκι του μετά υγρό και μελανό να γλιστρά σα χέλι. Έκλαψε. 
Τι ευτυχία! Τι λιπαρό κορμάκι. Τ'ακούμπησα στη γυμνή άδεια κοιλιά μου, την κοιλιά που τόσους μήνες αγόγγυστα το στέγαζε, το ζέσταινε, το έτρεφε. Το χάιδεψα, τι βρεμένα μαλλάκια! Δεν κλαίει πια. Τα μισόκλειστα, ματάκια κοιτάζουν το φως. Σκιές καινούργιες σκιές. Μόνη γνώριμη γεύση το στήθος μου. 
Δεν κλαίει πολύ. Κοιμάται όλο κοιμάται. Κουράστηκε τόσο. Τι μακρύ ταξείδι στην ύπαρξη! Τι κρύος ο κόσμος! Τ ' αγαπώ το μικρό πλασματάκι τωv σπλάχνων μου, το παιδί μου.
Τι παράξενο! Το παιδί μου! Λες και μονομιάς ξαναγεν­νήθηκα. Λες κι είμαι άλλη. Το παιδί μου! Είμαι τόσο ευτυχισμένη!

Μάρτης 1978

Είναι άνοιξη κι ο αγέρας μυρίζει τόσο μεθυστικά. Ο Πάρις μου ανακαλύπτει τις αισθήσεις του. Τρομάζει στον ξαφνικό θόρυβο, με παρατηρεί σαν του μιλώ. Παίζει τη θηλή μου στο στόμα του, τεντώνεται σαν ξυπνά. Έχει έναν κόσμο ν'ανακαλύψει. 
Ζω τόσο ευτυχισμένα πια. Έχω τον άντρα, το παιδί μου, τη ζέστα της αγάπης, τη σιγουριά της παρουσίας τους. Και λυπάμαι, λυπάμαι αφάνταστα σα σκε­φτώ πως όλη τούτη η χαρά κυλά ανάμεσα στα χέρια μου φεύγει για να μη ξανάρθει, πως κάθε στιγμή με φέρνει προς το τέλος.
Λατρεύω τη ζωή κι όσο κι αν προσπαθώ ποτέ δεν μπορώ να δεχθώ τη σκέψη του θανάτου, του απόλυτου τέρματος. Οι μέρες περνούν τόσο γρήγορα τυλιγμένες στην ευτυχία!! Δεν με νοιάζει πια κανείς έξω απ'αυτούς που αγαπώ. Γιαυτούς προσπαθώ να δώσω το παν. Είναι η εύκολη λύση, μα είναι ό,τι μπορώ. 
'Έχω τον κόσμο μου για να παλαίψω, το παιδί μου, τον άντρα μου, τον πιο υπέροχο άντρα του κόσμου. Και πόσο τρέμω μήπως όλα αυτά που τώρα κλείνω στην αγκαλιά μου κάποτε ανοίξουν φτερά και χαθούν. Ο θάνατος τόσο απαίσιος στο ρεαλισμό του με πλημμυρίζει πανικό. Η θρησκεία παλεύει να δώσει μια ψευδαίσθηση ελπίδας μα δε μπορώ να τη δεχτώ, να την πιστέψω. Λατρεύω τη ζωή όπως τη ζω και κάθε άλλη υποθετική ύπαρξή της μ'αφήνει αδιάφορη. Τι να ζω όταν δε θάναι δίπλα μου έτσι όπως τους γνώρισα, αυτοί που αγαπώ; Μόνη δε χρειάζεται να υπάρχω. 
Υπέροχο, μα σκλη­ρό δώρο η ζωή μας δίνεται τόσο σπάταλα κι άξαφνα φεύγει πριν προλάβουμε να τη χαρούμε.

Δροσοπηγή Μάρτης 1978

Έξω η ομορφιά της πρώτης άνοιξης. Η ίδια η ψυχή να λουλουδιάζει. Κι όμως στα πολυπαινεμένα χωριά, οι γυναί­κες, τόσο γυμνές απ' ομορφιά, ντυμένες στα κακομοιριασμένα ρούχα με τα μουντά χρώματα ζωσμένες στο μαγγανο­πήγαδο μιας ζωής χωρίς ελπίδα...
Το τζάκι μόνο τα βράδια πρόθυμα συντροφεύει.
Το βράδυ μέθυσα. Νόμιζα πως ταξίδευα παραπατούσα, μια και παρατηρούσα τα πάντα μέσα από κρυστάλλινη διαύγεια. Καθόμουν μαγεμένη απ'τη φωτιά που λαμπάδιαζε στο τζάκι πλάι του ερωτευμένη μαζί του μ' αυτό τον επαναστάτη έρωτα. Εκνευρίζομαι σαν πρέπει να παίξω το ρόλο της καλής νοικοκυράς σαν μ' αναγκάζει να φανώ έτσι.
Εκείνος κάθεται σαν μπέης, διατάζει, κριτικάρει. Ειναι πολλά που η λογική βρίσκει απαράδεκτα στη συμβίωσή μας, και κρίνει η καρδιά μου λογικά. Τον αγαπώ. Θα τον ήθελα καλύτερο, μα δε θα τον άλλαζα με κανένα καλύτερο.

Δροσοπηγή Απρίλης 1978

Αποφάσισα πια να κάνω και δεύτερο παιδί. Όχι γιατί μου το ζητά τόσο επίμονα, μα γιατί το θέλω εγώ. Η γυναι­κεία μανία της γονιμότητας. Δε θέλω να δεχθώ πως παρο­πλίστηκα από τώρα σαν παραγωγικό πλάσμα. Θέλω να ξαναγευτώ τις υπέροχες συγκινήσεις της δημιουργίας ενός καινούργιου ανθρώπου. Τα θαυμάσια συναισθήματα της γέννας. Στο βάθος μου είμαι τόσο σφιχτά δεμένη μέσα στη φαμελιά μου κι απέξω δε βλέπω να καταφέρνω κάτι το σημαντικό. Τουλάχιστον με τα παιδιά έχεις μια ψευδαί­σθηση δημιουργίας.

Δροσοπηγή Σεπτέμβρης 1978

Η μάννα τ' άντρα που αγαπώ είναι μια ξένη. Ποτέ μου δεν τη γνώρισα ποτέ μου δεν τη πίστεψα, ποτέ δεν την αγάπησα. Είναι ο μεγάλος ένοχος της μοναξιάς μου. Είναι η αντίζηλος,η παρείσαχτη, η θεά. Είναι η υπεύθυνη στην κάθε σύγκριση, το καταφύγιο σ' ότι απογοήτευση του δίνω. 
Θάθελα νάταν βολετό ποτέ της να μην είχε γεννηθεί, η μάννα του. Τον έπλασε αφέντη και δυνάστη κι έριχνε ξερόκλαδα ν' ανάψει τα πιο ταπεινά του ένστικτα.
 Για κείνον είναι μια αγία. Είναι η μάννα του, η ιερή εικόνα. Ντρέπεται να σκεφθεί πώς θάταν όταν έκανε έρωτα. Μα όχι. Η μάννα του δε χαίρονταν στον έρωτα κι τόχει κρυφό καμάρι του. Ο έρωτας είναι μόνο για τις πόρνες χαρά. 'Ετσι τον δίδαξε εκείνη, όχι με λόγια δεν τολμούσε ανοιχτά, μα μ' έργα, με μισόλογα, ύπουλα και σκοτεινά έπλεξε γύρω του τον ιστό της, τον έδεσε χεροπόδαρα δίχως ο δόλιος να το νοιώθει. Τον ευνού­χισε. Σα μ' αγκαλιάζει σκέφτεται. Ως πού να φτάσω; Είν' η γυναίκα μιας βραδιάς ή η σύζυγος, η μάννα των παιδιών μου; Θάθελε να μ'ευνούχιζε να με κλείσει στο ψηλό του κάστρο, κορώνα του, φύλακα της ηθικής του μετώπου του, συνέχεια της προσκόλλησης στα παιδιά του. 
Είναι λογικός. Βλέπει τη ζωή πώς άλλαξε. Προσαρμόζεται. Ανέχεται. Παραβλέπει. Παριστάνει τον ευτυχισμένο πούχει πλάι του μια όμορφη, έξυπνη γυναίκα. Μα βασανίζεται. Τον βασανί­ζει εκείνη. Αποζητά να θηλάσει το μαστό της, να γυρίσει στη μήτρα της να νοιώσει ασφαλισμένος από μένα. Βρυχάται κι ώρες ώρες γουργουρίζει. 
Αναζητά στο χάδι μου το δικό της χάδι. Θέλει να τον σκέφτομαι, να τον νοιώθω όπως εκείνη. Να του φτιάχνω το ιδιαίτερο φαγητό, να του δίνω το ποτήρι με το νερό στο χέρι. Είναι το σύμβολο της εξουσίας του. Τριγύρω του όλα γκρεμίζονται κι αυτός κρεμιέται πάνω μου με κλειστά μάτια κι ονειρεύεται κείνη.
Τη μάννα του άντρα π'αγαπώ τη γνώρισα μέσα από κείνον. Και τη λυπάμαι. Ανέραστη, ερωτεύτηκε τον άντρα μου, το γιό της. Και φοβάμαι. Τον γιό μου τον αγάπησα προτού να τον συλλάβω. Τη μάννα μου τη ξέχασα, την κόρη μου δεν τη γνωρίζω. Κι ο γιός μου... Πόσα όνειρα κι ελπίδες του φορτώνω πριν ακόμη μεγαλώσει.

Αθήνα Νοέμβρης 1978 (Γυρισμός στην πόλη)

Καλωσόρισε το βαριοχείμωνο. Ο χιονιάς στη μαυρι­σμένη πόλη είναι ευπρόσδεχτος, αναζωογονεί. Ίσως και νεκρώνει μα πάντα θεραπευτικά. Δε. φταίει αυτός για όσους δεν αντέχουν. Οι νόμοι της φύσης ανελέητοι μα πάντα σοφοί. Τα χιόνια·των χαμηλών βουνών δω, πλάι στη βουρκωμένη θάλασσα μεταλάζουν σε παγωμένο νεροβρόχι. Η θάλασσα καλπάζει σε σχηματισμούς ολοζώντανη κι αρ­παχτική. Ο καιρός είναι πια θέμα ειδήσεων. Κατά τ' άλλα η ζωή κυλά για όλους απαράλλαχτα. Μια εναλλαγή από ατυχίες κι ευτυχία. Κρατάμε στα χέρια μας την ίδια τη χαρά της ζωής μ' αλίμονο δεν ξέρουμε πια τι να την κάνουμε.

Αθήνα Νοέμβρης 1978

Όλες αυτές οι μνήμες του Πολυτεχνείου... Πόσο άνανδροι φάνηκαν όλοι κείνα τα χρόνια. Την ησυχία του γύρευε ο καθένας. Τι κι αν ξαναρχόντουσαν δίσεκτοι καιροί; Μη τάχα θα τολμούσαμε ή ξανά θα κρυβόμαστε σα τρομαγμέ­να ζούδια;
Πόσοι ανώνυμοι ήρωες... Πόσοι αυτοί που καπηλεύονται την αντίσταση. Τρομάζω τόσο με τους ανθρώπους. Πόσο λίγο άνθρωποι δείχνουν ώρες ώρες! Κι ο θάνατος ξανά μου κόβει την ανάσα. Άξαφνα ολομεσίς στη πιο απλή μου ασχολία τους συλλογίζομαι. Ποιο τ' όφελος; Αύριο σίγουρα θα φανεί. Η αγωνία του κάθε ανθρώπου άχρωμη κι αταξική όπως κι η αγάπη του. Η δόξα κι η υστεροφημία τι ανίσχυρη παρηγοριά!! Η ευτυχία... Καταδικασμένη να μαραθεί μόλις την αγγίξεις. Κι έπειτα, σαν αναθυμιέσαι, πόσο η μνήμη μοιάζει με τ' όνειρο!

Αθήνα Γενάρης 1979

Τον αγαπώ πώς τον αγαπώ. Είν' ώρες ώρες τόσο τρυ­φερός, τόσο υπομονετικός, τόσο κοντά μου που τρομάζω. Λες και φύσηξε καθαρός βοριάς και σάρωσε την ομίχλη που μας χώριζε. Μ' εμπιστεύεται, μπορώ να του πω και την πιο μικρή μου σκέψη. Μιλάμε μ' όλους τους πόρους της ψυχής μας λεύτερα όπως ανασαίνουμε. Θάθελα ν' ανάψω πυροτέχνημα τις σκέψεις μου, μα ζωγραφίζω χιλιοειπωμένα γλυκανάλατα τραγούδια. 
Γιατί τάχατες η πίκρα να κουρδίζει πιο τέλεια τις χορδές της καρδιάς; Οι ψυχές συντονίζονται στο τραγούδι του πόνου. Η χαρά τόσο σπά­νια λουλουδίζει στη γη κι αν τη βρεις δυσκολεύεσαι να τη ξεχωρίσεις!

Αμμουδερή Ιούλης 1979 (Διακοπές)

ΙΙαράδωσα τις ουλές μου στον ήλιο και κείνος τις πυρά­κτωσε. Χαϊδευτικό τ' άγγιγμά του θέρμανε τα σπλάχνα μου και τα σκόρπισε. Σμίγει η ανάσα τ' ουρανού με τα νεκρά λαγόνια μου κι οι ελπίδες αναστατώνονται. Δροσι­στικά λικνίζεται στου πελάου τ' απύθμενο γαλάζιο της ψυχής μου τ' αστέρι. Κει που στην πόλη ξέχασα να ζω με την ανάσα του κόσμου, κει που διαμελίστηκα απ' τους θορύβους των ανθρώπων, νάσου κι έσμιξα ξανά με το θεό μου κάτω απ 'το γαλήνιο ουρανό μιαν ώρα δίχως χρόνο, μια μέρα δίχως γνώρισμα, μια νύχτα με τρεμάμενα αστέρια.
Τα τριζόνια σιγοσβύήνουν σαν τ' αστέρια και πέφτουν στις φούχτες μου βροχή. Η σιωπή ξεχείλισε τις στέρνες της καρδιάς μου δάκρυσε το φεγγαροφώς στα δασιά του ματοτσίνορα, αναστέναξε ο γεροπεύκος και βουρκώσαν τα χεί­λια σου αγάπη, αγάπη. Ο κόρφος σου ανασάλεψε περήφα­να, χούφτωσα τους χτύπους της καρδιάς σου, σαλτάρισε το ηλιοφώς στην πρύμνη μας απάνω, μέθυσ' η θάλασσα, αστραφτερά νερένια μονοπάτια, πολύχρωμα, πολύβουα, φλύαρα και μεθυστικά, αρυτίδιαστα και σκαλωμένα. Έσπασ' ο ήλιος σαν το ρόδι πάνω στα χιονάτα κύματα, χύθηκε το φως σε δροσοστάλες, βάρυν' ο ουρανός και βούλι­αξε στη θάλασσα, τ' αστέρια γίναν ψάρια, μύρισ' η θάλασ­σα βροχή κι ο ήλιος μας στοχεύει μια ματωμένη τρύπα τ' ουρανού που πνίγεται στα πέλαα.
Κι εγώ χάραξα σημάδια ήλιου στο κορμί μου για σέν' αγάπη, να τ' αγγίξεις, να γευτείς τις αλμυρές δροσοσταλίδες που ιδρώνει κάθε πόρος μου. Με κάθε πόρο του κορμιού μου σ' αγαπώ μη το ξεχάσεις. Με κάθε πόρο της ψυχής μου. Σύναξ' αγέρι καθαρό να το φυσήξω στην αγκάλη σου ν' ανοίξει, βάρκα να γενώ, και ν' αρμενίσουμε κει που κι ο χρόνος πια πεθαίνει.
Φυλάκισα τον ήλιο μέσ'το δέρμα μου να τον χαρίσω στα φιλιά σου. Ακύμαντη ακρογιαλιά η αγκαλιά σου, με γεύτηκες σαν άμμος το νερό. Τα κύματα που κατρακυλούν κοπαδιαστά δίνουν την ψευδαίσθηση πως ταξιδεύουμε. Ο αγέρας ξεμαλλιάζει τα κλαριά. Μελτέμι. 
Τα παιδιά ξεγυ­μνωμένα αφοσιωμένα στο παιχνίδι τους, τόσο ήσυχα, θαρ­ρείς ανύπαρκτα. Οι ναύτες τράβηξαν μια βάρκα στην αμ­μουδιά σχολαστικά την καθαρίζουν, τη βάφουν, τη χαϊδεύ­ουν. Οι γλάροι πετούν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Τα νυχτολούλουδα μόλις δροσίσει απλώνουν στο δείλι πολύχρωμα πέταλα, κίτρινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, πιτσιλωτά. 
Η απέ­ναντι στεριά φαντάζει τόσο κοντινή. Θαρρείς με δύο απλω­τές τη φτάνεις. Η θάλασσα αλλάζει συμπεριφορά ώρα την ώρα, στιγμή τη στιγμή. Τώρα καθώς τη γλύφει το φεγγαροφώς θαρρείς πως θα πηδήξει το πεζούλι να χυθεί στην αυλή μας σα διαλυμένο ασήμι.
Ότι δεν καταγράφεται πεθαίνει.
Ας πούμε για την ηδονική χαρά του να βυθίζεσαι στη θάλασσα, να τη νιώθεις να σ'αγκαλιάζει στοργικά από παντού, να σε υποστηρίζει σα μάννα στοργική να κάνεις τα πρώτα βήματα.
Κι έπειτα για την υπέροχη αίσθηση λευτεριάς που δί­νουν τα χάδια του ήλιου που βασιλεύει στο γυμνό κορμί σου ενώ το κύμα πιστό σκυλί γλύφει τα πέλματά σου μ' αφρούς μυρωμένης σαμπάνιας. Τα βουνά χαραγμένα μ' απόλυτη ακρίβεια, σκουρόχρωμοι λαδιοί λεκέδες απ' τα δέντρα στις κίτρινες πετσέτες των χωραφιών που απλωμένες καρτερι­κά προσμένουν το θέρος. Ο αγέρας μοσκοβολά φύκια, μπουκώθηκαν τα πνευμόνια μας.
Γιατί οι διακοπές νάναι τόσο λίγες. Σαν κείνες τις μικρούτσικες καραμελλίτσες που μόνο σαν τις χουφτιάσεις νοιώθεις τη γλύκα τους.

Αμμουδερή Ιούλης 1979

'Ενα καΐκι καθάριζε τα δίχτυα του στην ακρογυαλιά. Μαμούνιζαν οι ψαράδες πάνω του ντυμένοι ποικιλόχρωμα, ξυπόλυτοι, μισόγδυτοι κοιτούσαν άπληστα τα γυναικεία κορμιά στον αφρό ή την άμμο. Φώναζαν, χειρονομούσαν, μανουβράριζαν. Το καίκι ήταν ζεμένο με δυό βαρκιά ένα μεγαλύτερο στο πλάι κι ένα μικρό ξωπίσω του με δυό κουπιά δεξιόζερβα λυτά σα χέρια παραδομένα. Μανουβράριζαν ώρες ατέλειωτες θαρρώ. Έμοιαζε με μάννα που δε κουμαντάριζε τα παιδιά της. Τέλος έδωσε μια αποφασιστι­κά και χύμηξε βιαστικά μπρος σχίζοντας τα λευκά κύματα.

Αμμουδερή Ιούλης 1979

Στο τηλεφωνείο του ψαροχωριού. Ένα στενόμακρο βρωμερό δωμάτιο δίχως παράθυρο μ' ένα κρεββάτι, όπου μονίμως είναι σωριασμένη και κουκουλωμένη μια κοκαλιάρα γριά κάπου ογδόντα χρονών. Στους λιγδιασμένους τοίχους σε καρφιά κρεμασμένα ρούχα σε σκούρα χρώματα ή σκούρα απ'τη βρωμιά δικά της και του γέρου. Απέναντι απ'το ντιβάνι σ' ένα ξεβαμμένο τραπεζάκι δυο τηλέφωνα ένα παλιό με μανιβέλα κι ένα σύγχρονο με μετρητή. Τρεις ξύλινες καρέκλες σπασμένες δω και κει στο γυμνό τσιμέντο του πατώματος. Οι μύγες βουίζουν μες τη σκοτεινιά. Το φως δεν καταφέρνει να χωρέσει απ' τη στενόμακρη σιδερέ­νια πόρτα που βλέπει σε φωταγωγό. Σαν τις μύγες κι οι παραθεριστές καθισμένοι κι όρθιοι με τα μαγιό και τα σορτς, τα μωρά τους μαμουνίζουν μασουλώντας μόνιμα γλυκά.
Η γριά σαν ενσάρκωση του χάρου «μαζεύει υπογραφές» γκρινιάζει στους πελάτες, μπαινοβγαίνει στις κουβέντες τους και στα τηλεφωνήματά τους με την άνεση οικοδεσπό­τη. Κάνει υπολογισμούς, μαζεύει κέρματα, μετρά χαρτο­νομίσματα, τα στοιβάζει «να τα δώσω στο γέρο» εξηγεί.
Γυναίκες η πλειοψηφία του πληθυσμού τηλεφωνούν στις μανάδες και τους άντρες τους.
-Περνάμε καλά. Σε πεθύμησα. Φιλάκια ματς- μουτς. Ερωτικές εξομολογήσεις, παρουσία όσων περιμένουν ουρά με στωική ηρεμία. Η σκηνή μοιάζει τόσο ίδια...
-Φέρε μου το μπλε πουκάμισο. Τι έγινε με κείνα τα λεφτά; Είσαι καλά; Τρως καλά; 
Η γριά τα μπερδεύει στο μυαλό της μπλέκεται στην κουβέντα.
-Πώς πάει το νοσοκομείο; Είσαι καλά;
-Πώς νάναι καλά το νοσοκομείο; επεμβαίνει η γριά.
-Τρως καλά;
-Ε αν τρώει καλά είναι κάτι κι αυτό.
-Ώστε πέθανε...
-Ποιός πέθανε; άντρας γυναίκα; νέος γέρος;
-Θες νάρθω για την κηδεία;
-Πού να πας μ 'αυτή τη ζέστη. Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι οι ζωντανοί με τα ζωντανά.
Η γριά καταντά ο υποβολέας της κοινής λογικής. Κάτι έχει να πει σε όλους κάτι ξέρει για όλους μόνο που τάχει μπερδέψει. Γιατί όχι άλλωστε; Τ' ανθρώπινα πάθη χάρες και λύπες μήπως ίδια για όλους τους ανθρώπους δεν είναι;

Αμμουδερή Αύγουστος 1979

Το βράδυ ψιχάλισε. Το χώμα μοσκοβόλησε μεθυστικά. Δε χόρταιναν τα πνευμόνια ν' ανασαίνουν. Άπλωνα τα χέρια στο νερό πουρχόταν απ' τον ουρανό σε λεπτές στα­γόνες, προσεκτικά σα βαρύτιμο άρωμα. 
Φθινοπώριασε. Αύριο θα ξεμυτίσουν οι πρώτες μαβιές μυτούλες τα κυκλάμινα. Η θάλασσα εξακολουθεί να φλυαρεί αδιάκοπα. Τα πυκνά σύννεφα πλέουν κοπαδιαστά κατά το νοτιά. Που και που ξεφτούν και δειλά προβάλλει το φεγγαροφώς. Θαρρείς κι ο ουρανός φωτίζεται με κρυφό φωτισμό. Η φύση γεμίζει σκιές πλημμυρίζει μυστήρια. Το φεγγάρι συνωμοτικά βια­στικά πού και πού κρυφοκοιτά τη θάλασσα. Το κύμα βάφεται μ'ασήμι. 
Το καλοκαίρι διαλύεται. Προσπαθούμε να φυλακίσουμε τον ήλιο στα κορμιά μας, φυλαχτό για το χειμώνα. Του μωρού μας η ανάσα μοσκοβολά μπισκότο, τα μαλλιά του θάλασσα, το κορμί του φλόγα. Το δέρμα του απαλό σαν αμμουδιά, το μάγουλο του τραγανό ροδάκινο. Το μωρό μας είναι παιδί του καλοκαιριού.
Παραμιλώ. Στέλνω μηνύματα στο άπειρο κενό, που με τυλίγει, σαν κείνα τα κουτά διαστημόπλοια που βομβαρδί­ζουν το διάστημα με μουσική και λέξεις του μικροσκοπικού πλανήτη μας. 
Θυμούμαι τότε στην κατασκήνωση που μόνη ανέβαινα σ' ένα βράχο και μιλούσα ίσα για ν' ακούσω τη φωνή μου. Μου απαντούσε ο Θεός, η φύση, η ζωή, το τιτίβισμα των πουλιών, το μονότονο τραγούδι των τζιτζι­κιών που ξαφνιασμένο σταματούσε στ' άκουσμά μου. Κι ένοιωθα πιο συντροφευμένη παρά στις συντροφιές τους. Ήμουν ασφαλισμένη. 
Πάντα με τρομάζει το πόσο εύκολα οι άνθρωποι γοητεύονται απ' το παρουσιαστικό μου. Θεωρούμαι ωραία, έχω θαυμαστές. Ως κι εκείνος τις προάλλες μούπε πως γιαυτόν η εμφάνισή μου παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο στη ζωή του. 
Για μένα δεν είναι όμορφος ή άσχημος. Τον νοιώθω, δεν τον εκτιμώ. Η αγάπη μου είναι ενστικτώδικη, όχι εγκεφαλική. Πιστεύω πως θα δεχόμουν τις μετα­βολές στην εμφάνισή του, πως σίγουρα θα τις δεχθώ, πως δε θα τις καταλάβω καν, όπως δεν καταλαβαίνω το μεγάλωμα των παιδιών ή τα δικά μου γερατιά πούρχονται ύπουλα και σοφά. 
Τα παιδιά μας, λένε, είναι όμορφα. Εγώ αγαπώ του Πάρη το γλυκό χαμόγελο και τη σπασμωδική ευαισθησία, της Ρίνας το τρυφερό άγγιγμα τη λογική κοκεταρία. Τα γνωρίζω με την αφή, τη μυρουδιά. Δε μπορώ να τα κρίνω κι όταν προσπαθώ είμαι σίγουρη πως λαθεύω.

Αθήνα Νοέμβρης 1979

Νοιώθω ένοχη, που κλείνοντας τα τριάντα μου, δε γέμι­σα το ποτήρι των φιλοδοξιών μου. Άλλοτε ζητούσα μόνο να γνωρίσω τον έρωτα. Τον γνώρισα, τον έζησα, έφτασα ως εκεί και πέρα απ'όσο κάθε λογικός ελπίζει. Τι δε χωρά στην ευτυχισμένη μέτρια ζωή μου; Η δυστυχία κι ο πόνος; Όσα μόνο απ' ακούσματα σωριάζονται στη μνήμη μου;
Θυμάμαι τι απίστευτο πρωτάκουσμα! Η αστυνομία του Μεταξά βασάνιζε πολίτες. Η πρώτη ραγισματιά στο υπέροχο κρύσταλλο της πίστης μου στους ανθρώπους.Υπάρχουν λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι; Λίγες μέρες πριν, στις εφημερίδες διάβασα, μπήκαν κάποιοι διαρρήκτες σ' ένα σπίτι κι αφού δεν βρήκαν τίποτε να κλέψουν, για εκδίκηση τύφλωσαν με βελόνα το καναρίνι του σπιτιού. Κι ένοιωσα ξανά βαθειά τον ίδιο πόνο, την ίδια απογοήτευση. Υπάρ­χουν λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι;
Μισώ τις ιδεολογίες, τις μεγάλες αλήθειες. Δεν ελπίζω σε κανένα Μεσσία, άνθρωπο, κόμμα, ιδεολογία. Τους φο­βάμαι. Φοβάμαι τους ανθρώπους που παθιάζονται για τις αλήθειες, που εκμεταλλεύονται τις αλήθειες, που κρύβουν τις αλήθειες. Έχω πιο εμπιστοσύνη στο μέτριο ανθρωπά­κι του συρμού με τ' άπειρα ελαττώματα και τις κρυφές ευαισθησίες. Αντιπαθώ τους ήρωες, τους σοφούς, τους επι­στήμονες, τους δυνατούς. 
Η γη ένα τόσο μοναχικό αστέρι κουκουλωμένη στο κρύο κενό περιστρέφει στη φλούδα της εκατομμύρια μοναχικές υπάρξεις. Νοιώθω κάπως σαν ξένη που μιλά αλλόγλωσσα στον όχλο κι υπερασπίζεται την ίδια της την ύπαρξη. Δεν ανέχομαι την ιδέα πως πλάστηκα για τόσο λίγο. 
Οι έπαινοι του κόσμου μ' ενοχλούν. Κανείς πε­τυχαίνει ή όχι κατά τα δικά του μέτρα. Δε θέλω να στοχεύ­ουν αυτοί για μένα. Δε θέλω νάμαι η κυρία του κυρίου, η ωραία μαμά. Δεν ξέρω τι θέλω μα και δε μου φτάνει ότι κρατώ στα χέρια μου. 
Κατηγορώ τον εαυτό μου γι' απλη­στία, τον φοβερίζω με κατάρες κι απειλές, μα κείνος πεισματικά μελαγχολεί. 
Πόσο άλλαξα στην τόσο τρικυμισμέ­νη ζωή μου; Στο βάθος είμαι πάντα το ίδιο ακατέργαστη σα να πρωτογεννήθηκα χθες. Είμαι σαν το μαλακό καουτσουκένιο μπαλάκι, που με την ελαστικότητα του παραμέ­νει ακέραιο. Αμύνομαι να μείνω το τρομαγμένο απ' τους ανθρώπους κι ερωτευμένο απ' τη ζωή κορίτσι.

Αθήνα Δεκέμβρης 1979

Πού καιρός να ξεμοναχιαστούμε εαυτέ μου; Όλα κυ­λούν παγωμένα τούτο το χειμώνα. ΙΙρωτόφαντο κακό. Χι­όνια, κρύο, παγωνιές, οι λύκοι πάνω απ'τις στέγες μας, φυλακισμένα τα νησιά μας στις φουρτούνες κι εμείς ανελλι­πώς στις χοροεσπερίδες των συλλόγων με την ψεύτικη ευθυμία, την κούφια περιέργεια στα τραπέζια των επισή­μων προς το θεαθήναι. 
Γυμνά στήθια, καλλίγραμμα οπί­σθια, σφιχτοδεμένα, κορμιά προκλητικά σπαράζουν σε ρυ­θμούς, τροφή στην ακόρεστη οφθαλμοπορνεία των καθώς πρέπει οικογενειαρχών κάτω απ'τα ζηλιάρικα βλέμματα των μαραμένοι μονίμων ερωτικών συντρόφων, που δεν ξέρουν πώς να κρύψουν τα πετσιασμένα χέρια, τα πληγω­μένα βλέμματα κάτω απ' το μασκάρεμα της κοσμικής τους φορεσιάς. Κι οι γούνες στους ώμους σημάδι κυριαρχίας και τα ξυγκιασμένα μούτρα παραβαμένα για την περίπτωση. 
-Θ' αξιωθεί να μας χορέψει τούτο το χορό ο εκλεκτός αφέν­της μας; Σαν τι βαθμό πήραμε σε τούτη την ζωοπανήγυρη; Πληρώσαμε βέβαια γενναία το καρναβάλι για να δειχθού­με, να μας προσέξουν, να μας ζηλέψουν, να μας μισήσουν, να βγούμε τέλος πάντων απ' την αφάνεια. 
Οι εκλεκτοί στο πρώτο τραπέζι με τα λουλούδια. Τα καλαθάκια φίσκα στις γαρδένιες περιφέρονται.
«Ο προκομένος σίγουρα δε θα μου πάρει ένα λουλούδι. 'Οχι πως το χρειάζομαι, μα για να μπω στο μάτι αυτής απέναντι».
Τα μπαλόνια σκάζουν με τ' αναμμένο μας τσιγάρο. Πα­νάκριβος κοπανιστός αέρας. Η λαϊκή ντίβα με τι αυτοπε­ποίθηση χαϊδεύεται στα φαλακρά κεφάλια των αρσενικών κι οι σύζυγοι μουδιασμένα χαμογελούν. Κι ο χορός καλά κρατεί ξοδεύοντας τις ώρες της ξεκούρασης. Αύριο πρωί πρωί στη δουλειά με πρησμένα μάτια.



Η μαγεία του ηλεχτρικού τρένου μετά τόσα χρόνια στην Αθήνα. Στο μισόθαμπο τζάμι ξαναβρίσκω τον εαυτό μου .σταθερό στον κόσμο που τρέχει κυνηγημένος. Σκιές και φώτα, εικόνες πολύχρωμες πολύβουες, άτονες, άδειες κι ο ουρανός θαρρείς πετρωμένος.
Το πρόσωπο μου. Για μένα βαρετό για τους άλλους ενδιαφέρον. Θυμάμαι τους καιρούς που το κοιτούσα με ντροπή μήπως μ' αντικοιτάξει, το παρατηρούσα, το με­τρούσα το ζύγιαζα, πίστευα πως το γνώριζα, τ' αγαπούσα. Αυτό είμαι εγώ; Τώρα το βρίσκω πληκτικό κι αδιάφορο, μπήκε κι αυτό στη ροή των εικόνων, δεν τ' αναγνωρίζω καν. 
Κάθε φορά είμαι καινούργιο πρόσωπο παίζω αδιάκοφτα τους ρόλους μου με πείσμα. Είμαι όπως με θέλουν, αδιάφορο τι είμαι, άγνωστο τι είμαι. Είμαι το άγνωστο εγώ. Τυλιγμένη στην ακριβή θαλπωρή της γούνας, πρέπει να με θαυμάζουν, είμαι όμορφη, τώρα το ξέρω. Τ' άκουσα, δεν το πιστεύω.
Τότε το πίστευα μ' αυτοί δεν τόβλεπαν. Ήταν τα μά­τια μου μεγάλα, κατακάθαρα σαν ανοιξιάτικος ουρανός. 'Ήταν τα χείλια μου τόσο έτοιμα να κλάψουν, να γελάσουν, χείλια που μόνο εικονίσματα ασπάζονταν στα όνειρά μου. Ήταν το κατακάθαρο πρόσωπο δίχως την ανεπαίσθητη ρυτίδα της γνώσης που τώρα το σκιάζει. Η γνώση είναι η γοητεία της κάθε γυναίκας κι εγώ αγαπούσα το παιδί πούκρυβε τις ελπίδες μου στη θαμπή του εικόνα στο τζάμι.
Το τραίνο καλπάζει. Όλοι θαρρούν πως κοιτώ τις στρατιές των πολυκατοικιών, που νυσταλέα πορεύονται αντίστροφα. Αν ήταν ο ουρανός μαβής σαν κάποιο δειλινό, αν σίμωνε στην ακρόπολη θα κάρφωνα τη μύτη στο τζάμι, θάνιωθα το παγωμένο χάδι στο μέτωπο, θα χάραζα τ' αό­ρατο κενό να γευτώ πιότερη ομορφιά, να λευτερωθώ απ' τα εξεταστικά βλέμματα που με καρφώνουν. Αλίμονο! II κάθε πίστη μου ναυάγησε. Τα ζευγαράκια κουβεντιάζουν μ' ενωμένα κεφάλια. Στα σφιχτοδεμένα χέρια τους κρα­τούν βιβλία.

Αθήνα Γενάρης 1980

Γεννήθηκα γριά. Περίσσια φρόνηση μ' απόκοψε απ' την τρέλα και τις επιπόλαιες χαρές της νιότης. Ήταν ο κό­σμος πολύ πολύτιμος για μένα. Στάθηκε το κάθε γεναριάτικο μπουμπούκι πολύ οδυνηρό σαν το πρώτο ή το στερνό που με κύκλωνε για το μεγαλείο και την αθάνατη ομορφιά του. Αλίμονο! Δεν πίστεψα σ'ανθρώπου ευχή ή κατάρα. Πέρα απ'τον άνθρωπο απλώνεται .η ζωή κι ο θάνατος.
Ήμουνα μόνη στ' απέραντο στρωμένο τραπέζι και τον καρτερούσα. Τα γκαρσόνια σώπασαν και με κοίταξαν σα μπήκα κι έπειτα συνέχισαν να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Κοιτούσα τα χέρια μου, έπαιζα με κάποιο φαρδύ, χρυσό μου δαχτυλίδι, κάθισα προκλητικά ανέμελα, ανοιγόκλεισα την τσάντα μου -αν είχα κάτι να διαβάσω, κάτι να περνά η ώρα;
Παντού ψευτοχωριάτικα τζετζερέδια, η μόδα της επο­χής, κάποια καλογυαλισμένα άδεια, κιούπια, οι νάϋλον αλατιέρες και τα φτηνά κρασοπότηρα, το διαφανές νάιλον πάνω στο καρώ τραπεζομάντηλο, τα. μοντέρνα φωτιστικά, δίπλα στις λαμπίτσες πετρελαίου. «Το κουτούκι μας».
-Λίγο' ουζάκι περιμένοντας;
-Δυστυχώς δεν υπάρχει. Ουίσκι, τζιν, κρασί δικό μας αν προτιμάτε κι εμφιαλωμένο, μπυρίτσα...
Εδώ έρχεται, ήσυχη καλή πελατεία. Γιατροί, δικηγόροι όλοι λεφτάδες.
Καλύτερη η αμηχανία απ' την κουβέντα. Στραβοβαλμένα τα μαχαιροπήρουνα κι αυτά τα νάϋλον διαφημιστικά τασάκια στο τραπέζι, κι η κιθάρα του ιδιοκτήτη, του ταβερνιάρη η κιθάρα κρεμασμένη στον τοίχο. 
Όλο παλιά τραγούδια, κατάλληλα για ανθρώπους κάποιας ηλικίας κι η φωνή παραμορφωμένη στα μεγάφωνα. Ο ψηλός μουσάτος να χτυπά κεφάτα παλαμάκια, να κρατά το ίσο η παρέα, οι πιο πολλοί να συζητούν κάτι κουτσομπολιά γεμάτα ενδια­φέρον.
Βουλιάζω στην ανυπαρξία μου. Συνήθισα νάμαι με κά­ποιον πάντα, θαρρείς κι επιβεβαιώνω την υπόστασή μου. Καθρεφτίζομαι στη δική του παρουσία. Κι όμως ξέρω καλά πόσο είμαι αυτοδύναμη. Δεν υποπτεύεται πόσο καλά το ξέρω. Είν' η συνήθεια που με σφιχτοδένει. Κι είν' άβολο να καρτερώ μονάχη, πεινασμένη στο στρωμένο τραπέζι με τ' αναμμένα κεριά.

Φλεβάρης 1980

Κει που κυλάμε σα καλολαδωμένα γρανάζια κάτι μαγκώνει εντός μας και μουλαρώνουμε.. Άμποτε να σταμα­τούσε η μηχανή, να ησυχάζαμε. 
Νοιώθω μουσκεμένη απογοήτευση ως το κόκκαλο. Τίποτε δεν πάει μπροστά. Νάχα τη δύναμη να τα σχίσω όλα. Μα πνίγομαι στη βαλτωμένη μου ευτυχία. Η ακαταστασία παντού. Τα παιδιά κλωθογυρνούν και παρασέρνουν τα πάντα στο διάβα τους. Βαριέ­μαι να κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι. 
Αναρωτιέμαι πού βρίσκουν το σθένος όλες αυτές οι καλές νοικοκυρούλες που στολίζουν μ' αγάπη τα σπιτικά τους. Δε βρίσκω πια ν' αξί­ζει τον κόπο. 
Εκείνος γκρινιάζει. Σάμπως βρίσκεται και καθόλου σπίτι του. Η δουλειά του, η πολιτική, σύλλογοι συνδικαλιστικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί, σ' όλα ανα­κατεύεται. 
Πήρα ένα γλαστράκι. Ένα ροζ ζουμπούλι. Τ' αγόρασα γιαυτόν τ'αγίου Βαλεντίνου. Είναι, λένε, μέρα των ερωτευμένων. Ήθελα να του πω «Ακόμη σ' αγαπώ». Ούτε που το πρόσεξε. 
Αγαπώ τη ντελικάτη του ομορφιά, το μεθυστικό του άρωμα. Τα βράδια το εξορίζω. Το διάλε­ξα προσεχτικά. Στη ρίζα μισοκρύβει δεύτερο φυντάνι. Μ' αρέσουν οι ευκαιρίες. Πιστεύω πως κερδίζω κι ας χάνω πολλές φορές. 
Καταναλώνουμε για να γεμίσουμε το κενό μέσα μας. Δεν έχουμε δα και τόσα χρήματα. Δε με νοιάζει πως κατακερματίζεται σε χίλια δυο, μα λείπει τόσο στα παιδιά και μένα.

Φλεβάρης 1980

Όλο και κάτι μου λείπει. Κρύβομαι απ' τον ίδιο μου τον εαυτό. Κάποτε πίστευα πως θάμουνα ευτυχισμένη σε μια κοινή ζωή σκλάβα του αγαπημένου Δον Κιχώτη. Τώρα δε με χωρά ουρανός και γη. 
Απέραντη η θλίψη που νοτίζει το αίμα μου, που νερώνει τη ζωή μου. Αγάπες που δε σας γνώρισα. Όνειρα που σας έστησε στον τοίχο η επιβίωση, που σας πετροβολούν οι γλεντοκόποι. 
Σε ζορίζω να χαμο­γελάσεις, εαυτέ μου, σε τραντάζω απ' τους ώμους ξύπνα! Κοίτα τι όμορφος χαράζει ο ήλιος ανάμεσα στις κεραίες της τηλεόρασης. Γιατί τούτα τα στενά μακρυά φιδωτά δρομάκια με τις πολυκατοικίες να σε πληγώνουν τόσο; Κοιτάς πώς αργοπεθαίνει το χρυσαφί χρυσάνθεμο στο βάζο. Τούβαλες ασπιρίνες, τούκοψες ξανά το κοτσάνι. Φυλλορροεί. Γιατί φυλλορροούν τα όνειρά μας; Τα ιδανικά μας γιατί σωριάζονται ξερά φθινοπωριάτικα φύλλα;

Μάρτης 1980

Πρόσκληση σε δείπνο φιλική. Αγοράζεις τα γλυκά σου, κάνα παιχνίδι για τα παιδιά και διανύοντας τους ποταμούς των αυτοκινήτων (σαββατόβραδο κανείς δεν κλείνεται στο κλουβί της πολυκατοικίας του. Όλοι πεταρίζουν από κλουβί σε κλουβί) φτάνεις στο καλοσυγυρισμένο σπιτικό των παλιών σου φίλων που μοσκοβολά μεθυστική τσίκνα. Έχουν ανάψει και το τζάκι γι' ατμόσφαιρα. Φυλακίσαν τη φωτιά με πολυτελή τέλια (μη μας κάψει και τα καλά μας χαλιά) άψυχη καθρεφτίζεται, άοσμη κι άγευστη σα ψεύτι­κη.
-Ένα ποτό; Ένα γλυκάκι;
- Καλύτερα ν' αρχίσουμε γυναίκα, προστάζει παντο­δύναμος ο οικοδεσπότης.
- Σκοτώθηκα. Πνίγηκα χρυσή μου στη δουλειά όλη μέρα, με δυο παιδιά, καταλαβαίνεις;
- Καταλαβαίνω... (Συ δε μας κάλεσες; Ηθελές τα κι επαθές τα). Δεν έπρεπε να μπεις σε τόσο κόπο για μας.
-Τι κόπος!!! Να μη φάτε αγνό, φρέσκο φαΐ; Αγόρασα κοτσύφια και τσίχλες πανάκριβα, δεινοπάθησα να τα μαδή­σω. Αφού κι ο Κώστας μου λέει «Αστα ευλογημένη. Φτά­νει το ρολό, το μοσχάρι, τ' αρνί και το κοτόπουλο που τους ετοίμασες».
-Η σπανακόπιττά σου πολύ ωραία.
--Αλίμονο τώρα!! Συνταγή σπέσιαλ. Με οχτώ δια­φορετικά τυριά. Φαντάσου μόνο να τα τρίβεις,!!! Με γάλα φρέσκο, βούτυρο γάλακτος...
 (Κρυφογελάς) -
Μα, φαίνεται υπέροχη χρυσή μου.
-Μου λέει ο Κωστάκης μου. "Τώρα που επιτέλους φτιάξαμε τέτοιο υπέροχο σπίτι, που έχουμε τέτοιαν οικονομική άνεση, να μη καλέσουμε τους παλιούς μου φίλους ένα βράδυ;" Κι εγώ ξέρεις χρυσή μου για τον Κωστάκη μου θυσία γίνομαι, χαλί να με πατήσει. Πνίγηκα σήμερα στη δουλειά.
Πώς πνίγηκες, καλέ μαμά; πετάει βλοσυρά ο Μπόμπος στη γωνία, ενώ χουφτώνει ένα κεφτέ στα μουλωχτά.
-Χι χι χι. Τι σου είναι αυτά τα παιδιά. Καλέ νομίζει πως πνιγόμουνα στ' αλήθεια, σα στη θάλασσα. Χι χι χι. Τι χαριτωμένα που τα λέει!!! (Ας φύγει η κουτσομπόλα και τα λέμε. Θα του μαδήσω το τσουλούφι του μπουμπούνα. Τ'αυτιά θα του τα ξεριζώσω).
-Βλέπεις σαλάτα αριστούργημα; Τονοσαλάτα ατο­μική. Μεγάλος μπελάς!! Να γεμίζεις τις ντομάτες μία μία. Κι η κονσέρβα σε διπλή τιμή πήγε παιδάκι μου. Γιαυτά που βλέπεις τρεις κονσέρβες χρησιμοποίησα.
-Η γιαγιά μου τάφτιαξε όλα, πετάχτηκε ξανά απ' τη γωνιά του ο μικρός.
-Μπουμπούκο στο κρεββάτι σου... Χιχιχι. Ευτυχώς που με βοηθά και η καημένη η μητέρα μου. Τι θα γινόμουν δίχως εκείνη... Δε βρίσκεις πια οικιακές βοηθούς... Ούτε μια μπέϊμπι σίτερ, να βγεις ένα βράδυ να ξεσκάσεις...
Σε λίγο όλοι γύρω απ'το τραπέζι το βαρυφορτωμένο στο σαλόνι με τα παλιά βαρυσκαλισμένα έπιπλα. Σου θυμί­ζει τον πύργο του «Πολίτη Καίην». 
Ο χώρος ασφυχτικά γεμάτος ετερόκλητα αντικείμενα. Πάνω στο τραπεζομάντηλο το κινέζικο το κεντητό, διαφανές νάϋλον. Πάνω στην κάθε πετσέτα για λούσο αναπαυόταν και μια χαρτοπετσέ­τα για χρήση. Το μόνο που έλειπε ήταν η επιγραφή. «Μην αγγίζετε».
-Θα σας σερβίρω λέει η οικοδέσποινα.
-Παίρνουμε και μόνοι. Δεν είμαστε ξένοι, ε παιδιά; 
Πρώτος ο οικοδεσπότης απλώνει επικίνδυνα τις χερούκλες του πάνω απ' τ' ακριβά σερβίτσια. Τρώει με βουλιμία.
-Γεια στα χεράκια σου γυναίκα.
-  Κωστάκη μου τον σκουντά ευγενικά εκείνη, Κρασί...Άνοιξε κρασί για τα παιδιά..
Περί ανέμων και υδάτων η συζήτηση ανάμεσα στις βιαστικές μπουκιές. Πουθενά το πρωτόκολλο.
-Φέρε λίγο ψωμί καημένη... Έκοψες τις φέτες τσι­γαρόχαρτα. Χα χα. Να.... βλέπω την Κρήτη...
Χα χα χα γελούν όλοι με το πετυχημένο αστείο, που ακούν τουλάχιστο για εκατοστή φορά.
-Αμέσως αμέσως Κωστάκη μου. (Γουρούνι, χωριάταρε, που με πήρες κορίτσι από σπίτι. Μα πού θα μου πας δε θα σε στρώσω;).
-Πάρτε κι άλλο κρέας. Δεν είναι υπέροχο; Σέρβιρε και μένα κρασί αγάπη μου.
-Αρκετά ήπιες. Θ'αρχίσεις το τραγούδι και ποιος σε ακούει;
Όταν η χόρταση φτάσει στο επίπεδο της αηδίας θυ­μούνται τον καιρό της φτώχειας.
-Για θυμήσου λόρδες... Το μουχλιασμένο τυρί, τον ποδαρόδρομο, την ξυπολησιά, την αψιλία. Και τώρα... Τώ­ρα, κοίτα δόξες... Εφορία, ακίνητα, ενοίκια, τ' αυτοκίνητα ανεβαίνουν. Ο Παναγιώτης πάμπλουτος δε ξέρει τι βγάζει. Ο Χρήστος έβαλε αιρκοντίσιον σ' όλη τη βίλα. Ο Γιακουμής φτιάχνει πισίνα. Εκατομμύρια. Να ζήσει η κομπίνα. Αυτά είναι χρόνια για να ζει κανείς.
-Θα σας φέρω κάτι πριν απ 'το γλυκό, που κανείς δεν θα πει oyι.
! Ο! Ο! Ο! Χωριάτικο γιαούρτι με καρύδια και μέλι.
-Ότι πρέπει για τον έρωτα!!
- Σας χρειάζεται, κύριοι, να τονωθείτε...
-Εμείς; Εμείς είμαστε ίδιοι κι απαράλλαχτοι για 15 χρόνια εγγάμου βίου. Σεις εκτραχηλιστήκατε κυρίες...
-Ωριμάσαμε, έχουμε απαιτήσεις, απαντά εν χορώ το γυναικείο μέτωπο.
Φάτε καρυδάκι, φάτε μελάκι. Σας χρειάζεται. Όλοι αναψοκοκκινισμένοι απ 'το κρασί και το πολύ φαΐ. Κι η οικοδέσποινα να μη παύει να ξεχύνει τους ποταμούς της υλικής αφθονίας. Φρούτο, γλυκό, ανανάς, κομπόστα, κα­φές, ηδύποτο.
ήγε δύο η ώρα. Πω πω. Πώς πέρασε με την παρέα... Πρέπει να πηγαίνουμε. Περάσαμε υπέροχα!!
Οι κυρίες φιλιούνται σταυρωτά. Το κοκκινάδι από ώρα έχει φύγει απ'τα χείλια τους μ' από συνήθεια δεν ακουμ­πούν τα χείλια με τα μάγουλα.
- Ευχαριστούμε... Τάφτιαξες όλα τόσο τέλεια. Χρυ­σή μου.
(Εμ βέβαια... Αδειανός καλόγερος το βρακί του λύνει- δένει).
-Θα σας περιμένουμε και στο δικό μας σπίτι. Πρέπει ν'ανταποδώσουμε τη φιλοξενία.

Μάρτης 1980

Κοντεύει να κλείσει ο κύκλος των εμπειριών μου. Οι ανθρώπινες αντιδράσεις τόσο ευμετάβλητες σαν τις θαλασ­σινές αύρες. Γυρεύω την τρυφεράδα, την επιβεβαίωση της ύπαρξής μου στο πρόσωπο του κι όμως αρκούμαι σ'ότι κρατώ. Θα μπορούσε η ζωή νάναι χειρότερη. Προσπαθώ να γαληνέψω τις αντιθέσεις, μ' αθέλητα μπλέκω στην πάλη τους. Το κέρδος κι η υποκρισία. Τ' απεχθάνομαι και τα δυο κι όμως οι αντιδράσεις μου κυμαίνονται, απ' τόνα άκρο στ' άλλο. 
Τα όνειρα των ανθρώπων μ'απογοητεύουν. Ίσως και να προσμένω πιότερα απ'τη ζωή απ'όσα μου προσφέρει. Βλέπω τις γριές μαραμένες, μαυροφορεμένες, καμένες απ'τον ήλιο και τη μιζέρια κι αναρωτιέμαι, τάχα­τες τι να χόρτασαν στη ζήση τους. 
Κακιά, αγνώμονη στη ρίζα της η φύση μου ποτέ δεν αναπαύεται, ποτέ δε λέει φτάνει. Διπλή κι η κάθε αλήθεια μου σαν πρόσωπο Ιανού. Κι αυτό και τ'άλλο έχουν δίκιο. Κι όσο καμώνομαι πως μάχομαι για κάποιο μου πιστεύω είμαι στο βάθος σίγουρη πως αύριο στη θέση του θάναι άλλο. 
Τι μένει στη ζωή; Η γεύση απ' τη θάλασσα, το χάδι του αγέρα στο ζεστό κορμί μας, η θαλπωρή της αμμουδιάς μετά τη κούραση της άσκη­σης.

Μάρτης 1980

Έχουν τόση σημασία τα νούμερα! Μια ημερομηνία. Πρακτικά πράματα. Μια ψευδαίσθηση ουσίας στη ροή του χρόνου. Μια ηλιαχτίδα! Τι μετράς με μιαν ηλιαχτίδα; Ενέργεια, ένταση φωτός, μήκος κύματος! Μετράς τη γλύ­κα που απιθώνει στη καρδιά; Τι μετρά αυτή η γλύκα; Τι αξίζει; Πόσο πουλιέται; Αγοράζεις μιαν αχτίδα. Τι να την κάνεις; Να την καρφώσεις στα μαλλιά της αγάπης σου. Να σουβλίσεις την καρδιά τ' οχτρού σου.
Φρίκη! Τι μεγαλύτερη φρίκη απ'την ανθρώπινη καρ­διά; Φουσκωμένο ποτάμι με αδελφοκτόνα μίση, θάλασσες φόνοι, βιασμοί, πυρκαγιές λαγνείας. Πού τ' όμορφο, το ψηλό, το ειρηνικό που ονειρευόμαστε; Βρωμά ψοφίμι. Καμένες σάρκες. Πώς να τα ξεχάσεις; Πώς να σφαλίξεις τα βλέφαρα; Πώς ν' αποστρέψεις το πρόσωπο; Πώς να ελπί­σεις; 
Ξανά τα ίδια και τα ίδια! Τι ωφελεί λοιπόν η μόρφω­ση, ο πολιτισμός; Ρίχνει στάχτη στα μάτια μας. Κωδικο­ποιούνται τα εγκλήματα στ' όνομα της ειρήνης, στ' όνομα της ανθρωπιάς. Σπέρνουν μπόμπες ατομικές, νετρονικές, πυρκαγιάς, φρίκης, να φυτρώσει ευημερία στα τομάρια τους. Ποιοι τέλος πάντων διαφεντεύουν την ανθρωπότητα; Ως πότε οι μουρλοί θα μας καβαλικεύουν. 
Πώς να ρυθμίσεις το ρολόϊ των καιρών που φυσούν μ' αδιατάραχτη συχνότη­τα μια μπρος, μια πίσω; Η αγανάκτηση με πυρπολεί. Επαναστατώ στην αδικία, το μίσος, την αλαζονεία. Η επανάσταση ανήκει στα νιάτα. Είμαι λοιπόν ακόμη νέα; Ο άνθρωπος τόσο καλός στη μικρότητά του μεταμορφώνεται σε θεριό αρπαχτικό σα σκαλωθεί στην εξουσία. 
Παραληρώ απ'τη φρίκη. Τη φρίκη των αλλοτινών, των τωρινών και των μελλούμενων. Τίποτε θαρρώ δεν άλλαξε στον κόσμο. Άλλαξε η φλούδα των καιρών μα η γεύση μένει ίδια. Ο άνθρωπος τρέφεται ρουφώντας της καρδιάς του το αίμα. Ίσα μ'ένα αναστεναγμό η ζήση μας αντέχει.

Απρίλης 1980

Τα γερατειά κι η ασχήμια δε συγχωρούνται στην εποχή μας. Κι αλίμονο στον αδύναμο. Κολυμπώ στην ευτυχία ή μήπως λιμνάζω; Καθρεφτίζομαι μ'αυτάρεσκη χαρά στην ίδια μου τη ζωή. Τίποτε μην αλλάξει. Έχω δυνατότητες. Σε άλλες εποχές θάμουν θαμένη στο σπίτι μου. Τώρα μπαι­νοβγαίνω. Υπάρχει πάντα μια δυνατότητα απόδρασης, κά­ποιο παραθύρι μισάνοιχτο. Προτιμώ πάντα στο τέλος τη γαλήνη της δικιάς μου γωνιάς. Προτιμώ τη σιγουριά της αγάπης του άντρα μου, την τρυφερή παρουσία των παιδι­ών.

Απρίλης 1980

Ο πόλεμος αργά μα σταθερά σιμώνει. Η καυτή του ανάσα πυρπόλησε τους φράχτες μας. Τα λουλούδια στο περβόλι μας μαράθηκαν. Η άνοιξη τρόμαξε, κρύφτηκε στο μαύρο χώμα κούρνιαξε κάτω απ'τη φλούδα της γης να περιμένει το τέλος. Εδώ τελειώνουν πια οι εποχές. Μόνη εποχή ο όλεθρος. Λιπαίνουν οι φριχτές πληγές το αίμα τ' αχνιστό, το δάκρυ το καυτό, ο τρόμος της ψυχής μας. 
Γονατίσαμε, σερνόμαστε, τη μάνα γης αγκαλιαζόμαστε, τ'αγέρι οσμιζόμαστε, τα πάντα μύρισαν ψοφίμι. Τα όρνια στα ξερόκλαδα καραδοκούν τα χρήσιμα νεκρά κουφάρια των ηρωικών πολεμιστών του πιο παράλογου πολέμου. Τα κουφάρια, που θα γίνουν ζωγραφιές, ποιήματα, τραγούδια και παντιέρες, σύμβολα ευγενικά για κούφιες λέξεις πατρί­δα, οικογένεια, θρησκεία, λέξεις κλειδιά για το κουτί της ΙΙανδώρας. 
Πού την ελπίδα να κλειδώσουμε; Ξέφυγε, πέ­ταξε κι αυτή σκιαγμένη απ' την επιταγή των καθημερνών σφαλμάτων μας. Μανάδες σκούζουν και μαλλιοτραβιούνται, θρηνητικά μοιρολογούν και κλαίνε, μανάδες εχθρές, μανάδες φίλες, μανάδες χωρισμένες με συρματοπλέγματα, παιδιά που μάλωσαν διαβαίνοντας το φράχτη της αυλής τους, λουλούδια που μαράθηκαν σαν έγειραν να σκιάσουν τη γειτονική αυλή. 
Έτσι έμαθαν να σφάζονται οι ανθρώποι. Γιατί το μήλο έπεσε στο διπλανό περβόλι, γιατί το δέντρο φύτρωσε καταμεσίς στο φράχτη, γιατί ο γιος λιμπίστηκε του γείτονα τη κόρη, γιατί πετρέλαιο και ράδιο κρύβει η διπλανή μας χώρα, γιατί η θάλασσα χρυσό εγκυμονεί; 
Ποι­ος νοιάστηκε για τ' ολοζώντανο ολόδροσο χρυσάφι της γα­λανής καρδιάς της; Τα σπλάχνα της στοχεύουν και τρυ­πούν. Ότι αξίζει βρωμά σήμερα. Ότι άξιζε βρωμούσε πάντα. Είναι γιατί βαφτίσανε αξίες την καλοπέραση των σπλάχνου τους, τη φυλακή της κάθε σκέψης, τη δολοφονία του κάθε αισθήματος. 
Οι άνθρωποι με τα ματωβαμμένα χέρια έτσι πλαστήκαν ή έτσι γίνηκαν; 
Κι οι άλλοι πορεύον­ται για την ειρήνη κρατώντας πανό, φωνάζοντας λιγοστοί, λιγότεροι απ'τους φίλαθλους. Το γήπεδο θάμενε αδειανό, δίχως εισπράξεις τα ταμεία. Ο κόσμος τους κοιτούσε ενο­χλημένα. Σταματούν την κυκλοφορία. Δε φτάνει η βρώμα και η κάψα, η φασαρία στα λεωφορεία. Καινούργια αυτή ταλαιπωρία. 
Αυτοί φωνάζουν για ειρήνη, για τη παγκό­σμια αδελφοσύνη, για τον ιμπεριαλισμό, για τελικό αφο­πλισμό. 
Εκείνοι ενοχλημένοι διάβαιναν, χειρονομούσαν σαν να διώχναν μύγες. Ποιος θα ρωτήσει το λαό σαν είναι πόλεμος να γίνει; Φωνές, πανώ, μεγάλα λόγια κι αύριο ντύνεσαι φαντάρος.

Μάης 1980

Κυριακή το πρωί κάναμε έρωτα ενώ η Ρίνα έπαιζε στα πόδια του κρεβατιού. Ο Πάρις κάτι μυρίστηκε.
«Θέλετε να με διώξετε;» ρώτησε καχύποπτα. Τον στεί­λαμε ν'ακούει παραμύθια απ' τις κασέτες στο δωματιάκι του.
Και νοιώθω τόσο καλά στην αγκαλιά του δίχως να συλλογιέμαι τίποτε. Έζησα τόσο πλούσια τη ζωή μου ως τα τώρα. Ευεργετήθηκα σκανδαλώδικα απ ' την τύχη. Και τώρα που πείστηκα πως το τέλος θαρθεί, ότι και να κάνω δε φοβάμαι πια το πότε θα φανεί. Λεν πανικοβάλλομαι γιατί δεν ελπίζω. Μόνο τα παιδιά μου θάθελα νάμεναν πιότερο ζωντανά, να γνώριζαν κι αυτά τις μαγευτικές της εκπλή­ξεις.
Μάης 1980

Ξανά στην Ακρόπολη με τα παιδιά. Η ίδια μέθη της αρχαιολατρείας που πνίγει κάθε ρωμιό που αντικρύζει το σημαδιακό βράχο. Κι η αίσθηση κάποιας προσβολής. Όλοι αυτοί οι ξένοι που μυρμηγιάζουν γύρω απ' τα γυμνά μάρ­μαρα, γιατί τάχα να μου δίνουν τη νοσηρή εντύπωση μιας ιεροσυλίας. Σα να πατούνε γυμνά προγονικά κρανία, σα ν'αγοράζουν κομμάτια απ' τις ματωμένες σάρκες μας. 
Η Ακρόπολη είναι η δικιά μας αξιοπρέπεια. Πώς ν' αντέξεις να τη γυμνώνουν μπροστά στη διεθνή αλαζονεία. Είμαι λοιπόν τόσο εθνικίστρια, εγώ η κοσμογυρισμένη. Δε ξέρω, μα έχω την εντύπωση, πως βιαζόμαστε να ξεπουλήσουμε όσο όσο την ίδια μας τη ζωή. 
Δε μπορείς πια ν' αγγίξεις να χαϊδέψεις τούτα τα γυμνά μάρμαρα, που άσπλαχνα γδέρνει ο ρυπαρός αέρας. Μάταια χαϊδευτικό του ήλιου το βλέμμα τ' αγγίζει με σέβας. Τα βελονιάζουν του πολιτισμού οι ανάσες ολούθε, οξέα, άλατα, καπνιά, οξείδια, διοξείδια, θεία, άζωτο, φωσφόρος λεκιάζουν την αθώα τους ασπράδα. 
Σκαλωσιές υψώνονται ολούθε τα στηρίζουν, τα κυκλώνουν τα πνίγουν, τα προστατεύουν απ 'το χάδι μας, απ 'την ανά­σα μας, απ 'τη λατρεία μας. 
Βιαστείτε. Τα παιδιά μας μόνο μες από γυάλινους θόλους θα βλέπουν της καρδιάς μας το αίμα. Τον Παρθενώνα, την Ακρόπολη. Η γαλανόλευκη δε θα κυματίζει πια περήφανη. Θάναι μεταλλική σα την αμε­ρικάνικη σημαία που καρφώσαν στην καρδιά του φεγγαρι­ού. 
Δεν υπάρχει πια Αθήνα στα πόδια της Ακρόπολης. Θανατερό μανιτάρι την τυλίγει σε ασφυχτικά πλοκάμια. Η Άρτεμη δε χαμογελά τις νύχτες στα ζευγάρια. Ο Απόλλω­νας δε σαϊτεύει πια σωστά του Φειδία τις σοφές καμπύλες. Σκοτείνιασε ο ουρανός. Το ξάστερο γαλάζιο βυθίστηκε στο γκρίζο. Κάποιοι γκρεμίζουν πάλι τις κολώνες ξερνώντας το μολύβι που εσκούριασε στα σπλάχνα τους. Ξύπνα Κα­ραϊσκάκη. Δώστους βόλια να σαϊτέψουν τις καρδιές μας. Για την Ελλάδα πιότερο μετρά η Ιστορία απ'τη ζωή του καθενός μας. Πώς λίγνεψε η ελιά της Αθηνάς!! Φαγώθηκε ο βράχος που ριζώνει, της ρίξανε μπετόν να στηριχτεί. Είπαν ας γίνει πλαστική από μακριά ποιος το διακρίνει;
Κάποιο παιδί τυχαία χάϊδεψε κάποιο σπασμένο μαρμαροστολίδι. 
Σφύριξαν των αρχαίων οι προστάτες. 
«Μακρυά τα χέρια. Κάθε άγγιγμα με σάρκα ζωντανή, σκοτώνει τα νεκρά μνημεία. Κοιτάχτε.  Όταν πατάτε μένει το σημάδι. Όταν ανασαίνετε μολύνεται ο αγέρας. Όπου χαϊδεύετε το μάρμαρο ματώνει». 
Κουράστηκε να στέκει ολόρθη, τόσους αιώνες τώρα η Ιστορία, νύχτωσε, θέλει να τελειώνει. Μη τη κρατάτε με τη βία.
Κάποια ξεδιάντροπα λουλούδια χορτάριασαν στον Παρθενώνα, κίτρινες μύτες, κάτασπρες πλεξούδες με χάρη γέρνουν στον αγέρα. 
Τι φρίκη! Κάποιο χελιδόνι, φωλιάστηκε σ'ένα δοκάρι, λες και σοφίστηκε να χτίσει κείνα τα μάρμαρα, που ο Ελγίνος τόσο σοφά είχε συλλήσει.
Κάποιο θρονί μισοσπασμένο μάζωξε μια λιμνούλα δάκρυ, του ουρανού ή της καρδιάς μας. Ποιος τάχα ξέρει να μετράει; η ομορφιά του μας πληγώνει όσο της Ιστορίας το βλέμμα.

Μάης 1980

Δε σε ποθούσα μα σου δόθηκα. Δε σ' αρνήθηκα ποτέ το κορμί μου παραβλέποντας τις επιθυμίες του. Αρκεί να χαιρόσουν. Η χαρά μου χαρά σου. Αν με πεθυμούσες τού­το σήμαινε πως μ'αγαπάς, ή μήπως λαθεύω; 
Πότε άλ­λοτε μ' αγκάλιασες τρυφερά; Το κορμί μου μας έδενε. Ήταν στιγμές που πάνω του ταξίδεψα στα σύγνεφα, ήταν στιγμές που σε παρατηρούσα τρυφερά να φτάνεις στην έκσταση, ήταν στιγμές που δαγκωνόμουν μη φωνάξω απ' τον πόνο, ήταν στιγμές που σε ποθούσα μα ντρεπόμουν ν' απλώσω το χέρι. 
Δύσκολη συναλλαγή η αγάπη. Περί­πλοκη. Κι ώρες ώρες πόσο με βαραίνει. Θέλω να κλάψω δίχως αιτία. Θαρρείς κι απότομα η καρδιά μου πλημμύρισε βαριά μαύρα σύγνεφα. Αμποτες νάβρεχε. Φταίνε τα παι­διά που κρέμονται στις φούστες μου, που με χτυπούν με τις μικροσκοπικές τους γροθιές να τα προσέξω. Πόσες ώρες με βαραίνουν τα παιδιά μου, όσο και με ζεσταίνουν στιγμές στιγμές. Είναι γιατί μαζί τους είμαι μόνη σ' αυτό τον ανή­φορο. Παραιτήθηκα από κάθε προσπάθεια να μ' αλαφρώσεις τα χέρια. Και νάμαστε ξανά στο χείλος της αβύσσου. 
Να φύγεις στην απέραντη γαλήνη του παντού δίχως του κόσμου την απέραντη βουή. Το πανηγύρι τέλειωσε για μας. Κάλπικες κι οι λύπες κι οι χαρές μας βούρκωσε το ποτάμι της ζωής. Καληνύχτα ύπαρξη!

Μάης 1980

Προορισμός! Πιστεύω σε προορισμούς των ανθρώπων. Στα σημάδια της μοίρας που χαράζονται ανεξίτηλα στο μέτωπο κατά που λεν τα παραμύθια.
 Γιατί να πιστέψουμε την επιστήμη πιότερο απ 'τη θρησκεία ή τις δεισιδαιμονίες μας; Τι μας προσφέρει να ξεφύγουμε απ'την αθέλητη αυ­τοκαταστροφή μας; Πόσο θα τόθελα να ελπίζω!! Μα τα σημάδια μου μηνάνε καταστροφές και φρίκη.
Πώς τρομάζω ακούγοντας παιδικά βήματα! Δεν ονει­ρεύομαι καλύτερο γιαυτά τον κόσμο. Κι αν θάχουν πλούτη; Κι αν τρέχουν με διαστημόπλοιο στ'αστέρια; Πόσο ευτυ­χισμένα θα νοιώθουν. Αυτό μετρά. Πόσο γαλήνια.
Πόση αυτοπεποίθηση ένοιωθε ο πρώτος άνθρωπος στη σκοτεινή σπηλιά του; Με τι λαχτάρα αγκάλιαζε τη γυναί­κα, με τι περηφάνεια γύρναγε νικητής απ'το κυνήγι; Τι παραπάνω θάχουν τα παιδιά στον αυριανό κόσμο; Θάχει σβυστεί η φρίκη του πολέμου; Πώς θα τόθελα να τόλπιζα!!
Τα παιδιά, η ελπίδα μας... Κάποτε πίστευα πως απλώ­νοντας τα χέρια θ' αγκάλιαζα όλη την οικουμένη. Τώρα που μάτωσαν απ' την πείρα, μήτε τον κόρφο μου δε δύναμαι να κλείσω στην αγκάλη μου, ματώνει...
 Όλοι μιλούν για την ειρήνη. Κι όμως κι αυτοί που για το δίκιο παλεύουν, τον πόλεμο μελετούν για να μοιράσουν δίκαια την οικουμένη. Μισούν και μισούνται. Περιφρονούν, αδιαφορούν. Είμαστε ζώα σαρκοβόρα. Τρεφόμαστε απ'τις ίδιες μας τις σάρκες.
Δεν αξίζει πια τον κόπο. Δεν προσπαθώ 'ια να τον πείσω για τίποτε. Θάπρεπε νάχε προσέξει μόνος του τις λεπτομέρειες που πιστεύει πως τον ενοχλούν. 
Τις κουρτί­νες που βγήκαν, πλύθηκαν, σιδερώθηκαν και ξαναμπήκαν δίχως να το υποπτευθεί. Τα φώτα που από σκονισμένα λαμποκόπησαν, το μπάνιο που σφουγγαρίζεται και τρίβε­ται τόσες φορές τη μέρα. 
'Όλα αυτά για κείνον είναι φυσικό, λες και κάποια νεράιδα τ' αγγίζει με το μαγικό της ραβδά­κι. Όσα δε γίνονται είναι ενοχλητικά. Μα να, που λέει πως η κόρη του πρέπει να γίνει καλή νοικοκυρούλα. Γιατί όχι κι ο γιος του;
Τι είναι η γυναίκα; Η θεά Κάλι με τ' αναρίθμητα χέρια; Να πως έχω μεταμορφωθεί. Χέρια να δίνουν, ν' αγκαλιά­ζουν, να ντύνουν, να πλένουν, να καλλωπίζονται, να δουλεύ­ουν, να δέονται, να απαιτούν. 
Χτυπιέμαι στα σύρματα του κλουβιού μου. Να φύγω, να φύγω η μόνη σκέψη που γυρίζει ξανά στο μυαλό μου.
  Σα γέννησα τη δεύτερη φορά, με κοίμησαν με βάλιουμ στη φλέβα. Ωραία λύση γι' αυτοκτονία. Πήρα τρία χαπάκια μαζί με την ελπί­δα να κοιμηθώ... τίποτε. Τ
όριξα στο νοικοκυριό. Σφουγ­γάριζα, έτριβα πατώματα, ντουλάπια. Η μηχανική δου­λειά είναι για να ξεφεύγεις. 
Χώρισα και τα χειμωνιάτικα. Τούτο από δω «πώς να ξεφύγω;» Τ' άλλο από κει. «Πού νάβρω λίγο βάλιουμ;» Τούτο του Πάρη θα του κάνει φέτος; Τούτο για πέταμα. Τα φουστάνια μου πάλι το ίδιο τόσο βαρετά και τόσο μετρημένα. 
Και να σκεφτείς πως αποφάσι­σα να δουλεύω για νάμαι ανεξάρτητη, για ν'αποφύγω το βραχνά του νοικοκυριού! 
Συμβιβασμοί!  Πόσοι συμβιβα­σμοί για να επιζήσεις ανάμεσα σ' ανθρώπους. Μόνο μακρυά τους νιώθεις λεύτερα. 
Να φύγω. Δεν αξίζει τον κόπο ν' αγωνίζεσαι. Κάθε αλλαγή είναι και μια φάρσα σαν τον ηθοποιό που αλλάζει το κουστούμι του. 
Αμφιβάλλω για την ανθρώπινη σοφία, για τη θεϊκή παντοδυναμία. Πώς όλα πάνε έτσι κατά διαόλου; Κανένα χέρι δε σ' αγγίζει στοργι­κά. Το χάδι είναι σημάδι ζητιανιάς του έρωτα. Δε σημαίνει τίποτε έξω απ' το ένστικτο της στιγμής. Η δική του πείνα μετρά. Και το χρησιμοποιεί σαν όπλο. 
Πόσο θάθελα να κοιμηθώ σ' έναν ύπνο δίχως όνειρα! Τα μάτια μου καίνε μα ο ύπνος δεν έρχεται. Νάχα λίγο βάλιουμ! Να φύγω, να φύγω κι ας εκραγεί ο κόσμος πίσω μου.
Τα παιδιά μου; Γιατί τα μεγαλώνω; Τροφή στην κακο­ήθεια και την αναίδεια των ανθρώπων. Αν δεν συμβιβα­στούν, δε θα επιζήσουν.
 Και οι ιδέες και τα όνειρα κι η αγάπη χάρτινοι πύργοι τόσο ευαίσθητοι στην πνοή τ' αγέρα. 
Και πάλι θα συμβιβαστώ κι ίσως και πάλι εγώ κάνω το πρώτο βήμα όπως πάντα. Και νοιώθω νικημένη και ταπεινωμένη απ'τη δειλία μου. Θάπρεπε να τολμούσα κι όχι να παίζω θέατρο.
Μάης 1980

ΕΚΕΙΝΟΣ: 
Ξανά τα ίδια και τα ίδια. Στο ψυγείο η κατάψυξη δεν κλείνει. Το πλυντήριο και πάλι χάλασε. Ο σκουπιδιάρης δεν περνά καθημερνά. Το φαί το ξέχασε απόξω - χάλασε. Ανάλατο απόψε το μοσχάρι. Λύσσα από αλάτι το κοτόπουλο. Κείνος ο λεκές στον τοίχο μια βδομά­δα, το κουμπί του πουκαμίσου πάντα άραφτο. Ως πότε θα σ'αντέχω;
Τα παιδιά τσακώνονται δαιμονισμένα, πλημμύρισαν το μπάνιο με αφρούς, χύθηκε στο κρεββάτι μας το γάλα, αρνιούνται το μεσημεριάτικο τον ύπνο, θέλουν να βλέπουν τηλεόραση τα βράδυα, διαβάζουν μίκυ μάους που δεν πρέ­πει, τα ρούχα τους τα πετάνε όπου νάναι, σου μοιάσανε το ξέρεις. Κι εγώ, ως πότε θα σ'αντέχω;
Δε φτάνει που σ' αφήνω ν' αναπνέεις, να σκέφτεσαι και να δουλεύεις, λεύτερη στους δρόμους να γυρνάς, στα σού­περ μάρκετ να χαζολογάς, να σκέφτεσαι φιλοσοφίες κι εγώ όλη μέρα να γυρνώ.
Δε φτάνει που σ' αφήνω σ' ησυχία, πλάθοντας την κοι­νωνική δικαιοσύνη απ' το πρωί ως τα μεσάνυχτα γυρνών­τας δίχως ποτέ την άδεια να ζητώ. 
Δε φτάνει που ποτέ δε σε ρωτάω πώς πέρασες τη μέρα στο γραφείο, στο σπίτι έπειτα με τα κουτσούβελα να τρέχουν, διάβασαν στο σχο­λειό, δε διάβασαν, (συ φταις που τα κακομαθαίνεις). Είν' άχρηστες οι ξένες γλώσσες, τα μπαλέτα, είν' άχρηστο να τα διαβάζεις (αν θέλουν, μόνα να ξεστραβωθούν). Συ φταις που τα καταδικάζεις.
Εγώ παλεύω την αυριανή δικαιοσύνη, για σε και τα παιδιά μας τα παλεύω, για νάχεις τους σταθμούς για να τα στέλνεις, για νάχουν τέλεια παιδεία, να μη χρειάζεται να τα διαβάζεις, για νάχουν πάρκα για να παίζουν και δρόμους για να σεργιανίζουν και σπίτια και δουλειά κι ασφάλεια να μη φοβούνται αστυνομίες. Εγώ που πλάθω την αυριανή ελπίδα!
Εσύ κανόνισε το καθημερνό μας, τα ρούχα, τα παπού­τσια, το σχολειό, το σπίτι, τη δουλειά και τ' αυτοκίνητο, τις φετεινές μας διακοπές. Πολλά ξοδεύεις. Τι σπατάλη! Αγόρασες απόψε μανιτάρια. Στο παντεσπάνι βρέθηκε μια τρίχα! Ξέρεις την ιδιοτροπία μου στα πιάτα. Λερώθηκε ξανά ο νεροχύτης. Δεν είν' τ' αυγά καλά τηγανισμένα. Γω φταίω που λασκάρω τα σχοινιά.
Τρίτη Μάης 1980

Κι ο μήνας χει εννιά! Κι η ζωή γοργοκυλά σαν καταρράχτης. Να ουρλιάξω σα λύκος στ' αστέρια. Προδοθήκαμε. Πάντα χαμένες βγαίνουμε. Ψόφιες μύγες στο μέλι. Κανείς δε μας νοιάζεται. Αδέλφια γυναίκες.
Αναρωτιέμαι αν με γνώρισε ποτέ του, αν μ' αγάπησε ποτέ του. Χρησιμοποιεί τον έρωτα για όπλο, κάνει τον κοιμισμένο, γυρίζει αργά. Ίσως και να νοιώθει αποστροφή, αφού δε μ' αγαπά.  
Έβγαλα τη βέρα μου Ένοιωθα να μου βαραίνει το δάχτυλο. 
«Είμαστ' αναγκασμένοι να συμβιώσουμε» είπε. 
Θάθελα να πεθάνω να ξεφύγω απ' όλα προ­πάντων απ' την αίσθηση πως ξανά θα τον συγχωρέσω, ξανά όλα ίδια θα γενούν. Κι η παραμικρή κίνηση μου κάνει κόπο. Ξαναγύρισα στα ηρεμιστικά, γιατί φοβάμαι τον εαυ­τό μου. 
Πώς θα με δουν τα παιδιά; Κάπου θα ξεσπάσω όλα τούτα κι από κάπου πρέπει να βρω να κρατηθώ. 
Ευτυχώς τα παιδιά παίζουν έξω ήσυχα. Χρειάζομαι καιρό. Τα ρού­χα, τα βιβλία τους πεταμένα δω και κει,η αφορμή της γκρίνιας του. Μου κάνει κόπο να τα μαζέψω. 
Το πρωί μάζεψα λουλούδια. Ήμουν μόνη με τα παιδιά το πρωί. 
Τώρα βαριέμαι να τα στολίσω. Το πρωί είχε ήλιο, τώρα μόνο σκοτάδι. Το μωρό ήλθε μέσα γκρινιάζοντας. Λες νάχει πυρετό; 
Εκείνος αποσύρθηκε ξανά στη γωνιά του θριαμβευτής. Ζητάει κι ευθύνες για λαθεμένη αγωγή των παιδιών... 
Κανείς δεν πέθαν' από θλίψη έτσι σκεφτόμουν άλλοτε. Ανόητη, αφελής έτσι ήμουν πάντα. 
Όλα πάνω μου τον εκνευρίζουν. Αν μπορούσα να τον σκότωνα και να τον ανάσταινα ξανά. 
Το κακό είναι πως εγώ τον αγαπώ έτσι στραβός κι ανάποδος που είναι, μα κείνος δε με ανέχε­ται.
Μάης 1980 Τετάρτη

Τέρμα πια ο αυτοοίκτος. Είναι και τα παιδιά που βουί­ζουν γύρω σα μελίσσι. 
Σήμερα ξύπνησα άρρωστη έπειτα απ'τα ηρεμιστικά. Δε μπορούσα να δουλέψω. Κανείς στη δουλειά δεν παρατήρησε πως λείπει η βέρα μου. Ούτε κι εκείνος. 
Αγόρασα καινούργιο παλτό. Μάταια απόπειρα δωροδοκίας της θλίψης μου. 
Τόριξα στον ύπνο. Δεν επι­βλέπω τα παιδιά στο διάβασμά τους. Δεν έχω μυαλό για τίποτε έξω, απ'την αυτοκαταστροφή μου. 
Θα περάσει κι αυτό. Όλα περνούν στον κόσμο. 
Ευτυχώς που δεν τον βλέπω καθόλου. Έφυγε νωρίς, είχε φύγει το μεσημέρι, που γύρισα απ' τη δουλειά, θα γυρίσει τη νύχτα σαν κοιμάμαι. 
Πίνω, παίρνω χάπια ηρεμιστικά. Χαλώ το συκώτι μου, πούναι κιόλας βλαμμένο. Δε βαριέσαι! Τη ζωή αρκετά τη γεύτηκα. Καλύτερα να πεθαίνουμε νέοι.
Ήταν ουτοπία όλα μου τα όνειρα. Εκείνος είναι μια σκιά δίχως νόημα. Σκέφτομαι τώρα και το διαζύγιο. Δε μπορεί να παραταθεί μια ζωή βουλιαγμένη στη γκρίνια. 
Κι όσο για τα παιδιά με βαραίνουν ανείπωτα. Κι αυτός αρνεί­ται να κάνει το παραμικρό. 
Στην εποχή που ζούμε των λύκων βλέπεις, όποιος δαγκώνει επιζεί. Αλίμονο στο λαβωμένο.
Μάης 1980 Πέμπτη

Σέρνω τα ξεσχισμένα μου φτερά στο μουσκεμένο αγριοβόρι.  Ότι ν 'ανθίσει πρόσμενα μαράθηκε. 
Αρκετά σε γνώ­ρισα ζωή. Πιότερο δεν τ' αντέχω. 
Καλημερίζω την ατέλει­ωτη νύχτα. Στην κοινωνία των εντόμων η θλίψη περισσεύ­ει.
 Προσπαθώ να μη σκέφτομαι. Πίνω χάπια τόσο που να νοιώθω μέθη. Μακάρι να μου τύχαινε τροχαίο. Δεν θάταν απίθανο με τέτοιες δόσεις. 
Κανείς δε δείχνει να καταλαβαί­νει τίποτε μήτε κείνος μήτε τα παιδιά. Χτες βράδυ πάλι ήλθε μετ τις 1. 
 Ήθελα να του πω «Φύγε» μα ήμουν τόσο νυσταγμένη. Ήθελα μόνο να μ'αφήσει ήσυχη. 
Κανείς δε πρόσεξε την απουσία της βέρας μου. Αν έφευγε κείνος σίγουρα τα παιδιά ούτε που θα το καταλάβαιναν. 
Δε θέλω να με λυπούνται. Θέλω να σκεφτώ. Όλα μέσα μου είναι θρύψαλα. 
Βασιζόμουνα στην ουτοπία της αγάπης του. Δεν υπήρχε τέτοια αγάπη. Με χρησιμοποιούσε. Τίποτε άλλο. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να μην τον ενοχλώ με τις έγνοιες μου. Τα αισθήματα είναι γελοία κατά τη γνώμη του. Ποτέ δεν κατάλαβε τίποτε.

Μάης 1980 Παρασκευή

Όλα ή τίποτε. Μέσος όρος δε χωρά. Η φιλοδοξία μου τεντώνεται βέλος στ' αστέρια, τα όνειρα, οι προσδοκίες η δίψα για ζωή. 
Και πίνω μονορούφι το ποτήρι τ' αλκοόλ και τα χαπάκια κατεβάζω χούφτες να ξεφύγω απ'τα ίδια μου τα όνειρα. 
Εκείνος πέθανε δίχως το δάκρυ μου. Έφυγε γιατί ποτέ δεν είχε έλθει. Λυπήθηκα; Ήταν αφέντης, δή­μιος της σιωπηλής μου ευαισθησίας. Είμαι λεύτερη μα όχι ευτυχισμένη. Η σάρκα μου διψά το δικό του αντρίκιο βάρος. Ποτέ μου δε λογάριασα το θάνατο.
Μάης 1980 Παρασκευή βράδυ

Πλανήθηκα. Σα γύρευες δουλεύτρα κι υπηρέτρια, μάν­α, ερωμένη, φιλενάδα, αδελφή κι εγώ έψαχνα τον άντρα της ζωής μου.
Συ δε δεχόσουν να προσφέρεις μήτε σταγόνα λευτεριάς με βούτηξες ως το λαιμό στο τέλμα. Ψέμματα. Καθρεφτίσματα πλανερά της προσδοκίας μου. Αλλιώτικα μετρού­σαμε το χρόνο, μιλούσαμε σε ξένη γλώσσα, η λέξη αγάπη άλλο νόημα είχε για σένα ή μάλλον νόημα δεν είχε.
Η απογοήτευση σωριάστηκε πάνω μου πυκνό στρώμα σκόνης. Τίποτε πια δε μπορεί να τη σκουπίσει. Μάταια διαφημίζονται τ' απορρυπαντικά. Εδώ χωρά μονάχα ο θά­νατος. 
Οι φίλοι αποδεικνύονται ανίσχυροι σε τούτη την μπόρα. Πώς να συμβουλέψουν για κάτι που δε θα καταλά­βουν; Μήπως εγώ καταλαβαίνω; Μονάχα νοιώθω. Εκείνος δε νοιώθει τίποτα. 
Θέλω να δώσω μια διέξοδο. Τα χάπια και τ' αλκοόλ σίγουρα δεν είναι. Παραμελώ τα παιδιά. Νοιώθω διαλυμένη σα λάδι που επιπλέει άμορφο στη φουρ­τουνιασμένη θάλασσα. 
Ζω δυό ζωές. Μήπως πάντα έτσι δεν ήταν; Η μια η επαγγελματική μου ζωή δε χωρά αναβο­λή. Κι έπειτα λουφάζω στην απραξία. Σκέφτομαι δίχως τίποτε ν' αποφασίζω. 
Κείνος μπαινοβγαίνει, δίχως να μου απευθύνει το λόγο. Πάντα περαστικός.
Ζωή πόσο σ'αγάπησα για να σ'αφήσω να σωριαστείς σε τέτοια ερείπια! Τώρα πια είμαι μόνη, τέλεια μόνη. Αυτόν δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις για τίποτε. Εγώ είμαι που δεν άντεξα σε μια απλή περίπτωση οικογενεια­κής δυσαρμονίας.


Η Ελένη αποπειράθηκε ν' αυτοκτονήσει με υπερβολική δόση ηρεμιστικά.
Η θυρωρός το ομολόγησε.
-Ποιός το φαντάζονταν. Τόσο όμορφη, τόσο ήρεμη κυρία!! Έπειτα έφυγαν. Ξαναγύρισαν νομίζω στην επαρ­χία. Δεν ξέρω. Ποιός μπορεί να ξέρει τι γίνεται σε μια πολυκατοικία.
Πάντως δεν ξανακούσαμε γιαυτούς. Καλοί ανθρώποι, καθώς πρέπει. Ε μορφωμένοι. Κάνουν τα λεφτά τον άνθρω­πο; Κι αυτή χρυσή κυρία, κι ο κύριος και τα παιδάκια της Χαρά Θεού! Καλά νάναι όπου και να βρίσκονται. Πάντα με θυμόντουσαν Χριστούγεννα και Πάσχα.


Μάης 1980 Σάββατο

Τόσο λαμπερό ηλιόλουστο πρωϊνό Θεέ μου!! Και τα παιδιά μούφεραν γυρνώντας απ' το σχολειό γαρύφαλλα ένα άσπρο κι ένα ροζ. Είν' όμορφο ν' αγαπιέσαι. Ευτυχώς δεν κατάλαβαν τίποτα .τα παιδιά. 
Νοιώθω ντροπή για την αδυναμία μου, μα τον λατρεύω. '
Όλη μέρα σήμερα ήταν κοντά μου. Τον ένοιωθα πλάι μου, τον λάτρευα. Είμαστε ένα και κανείς δε μπορεί να το καταλάβει.
Το κάθε τι αλλιώτικα ηχεί την κάθε νέα ώρα. 
Κυνηγιέ­ται τ' ολοπρόσωπο φεγγάρι κρυφτούλι παίζει με τα σύγνε­φα. 
Ζωή πόσο σε λάτρεψα θεά μου. Γουλιά γουλιά τις στάλες σου ρουφώ μ'ανείπωτη ευλάβεια, τη γλύκα του ψωμιού, τη δροσεράδα του καθάριου βρόχινου νερού. ΙΙώς με ξαφνιάζουν της βροχής οι πρώτες στάλες στο γυμνό μου πρόσωπο! Πόση λατρεία μπορεί να χωρέσει τούτη η καρ­διά μου! Η ζέστα του κορμιού τ' αγαπημένου.
Σ'αγάπησα πέρα απ'το θάνατο. Λιθάρι στο λιθάρι τη ζωή μας ξαναχτίζω.


ΦΩΤΟΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑ - OFFSET ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ 211-213 ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΤΗΛ. 45.20.680 - 45.31.002

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Νικος Φαραζης
    25 λεπτά ·
    Συμφωνία έχουν κάνει οι συγγραφείς με τη ζωή.
    Τα σχεδιαγράμματα δικά της, οι λέξεις δικές τους.
    Έλα όμως που πολλές φορές διαβάζουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο και λέμε ναι μωρέ, αυτό σκεφτόμουν, έτσι θα το έλεγα και εγώ, στο μυαλό μου είναι αυτός ο συγγραφέας.
    Μήπως δεν είναι δικές τους οι λέξεις... Μήπως είναι δικές μας περιπλανώμενες, ρέμπελες ... Μάλλον έτσι είναι και βγαίνουν οι εραστές της έκφρασης με το καλαθάκι τους και μαζεύουν τις «λέξεις μας» ανασηκώνοντας τις πέτρες που τις κάλυψαν, τα χόρτα που τις έκρυψαν ... και μας δείχνουν
    τις λέξεις που χάσαμε …
    αυτές που χάνουμε ...
    αυτές που πρέπει να βρούμε…
    Έτσι ένιωσα - της το είχα πει πριν από καιρό και για άλλο της κείμενο - διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα της φίλης Maria Sotiropoulou, που όταν δεν κυνηγάει τα πυρηνικά βγαίνει στη γύρα με το επαγγελματικό καλαθάκι της και τιμά την συγγραφή.
    ∎ Απόσπασμα από το βιβλίο της « Ιφιγένεια εν Ελλάδι » επίκαιρο με την προσμονή του καλοκαιριού ...
    ... Παράδοσα τις ουλές μου στον ήλιο και κείνος τις πυρά­κτωσε. Χαϊδευτικό τ' άγγιγμά του θέρμανε τα σπλάχνα μου και τα σκόρπισε. Σμίγει η ανάσα τ' ουρανού με τα νεκρά λαγόνια μου κι οι ελπίδες αναστατώνονται. Δροσι­στικά λικνίζεται στου πελάου τ' απύθμενο γαλάζιο της ψυχής μου τ' αστέρι. Κει που στην πόλη ξέχασα να ζω με την ανάσα του κόσμου, κει που διαμελίστηκα απ' τους θορύβους των ανθρώπων, νάσου κι έσμιξα ξανά με το θεό μου κάτω απ 'το γαλήνιο ουρανό μιαν ώρα δίχως χρόνο, μια μέρα δίχως γνώρισμα, μια νύχτα με τρεμάμενα αστέρια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κώστας Κρυστάλλης Πόσο όμορφα και τα δύο κείμενα ! Σε περνούν στη σφαίρα της ομορφιάς των λόγων και των συναισθημάτων ! Τόσο έξω από τη σφαίρα της πραγματικότητας κι όμως τόσο κοντά σ' αυτήν ! Το "συγχαρητήρια" είναι πολύ λίγο !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Lampros Soultanis Η μαγεία των λέξεων και των όμορφων εικόνων που αυτές μπορούν να δημιορυγήσουν αν μπορέσεις να τις "τιθασεύσεις". Εξαιρετικό το δίχως άλλο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης