Η Αρετή κι η γνώση

Η Αρετή κι η γνώση
Τώρα που το καλοσκέφτεται όλα είχαν σχέση με το αυτοκί­νητο. Όπως η σκηνή στο θέατρο. Καθοριστική. Άσπρο αυ­τοκίνητο. SUNNY έγραφε πίσω στο καπό με μαύρα γράμ­ματα. Κάθε SUNNY έκανε την καρδιά της να σπαρταρά, άλλοτε από ευτυχία κι άλλοτε από απόγνωση. Το δικό του αυτοκίνητο. Σκηνικό για τις πράξεις ενός συνηθισμένου ερωτικού παιχνιδιού, πεδίο βολής για τις ευαισθησίες της, αίθουσα σχολική για το δυσκολότερο μάθημα ζωής, χει­ρουργικό τραπέζι όπου για να επιζήσει άφησε ανάπηρη την ψυχή της.
«Η ζωή είναι πάντα απρόβλεπτη, σκεπτόταν μετά. Ίσως τα λάθη να ναι η δικαίωσή μας.»
 Ήταν πολυάσχολη. Δεν μπόρεσε στην αρχή να καταλάβει τους κυκλωτικούς του ελιγμούς. Κι εκείνο το βράδυ θα τη συνόδευε στο σπίτι της. Το παρκάκι δεν έμοιαζε με δάσος κι εκείνος ήταν πολύ όμορφος για να παίζει τον κακό το λύκο, άλλωστε πια το ήξερε πως κοκκινοσκουφίτσες δεν τριγυρνούν σε μια πόλη που άντρες και γυναίκες μοχθούν για το μεροκάματο. Οι αποχρώσεις της σεξουαλικής απόλαυσης ταιριάζουν στους αργόσχολους, πίστευε μέχρι τότε κι η ζωή της ήταν πολύ γεμάτη για να χωρέσει τέτοιους πειραματισμούς.
Μια δυο τους συναντήσεις, πάντα με κάποιο πρόσχημα, πάντα στο χώρο της ευπρέπειας. Τίποτε που να κλονίζει την εμπιστοσύνη της. Όλα έτσι που να τονώνουν την αυτο­πεποίθηση της. Κι έπειτα, ξαφνικά τη φίλησε στη μέση του δρόμου, κάτω απ' τα φώτα. Δεν της ζήτησε να του δοθεί. Την πήρε κι εκείνη αφέθηκε, όσο η λογική της ψιθύριζε: «Είναι αδύνατο να συμβαίνει κάτι τέτοιο στ' αληθινά»
Γιατί ήταν αδύνατο; της ξεφωνίζει προκλητικά τώρα. Όλα τα σημάδια το φανέρωναν. Εσύ δεν ήθελες να δεις, αρνιόσουνα να καταλάβεις. Γιατί το ήθελες. Στο βάθος το ήθελες. Ομολόγησε' το λοιπόν. Τον ήθελες, γι' αυτό σε πήρε.
Χαμογελά πικρά τώρα. Ίσως... μα τώρα πια δεν το θυ­μάται. Δε θυμάται να τον πόθησε πριν. Μόνο την πυρκαγιά που τη σάρωσε μετά νιώθει να ζεσταίνει τη χόβολη της μνήμης της. Στο κάτω κάτω ό,τι έγινε, έγινε. Κι ό,τι χαρίζει η ζωή καλοδεχούμενο.
Τ' αυτοκίνητο λοιπόν έγινε το όστρακο. Η νύχτα πύ­κνωσε κι απόκοψε τους λιγοστούς διαβάτες. Εκείνος τη φι­λούσε αρπαχτικά.
—Τ' όνομα Αρετή σου πάει, της είπε καθώς ξεστράτιζε στους δρόμους του κορμιού της κι η Αρετή του παραδόθηκε. Μαγεμένη απ' τον αυλό του ακολούθαγε τις προσταγές που την κατέβαζαν στα έγκατα της ύπαρξής της. Το ήθελε. Και βέβαια το ήθελε να του ανταποδώσει την έκρηξη που τη συ­γκλόνισε. Απολάμβανε τον πυρετό που την έκανε να ριγά. Τον ξεδίψασε ρουφώντας του τη ρώμη γιατί το κορμί της έπαλλε στα χέρια του συντονισμένο στους ρυθμούς του κό­σμου κι αυτή η αίσθηση ήταν πολύτιμη για να την παζαρεύ­ει με τεχνάσματα σεμνοτυφίας. Εκείνος τη γεύτηκε αρπαχτι­κά, όπως δαγκώνεις βιαστικά κάποιο κλεμμε'νο μήλο. Βιά­στηκε να την πετάξει στο πρώτο χαντάκι ακούγοντας τις σει­ρήνες του περιπολικού. Οΰτε που σκε'φθηκε ν αποτιμήσει τη γεΰση των δακρύων της. Για κείνον τίποτε δεν ε'τρεξε ανάμε- σά τους. Ο ιδρώτας του που ε'λουσε το κορμί της ήταν φυσι­κό φαινόμενο σαν τη βροχή. Κάθε γυναίκα που περνά με τα φουστάνια ν' ανεμίζουν κάνει τον άντρα να ιδρώνει ε'ρωτά.
Έπειτα ήρθε το δωμάτιο σα χώρος της δράσης.
— Θα κουβεντιάσουμε μετά, της ε'λεγε. Εδώ ήρθαμε για να το απολαύσουμε.
Η απόλαυση ταξίδευε μαζί με το κρεβάτι. Στο αυτοκί­νητο ε'μειναν οι κουβε'ντες γυμνε'ς από αισθήματα, λυτρω- με'νες από την πεθυμιά, το θε'ατρο του παραλόγου, η γκρί­νια της, η αντίστασή του, η προσπάθεια να της επιβληθεί παντού, η ανάγκη της να διατηρήσει την ανεξαρτησία της σκε'ψης της. Ήθελε λεύτερη να του δοθεί, μα κείνος λεύτε­ρη φοβόταν να την πάρει. Απαιτούσε την υποταγή της στους δικούς του όρους για να συνεχίσουν το παιχνίδι των κορμιών που τόσο τη σαγήνευε. Τη μίσησε γιατί τον αγά­πησε. Την περιφρόνησε όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Παραδόθηκε σε μια προσπάθεια εξευτε­λισμού της. Απαγόρευε να τον αγγίζει γιατί φοβόταν ότι ε'να άγγιγμά της ήταν αρκετό για να της παραχωρήσει ότι δεν ήθελε πια να της προσφε'ρει με τους δικούς της όρους. Κρατούσε τις αποστάσεις σίγουρος για την υπεροπλία του σ' ε'να παιχνίδι που εκείνη παραπατούσε τα πρώτα της βή­ματα. Πίστευε ότι θριάμβευε.
Έβρεχε. Σωστός κατακλυσμός και βρέθηκαν ξανά στο ίδιο όστρακο. Τον άγγιξε με την άκρη των δακτύλων της στο χε'ρι που ακουμπούσε το λεβιε', στα κόκκινα φανάρια.
—Τι κάνεις; Θα μας δουν! της είπε κι ο έρωτας διαλύ­θηκε σαν το αλάτι στο νερό, χύθηκε με ορμή στους υπονό­μους. Έμεινε μόνο η πληγή στα βάθη της κοιλιάς της να μορφάζει σαν τερατώδικο προσωπείο. Αυτή η ουλή ξεχώρι­ζε κάτω απ' τ' απαλό της δέρμα κάθε φορά που γυμνή κοι­ταζόταν στον καθρέφτη. Έπαλλε σαν καρδιά αγέννητου μωρού. Κρατούσε συμπυκνωμένη όλη την απόγνωση του κορμιού της, αντιστεκόταν στη φωνή της λογικής, αμφισβη­τούσε την αναγκαιότητα των συναισθημάτων, γινόταν ο ομ­φάλιος λώρος της εξουσίας του.
Δεν τον καταλάβαινε. Όσο εκείνη πάλευε να τον κρατή­σει, τόσο εκείνος ξέφευγε. Όσο του πρόσφερε την υποτέ- λειά της, τόσο την περιφρονούσε. Δεν ωφελούσε τ' ότι ήταν ο μοναδικός. Γύρευε να 'ναι ο καλύτερος. Για κείνη όμως δεν υπήρχαν τα συγκριτικά μεγέθη κι αρνιόταν να υποκρι- θεί ακόμη και στο κρεβάτι, προπάντων στο κρεβάτι. Χτυ­πιόταν στα σίδερα της καρδιάς της πανικόβλητη οτην προ­οπτική του τέλους σίγουρη ότι κανείς άλλος δε θα ξυπνούσε μέσα της την ομορφιά του έρωτα. Δεν είχε πείρα. Κι η αρε­τή χωρίς γνώση είναι τυφλή. Έβλεπε τον ίδιο της τον εαυτό μέσα απ' τα δικά του μάτια. Γινόταν όμορφη όταν την επι­θυμούσε κι άσχημη όταν εκείνος ήταν αδιάφορος. Δεν είχε καταλάβει ότι αυτή την πανδαισία των αισθημάτων εκείνη την είχε προκαλέσει, ότι το θαύμα την περιέβαλε σα φωτο­στέφανο, ότι το βολταϊκό τόξο απαιτεί δυο πόλους κι ότι όταν ο μαγνήτης είναι τόσο φορτισμένος τα ρινίσματα σύ­ρονται για να κολλήσουν στο πλευρό του. Ένιωθε ν' αναλώ­νεται στην πυρά κι αγνοούσε τα πλάσματα που θέρμαινε και φώτιζε η λάμψη της οδύνης της.
— Εκπέμπεις συγκίνηση, της ψιθύρισε στ' αυτί και κούρνιασε στην πυρά των σπλάχνων της η ελπίδα.
Οι άνθρωποι συναντιούνται στη ζωή σαν τους ακροβά­τες. Υπάρχει μια διαφορά φάσης στην αιώρα. Διαγράφεις ε'να κΰκλο στο κενό με'χρι να σ' αδράξουν κάποια χε'ρια, αν ο σκηνοθε'της πρόβλεψε γι' αυτά, αν δε διακινδύνευσε τη θεαματική σου πτώση. Σε μια σκηνή δίχως κανε'να δίχτυ προστατευτικό η Αρετή απλώς ε'κλεισε τα μάτια κι άπλωσε τα χε'ρια της στον ήλιο. Κι ο ήλιος είχε πρόσωπο και χε'ρια τρυφερά κι ε'να κορμί γλυκό σαν όνειρο. Κι είδε πως άντρας δεν είναι το μαχαίρι του κουρσάρου, μα τ' άγγιγμα της λευτεριάς κι οι λαγόνες της βλάστησαν την ηδονή, ο κό­σμος ισορρόπησε ξανά κι η Αρετή ολοκληρώθηκε σε Σο­φία. Αγκάλιασε τη Ζωή όπως της δόθηκε, αντιφατική γι' αυτό κι απρόβλεπτη, πικρή γι' αυτό κι ωραία.
Εκείνος δεν το μάθε ποτέ.
Την κάλεσε στ' αυτοκίνητο να μιλήσουν και της επιτέθηκε. Ιδεολογικά στην αρχή. Την άγγιζε παρασυρμένος απ' τις σκέψεις του. Εκείνη αντιστε­κόταν φραστικά. Άφηνε τα χέρια του να προχωρούν στα γνωστά μονοπάτια του κορμιού της κι απολάμβανε την ίδια της την αδιαφορία. Κοιτούσε έξω απ' το παράθυρο καθώς εκείνος λογομαχούσε με το χέρι του ν' αναζητά τις αιχμές του στήθους της.
    Θέλω να με κοιτάς, την πρόσταξε.
    Μα πια δεν έχει σημασία το τι θες, του είπε ήρεμα και τότε πήρε το κεφάλι της στα χέρια του ξανά και τη φί­λησε ακριβώς όπως τ' ονειρευόταν τις ατέλειωτες στιγμές της απουσίας του. Δεν του 'δωσε το παραμικρό γιατί τίποτε δεν πήρε πέρ' απ' την πίκρα του τελεσίδικου.
    Με πόνεσες, του είπε στοργικά.
    Γιατί; διαμαρτυρήθηκε αυτός. Τι κάναμε; κι άρχισε να της απαριθμεί κυριολεκτώντας κάθε στιγμή που έσμιξε τα κορμιά τους.
    Μόνο αυτό κατάλαβε, στοχάστηκε κατάπληκτη η Αρετή. Τίποτε δε μοιράστηκε μαζί μου. Τίποτε... ούτε ένα δάκρυ, ούτε μια σκέψη, ούτε ένα χαμόγελο.
    Θες να πηδηχτούμε; τη ρώτησε κι ερμηνεύονιας τη σιωπή της για κατάφαση. Τώρα;
Δεν ήξερε αν ήθελε. Ίσως... Ίσως να 'θελε να βεβαιω­θεί ότι λευτερώθηκε. Ίσως να ήταν πρόκληση. Ο κουρσά­ρος δεν μπορούσε να ληστέψει μια καρδιά που είχε κιόλας δοθεί, ο άντρας που ζύγιζε τον αντρισμό με τις επιδόσεις του στο κρεβάτι δεν μπορούσε να επιβεβαιωθεί σε μια γυ­ναίκα που χόρτασε τον έρωτα στην αγκαλιά κάποιου άλλου. Δε θα μπορούσε να ξανάρθει αυτή η απόγνωση. Ή θα μπο­ρούσε;
Δεν το 'μαθε ποτέ.
    Θα δούμε του είπε καληνυχτίζοντάς τον ευγενικά.
Δεν τον ξανάψαξε ποτέ. Όταν τον συνάντησε ξανά ήτα­νε πάντα με το μέρος των εχθρών της. Κι εκείνη τον κατα­λάβαινε. Το δέχονταν. Τον συμπονούσε.

Το διήγημα περιέχεται στο βιβλίο «Ο παππούς απ’ την Οντέσα» Αθήνα 1995

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης