Η Jolie

Η Jolie
Jolie τη βάφτισε ο γαλλοφερμένος της νονός από καπρίτσιο, μιας κι ήταν τόσο όμορφο μωρό! Έγιναν υπέροχα βαφτίσια με το Κουφέτο σε ασημένιους δίσκους, με το κρασί να ρέει ατέλειωτα στα κρυστάλλινα ποτήρια. Ο παπάς στην αρχή είχε κάποιες αντιρρήσεις. Ποιος άγιος έχει αυτό το όνομα; Μα η λύση δόθηκε μιας κι ανάμεσα στους Άγιους Πάντες όλο και κάποιο όνομα χωρεί. Κι έτσι βαφτίστηκε η Jolie στην ασημένια κολυμπήθρα και ντύθηκε στα μετάξια και στα βελούδα και στολίστηκε μάλαμα και χρυσάφι σαν Παναγιά. Σγουρά κατάμαυρα μαλλιά, μαύρα σαν κάρβουνο ματάκια, μυτίτσα γαλλική και φρύδια κοντυλογραμμένα. Όλοι την έφτυναν να μη τη ματιάσουν.
Μα η Μοίρα είναι πιο δυνατή απ’ όλα τα ξορκίσματα και η Jolie αρρώστησε από τ’ αυτιά της πριν γίνει δυο χρονών κι άρχισε να μη καταλαβαίνει καλά κι άρχισε να μη μιλά καλά, να μη φέρεται εντάξει.
Και πριν να γίνει 10 η Jolie έπεσε από την κούνια πούπαιζε παλεύοντας να φθάσει ως τ’ αστέρια κι έσπασε η μέση της, καμπούριασε κι απόμεινε η Jolie κοντή, μισερωμένη. Τ’ όμορφο το πρόσωπο χαράχτηκε από την πίκρα με δυο βαθιές ουλές ανάμεσα στα κοντυλογραμμένα φρύδια και τα χείλη σούφρωσαν και μίσησαν τον πλάστη που τα χτίσαν.
Και φθάνοντας στα 20 ξέπεσε η φαμελιά της κι απόμεινε η Jolie μονάχη στη στοργική αγκάλη της γιαγιάς της, μόνο που κάποτε απόθανε κι αυτή κι η έρμη απόμεινε να ψευτοζεί απ’ τη συμπόνοια των ανθρώπων κι από το περιγέλιο τους.
Τότε ήλθε ο γιατρός, ο μορφονιός κι είπε πως την αγάπησε και τον αγάπησε κι αυτή. Ήταν μόνο 30. Όλα τα χρόνια γνωστοί και φίλοι πάσχιζαν να την πείσουν πως μόνο για καλόγρια της έπρεπε να γίνει, με τώρα, να, ο νέος ο γιατρός που την αγάπησε, της είπε. Τη χόρεψε του άη Γιωργιού το πανηγύρι κι η δόλια η Jolie δεν έβλεπε τα γέλια των ανθρώπων, δεν άκουγε τα γιούχα τους, μόνο ένιωθε το χέρι τους το αντρίκιο και ζεστό στη σπασμένη της τη μέση κι έλιωνε από λαχτάρα. Τα μαύρα της τα μάτια πυρακτώνονταν, ακούμπαγε στο στήθος του και μέρευε την πίκρα της καρδιάς της, δεν τόλμαγε το βλέμμα ν’ ανταμώσει, θαμπώνονταν, μόνο ένιωθε πως πλάστηκε για κείνον, όπως κι αυτός για κείνη. Γιατί νάναι η Jolie λιγότερο τυφλή στον έρωτα από τον καθένα; Άρχισε να τον κυνηγά, να τρέχει όπου βρίσκονταν, να τον ακολουθεί πιστά σα σκύλος τον αφέντη, να δέχεται την καταφρόνια και το χάδι του, να ζητιανεύει τη στοργή του, προσφέροντας γι αντάλλαγμα τις φτωχικές της δυνάμεις.
Κι η Jolie, που όλα της τα χρόνια μεγάλωνε στα πούπουλα βάλθηκε να δουλεύει το γιατρό σα σκλάβα. Στην αρχή πίστευε στην αξία της οικογενειακής της καταγωγής, έλπιζε σε γάμο, μα έπειτα, σαν είδε κάτι κοπελιές να μπαινοβγαίνουν στο εργένικό του, ξέχασε τις πρώτες της φιλοδοξίες και δέχθηκε τη μοίρα της, όπως της ήλθε.
Γυάλιζε τα παπούτσια του με χάδια, φιλούσε τα πουκάμισά του, δέχονταν τη μουρμούρα του, ανεχόταν τις ιδιοτροπίες του και όταν στις κρίσεις της συνείδησής του της μιλούσε με συμπόνοια ένιωθε τα ουράνια να ξανανοίγονται και να τη λούζει φως ευδαιμονίας.
Ήτανε βράδυ καλοκαιρινό και το φεγγάρι ολόγιομο πλημμύριζε τη φύση με ασημένιες αχτίδες. Η Jolie μισόντυτη στο κουζινάκι ίδρωνε μες την κάψα της νυχτιάς μιας και με όλη την κούραση της μέρας ύπνος δεν την έπαιρνε. Σηκώθηκε και πήγε λαφροπετώντας μες το σαλόνι με το μεγάλο τον καθρέπτη και κει αμίλητη έλυσε τα κατάμαυρα μαλλιά της πούπεσαν βαριά ως τη μέση της κι έπειτα αργά αργά σα σε λειτουργία γυμνώθηκε κι απόμεινε να κοιτά το σακατεμένο της κορμί στο φως του φεγγαριού. Τα στήθη της κρέμονταν προς τη γη παρασυρμένα από την κλίση του κορμιού της, τα πόδια της τόσο μακριά κι αδύνατα, το ίδιο και τα χέρια της που κρέμονταν αμήχανα στα πλάγια των κοκαλιάρικων λαγόνων που στήριζαν μιαν αστεία κοιλιά σαν παπά ή γκαστρωμένης. Σκέπασε με φρίκη τη γύμνια της μέσα στα κατάμαυρα σγουρά μαλλιά και κοίταξε το πρόσωπό της με την ψυχρή περιέργεια που κοιτάμε ένα τοπίο.
-Θε να μουν όμορφη αν.. συλλογίστηκε. Έπειτα μια τρελή ιδέα την κυρίεψε. Σιγά σιγά μπήκε στην κάμαρή του κι έτσι γυμνή ξάπλωσε δίπλα του, τον αγκάλιασε απαλά μην τον ξυπνήσει κι απόμεινε να γεύεται την ηδονή από τ’ άγγιγμα του λατρεμένου του κορμιού. Έπειτα πάλι ανάλαφρα σηκώθηκε και πήγε ευτυχισμένη να πλαγιάσει στο θλιβερό δουλικό της στρώμα.
Τούτη η ευτυχία κράτησε δέκα ολάκερες νύχτες. Δέκα νύχτες γεύονταν το δικαίωμα κάθε ζωντανού στην ηδονή. Δέκα νύχτες πλάγιαζε δίχως να καταριέται τον άσπλαχνο τον πλάστη της που δεν πετά στον Καιάδα τα σκάρτα πλάσματά του, μα τ’ αφήνει να ζουν, να ζουν και να βασανίζονται, να ζουν και να βασανίζουν δίχως ελπίδα για ν’ απαλλαγούν από την ίδια τους τη δίψα για ζωή, για δράση, για έρωτα.
Και ήλθε, ως ήταν φυσικό, κι η νύχτα που κείνος ξύπνησε την ώρα πούσκυβε να τον φιλήσει. Με απονιά την έσπρωξε τόσο άγρια, που το σακατεμένο της κορμί βρόντηξε στο παγωμένο πάτωμα.
-Ηλίθιο, σακάτικο πλάσμα, βλαμμένο. Πώς τόλμησες; Της φώναξε με λύσσα. Να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου.
Την κλώτσησε όπως κειτόταν κατάχαμα ένα κουβάρι σάρκες και κόκαλα και την έσυρε απ’ τα μαλλιά ως την πόρτα που την έκλεισε με το κλειδί.
Εκείνη δεν καταλάβαινε τις φωνές του, τα βλαμμένα της αυτιά βούιζαν μπερδεύοντας τους ήχους. Τα μάτια της έτρεχαν σα βρύσες νερό, τα μαλλιά κολλούσαν στο ρυτιδωμένο μέτωπο, μα τα μάτια, ολόμαυρα σα δυο κάρβουνα έκαιγαν ακόμη στη λάμψη της αγάπης.
Ντύθηκε, μαζεύτηκε σε μια γωνιά δίπλα στο τζάκι και σα δαρμένο ζωντανό πρόσμενε βουβά την καταδίκη της.

Εκείνος το πρωί αμίλητος την προσπέρασε δίχως ν’ ανταμώσει το ικετευτικό της βλέμμα κι έπειτα κατά το μεσημεράκι ήλθαν δυο νοσοκόμοι και την ήραν και την έκλεισαν στο τρελοκομείο. Εκεί, με τόσα φάρμακα που τους ναρκώνουν, ακόμη και οι τρελοί παύουν να είναι άνθρωποι. Παύουν να έχουν ανάγκες.

 περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων "Ο Θηλυκός άνθρωπος"
Πρόλογος      

Τούτο το βιβλίο είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Είναι ότι η γυναικεία μου διαίσθηση κατάφερε να φωτογραφίσει από τις καθημερινές στιγμές των ομόφυλών μου. Φωτογραφίες τόσο αλλιώτικες, μα τόσο ίδιες. Η Εύα, πολύμορφη σαν τη θάλασσα, πάντα γοητευτική και ζωογόνα, πάντα καταπιεσμένη, από τα γεννοφάσκια ως τη θανή της, πάντα θύμα εκμετάλλευσης μα πάντα τολμηρή κι έτοιμη ν’ αντιδράσει με όποια δύναμη της είναι βολετό.
Γυναίκες ηρωίδες, μα και γελοίες, σκληρές, κακές ή αδύνατες, μα πάντα προδομένες από παντού, ακόμη κι από το φύλο ή τα παιδιά τους.
Γυναίκες παγιδευμένες σε μιαν εποχή επανάστασης, που πριν προλάβουν να γευτούν τη γλύκα των καρπών της, τις φόρτωσε με νέες ευθύνες.
Γυναίκες πελαγωμένες από τις τόσες θεωρίες, που τέλεια ανοργάνωτα παλεύουν κι αντιδρούν, υπακούοντας τυφλά στην παρόρμηση και τις εμπειρίες τους.
Γυναίκες τόσο όμοιες στον πόνο και την αγάπη, τόσο ευαίσθητες κι υπεύθυνες μπροστά στην ίδια τη ζωή.
Τούτες οι φωτογραφίες παρθηκαν με αγάπη και γνήσιο ενδιαφέρον. Είθε να βοηθήσουν να βρει επιτέλουν η Εύα το χαμένο της πρόσωπο, την αληθινή της ταυτότητα. Είθε να γίνει κάποτε η Εύα αυτό που πάντα ήταν. Ο Θηλυκός άνθρωπος.
Πειραιάς 1981
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης