50 χρυσές




50 χρυσές      
Του Λαμπρινιού το σπίτι φάνταζε πρόσχαρο, καλοσυνάτο στο ζεστό αιγαιοπελαγίτικο ουρανό. Κάτασπρο, αστραφτερό, με πολλές αυλές και ταράτσες κατακάθαρες, με σκαλιά που έπαιζαν παιδιά. Από μακριά έμοιαζε ένα σπίτι σαν όλα τ' άλλα, με τα λουλούδια και τη πάστρα και τον αέρα της αρχοντιάς του. Δεν έμοιαζε με πύργο μυστηρίου, σαν κι αυτούς που γράφουν τα μυθιστορήματα τρόμου. Κάτω απ' τον καθάριο ελληνικό ουρανό δεν χωρά μυστήριο μονάχα φώς, άπλετο φώς, φώς πού προβάλλει όμοια ομορφιά κι ασχήμια.
Είχε χαρά απόψε τούτο το σπίτι. Έφεραν προξενιά για τη πρωτοκόρη τη Ρηνιώ κι όλο το σόϊ πάλευε να φτιάξει πλούσιο γεύμα. Δεν ήτανε γεροντοκόρη η Ρηνιώ. Μόλις πού μπήκε στα 20 μα ήταν άχαρη, στυφή σαν τ' απίδι πούπεσε στη γη πριν προ­λάβει να ωριμάσει και μαράθηκε προτού ν' ανθίσει. Δε πρόλαβε να ωριμάσει η Ρηνιώ με το θλιμμένο γέλιο. Λιγνή, ψηλή, δίχως στήθια ή λαγόνια ή τίποτε που να θυμίζει θηλυκό, ήταν η μάννα για τα πέντε που ακολούθαγαν.
Ποιός θα την κοίταζε ποτέ με βλέμμα ερωτευμένο; Μα κι αν ακόμα ήταν όμορφη ή πλούσια ή παμ­πόνηρη, απ' αυτές που ξέρουν να δένουν τούς άντρες στην ποδιά τους, πάλι θα τρόμαζε ό άτυχος τόσο πού θα την πρόσεχε και θα προσπέρναγε, γιατί είχαν αρρώστια φοβερή στο σόϊ τους, την τρέλα. Ο θειός της ο Μιχάλης ζούσε κι ήταν αγαθός. Κούρνιαζε σαν αγρίμι στις γωνιές, κατέβαζε τα μάτια στο καλημέρισμα των περαστικών, κι έλαμπε το ξουρισμένο του κεφάλι σαν καρπούζι ώριμο για κόψιμο, και τώρα τελευταία γύρναγε θεόγυμνος στα χωράφια, τις αυλές και τρόμαζε τις γυ­ναίκες. Η μάννα της η Ρούσα όμορφη κόρη δεκαπεντάχρονη τη πήρε ο πατέρας της και τη παντρέφτηκε σε δεύτερο γάμο. Μοναχοκόρη ανάμεσα σ' έξι αγόρια κρατούσε το πατρικό της σπιτικό, πάντα κλεισμένη σε αυτό, πάντα σκυμμένη στη δουλειά της δίχως ανάσα, δίχως αναπαμό. Καιρό για έρωτα δεν είχε μήτε για όνειρα, μήτε για σκέψη. Κι όλοι την είχαν για χαζή, όλοι ως και τ' άδέλφια της, που πρόθυμα την έδωσαν στο Λαμπρινιό με το πολύ το βιός, το Λαμπρινιό τον έξυπνο, που από κολίγος έγινε αφέντης μ' ένα γάμο.
 Απ' τους Βουρβώνους μέχρι τον κυρ Λάμπρο ο γάμος στάθηκε η ευκολότερη τέχνη πλουτισμού. Ο Λάμπρος  δεκαεπτάχρονος εργάτης στα απέραντα χωράφια της γριά Ρηνιώς, πού ήταν γεροντοκόρη ως τα 79 της, την ερωτεύτηκε κι όταν ανακάλυψε ότι το αίσθημα ήταν αμοιβαίο, τη παντρεύτηκε δίχως ντροπή. Όλο το χωριό συμπαραστάθηκε στη χαρά του ευτυχισμένου ζευγαριού, του άγουρου παιδιού των 18 και της κα­μπούρας ξεδοντιασμένης γριάς του. Όλοι τούς ευχήθηκαν να ζήσουν. Μα αλίμονο, έπειτα από δύο χρόνια έρωτα, η γριά Ρηνιώ πέθανε, αφήνοντας στον αγαπημένο της όλο της το βιός.
Πολύ την έκλαψε ό Λάμπρος, μα επειδή είχε μεγάλο σπίτι δεν μπόραγε, άντρας αυτός, να το φροντίσει, κι έτσι παντρεύ­τηκε την άμοιρη τη Ρούσα με τα μεγάλα αθώα μάτια, τα σγουρά μαλλιά, γιατί ήταν νοικοκυρά, κι όχι γιατί ήταν νιά κι όμορφη.
Μα για ωα δει ο κόσμος πως μοναδικός του έρωτας ήταν η γριά Ρηνιώ, πάνω απ' το κρεβάτι τους το νυφικό, έβαλε τη ζωγραφιά της και το πρώτο τους παιδί τόβγαλε στ' όνομά της, και δεν έπαψε ποτέ να διαλαλεί τις χάρες και τις καλοσύνες που μόνο εκείνος γνώρισε για δυό χρόνια απ' τα 80 πούζησε η μακαρίτισσα.
Η Ρούσα αμίλητη συνέχιζε να παστρεύει το απέραντο σπί­τι, να νταντεύει τα μωρά που κάθε χρόνο έφταναν ώσπου έξαφνα μετά το τρίτο παιδί ήλθε η αρρώστια. Ποιός ξέρει τι την έφερε;
Ο Λάμπρος εδιαλάλησε πώς πάσχιζε να την ξορκίσει, την έτρεξε σε γιατρούς την έταξε στην Παναγιά, μα τίποτε. Έτσι δίχως αφορμή, μιά και πάντα όταν μέθαγε και τη χτυπούσε αυτή δεν αντιστέκονταν, μια και πάντα έκανε ότι της ζήταγε δίχως κου­βέντα, μιά και ποτέ δεν τούχε παραπονεθεί, δίχως καμιάν αιτία έφυγε κάποιο βράδυ και άρχισε να τριγυρνά άσκοπα στους δρό­μους, να κάθεται ακούνητη στα σκαλιά ώρες ολόκληρες, να παραμιλά. Το μούτρο της σκλήρυνε κι ασχήμυνε, κοκκίνησε κι έμοιαζε με τις ροζιασμένες παλάμες του σκαφτιά, τα μαλλιά της που άλλοτε στόλιζαν το χαριτωμένο της πρόσωπο τώρα σκληρά σα συρματόπλεγμα, έπλεκαν γύρω απ' τη κεφάλι της παράδοξο στεφάνι, τα ρούχα της πάντα βρώμικα, πότε πότε ματωμένα, προσκαλούσαν τις μύγες που κάθονταν στα χείλη, τη μύτη της δίχως να κάνη μιά κίνηση για να τις διώξει. Δεν πείραξε κανένα. Μόνο τα παιδιά λιγάκι τρόμαζαν κι άλλαζαν δρόμο σαν την έβλεπαν μπροστά τους μα στο τέλος όλοι την συνή­θισαν. Έπρεπε το χωριό νάχει και την τρελή του. Αν γι' άλλους ήταν αποκρουστική, φαίνεται ότι για του Λάμπρου την καρδιά που αγάπησε τη γριά Ρηνιώ, ήταν ιδανική ερωμένη, για­τί μετά την τρέλα, της έκανε άλλα τρία παιδιά, πού γέννησε σα ζωάκια, ένα πάνω στα τσίπουρα, ένα σ' ένα αμπέλι, και το στερνό στη μέση του χωριού, δίχως κανείς να προστρέξει στα ουρλιαχτά της.
Όλοι εύχονταν να τη λυτρώσει ο Θεός κι αυτούς μαζί της, μα φαίνεται ότι ο Θεός είχε άλλη γνώμη κι έτσι έζησε μέχρι που η Ρηνιώ έγινε 18, και το μωρό της ο Νικολάκης 6.
Η Ρηνιώ στο μεταξύ μάζευε τα μωρά πού γεννοβόλαγε η μάννα της και τ' ανάσταινε με το θλιμμένο της χαμόγελο. Πότε πότε έπαιρνε και την τρελή στο σπίτι, της μίλαγε γλυκά και τη γαλήνευε την έπλενε κι εκείνη έκλαιγε δίχως να νοιώθει το γιατί. Τα μικρά στο μεταξύ μεγάλωναν, κι ήταν όλα αλλοπαρμένα, αλαφροΐσκιωτα. Δεν μιλούσαν όταν έπρεπε, δεν προχωρούσαν όταν έπρεπε. Πηγαίνοντας σχολειό, δεν ήξεραν να μιλήσουν, κι έτσι κανένα τους δεν πήγε πάνω από δυό μέρες. Τριγύρναγαν σαν αγρίμια στα χωράφια κι όλοι τα περιγελούσαν.  Ο πατέρας τους πάλευε στ’ αμπέλια κι όλο κλαιγόταν στο χωριό για το κακό που τον βρήκε. Στα 10 της στείλαν τη Μαρία υπηρέτρια στο σπίτι του προέδρου μα ύστερα από ένα χρόνο γύρισε πιο τρελή, φώναζε κι έδερνε τα μικρά, έβριζε τούς μεγάλους. Η Ρηνιώ αμίλητη ντάντευε όλο αυτό το παιδομάνι, το τάιζε, τόπλενε, το χτένιζε, το έραβε. Σαν πέθανε η μάννα τους τάντυσε στα μαύρα κι όσοι ακολούθησαν το ξόδι της, άκουσαν τους θρή­νους του Λάμπρου για την ατυχία πούχε να χάσει δυό φορές τόσο καλές γυναίκες.
Και τώρα να, ελπίδα λευτεριάς ο γάμος που προβάλλει. Δεν τον είδε ποτέ της, ούτε κι αυτός την είδε, μοναχά μια θειά του τούκανε τα προξενιά, γιατί έχει γονιούς κατάκοιτους και ποιος θα τους προστρέξει και μιά γυναίκα σαν κι αυτή χρειάζεται, νοικοκυρεμένη, του σπιτιού, τι τα θέλει ομορφιές και τέτοια, επιτέλους πρέπει να σκεφτεί τι χρωστά στους γέρους, κι έτσι κι εκείνος θάρχονταν απ' τη Σύρα να τη γνωρίσει τη νύφη.
Ο θεολόγος πούβγαζε τους λόγους στην εκκλησία με το στενό μουστάκι και το φαρδύ παντελόνι πρόλαβε το Λάμπρο, θέλοντας ν’ αυξήσει τις θεάρεστες πράξεις του :
—Τάξε του, μα πρόσεξε, τίποτε πριν το γάμο, έπειτα του δίνεις μισό σπίτι και ξεμπερδεύεις. Σκέψου, έχεις τόσα παιδιά. Πώς θα τα βγάλεις πέρα... Εγώ εσένα σκέφτομαι, σε συμπαθώ, γιαυτό στα λέω. Σκέψου το.
Το σκέφτηκε ό Λάμπρος, τ' αποφάσισε. Το αμπέλι της αγιά Φωτεινής θάταν ή προίκα της Ρηνιώς, ούτε πεντάρα παραπάνω.
Κι ήλθε το βράδυ ό γαμπρός, νιος καλοφτιαγμένος, καλοζωισμένος, ναυτικός. Έφαγαν χοίρο και κοτόπουλο ψητό, ήπιαν γλυκό κρασί των αμπελιών τους, έφαγαν και γλυκό του κουταλιού απ' τα χεράκια της Ρηνιώς. Γύρω από το τραπέζι πούτρωγαν οι άντρες, όρθιο το παιδομάνι νηστικό με ορθάνοικτα μάτια, όρθια κι η Ρηνιώ να περιποιέται το γαμπρό. Δεν τη κοίταξε πιότερο απ' όσο τη ζωγραφιά του Όθωνα και της Αμαλίας που κρέμονταν στον τοίχο. Είπε :
- Ποια είναι αύτη η όμορφη γυναίκα;
Ήταν η βασίλισσα Όλγα, μα κείνη δεν την πείραξε. Με το γλυκό θλιμμένο της χαμόγελο πηγαινοέρχονταν φέρνοντας κι άλλο κρασί κι άλλο φαγί, ώσπου τούς έδιωξαν όλους απ' το δωμάτιο, να συζητήσουν οι άντρες.
—Τι της δίνεις, κυρ Λάμπρο; Τι της δίνεις τώρα;
Ο γαμπρός ήταν ναυτικός,  μπασμένος στη ζωή, ήξερε κόλπα πιότερα απ' το θεολόγο.
—Το αμπέλι, το σπίτι, κάτι μετρητά...
 —Πόσα; Αν είναι 50 χρυσές, έχει καλά.
 —Μα, ψέλλισε ο Λάμπρος.
-—Και αύριο στο συμβολαιογράφο, αλλιώτικα,... έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Καληνύχτισε κι έφυγε δίχως να μετακοιτάξει τη Ρηνιώ.
Ο γέρος της έπεσε σε συλλογή : Δε φθάνει που αν χάσω το Ρηνιώ ποιός θα νταντεύει τα μωρά, ποιός θα με γηροκομήσει, ζητά ό άτιμος και 50 χρυσές. Εγώ έκανα το καθήκον μου σαν πατέρας. Τόσα της έδωσα, μα όχι και 50 χρυσές!! Δεν πάει στο διάολο ο άτιμος. Χάλασε ο κόσμος. Φταίνε οι νέοι. Ακούς και 50 χρυσές!!!
Κανείς δεν είπε στο Ρηνιώ τι έγινε αναμεταξύ τους. Κι έμεινε να νταντεύει τα μωρά, να καθαρίζει το γέρο δίχως ανάσα, δίχως παράπονο.
Κι όλοι στο χωριό είπαν :
—Η κακομοίρα είναι αγαθή. Και αυτή είναι αλλοπαρμένη. Φταίει φαίνεται το σόι τους.

Το διήγημα περιέχεται στο βιβλίο μου 'Ιστορία δίχως όνομα και άλλα διηγήματα" Αθήνα 1976
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης