Κύριε πρόεδρε

Κύριε πρόεδρε

Έγγραφος Απολογία Γ. Κόντου εμπόρου

Προς το σεβαστόν δικαστήριον

Κύριε πρόεδρε
Εγώ είμαι ο Γιωργής ο Κόντος, έμπορας, όχι σπουδαίος βέβαια, εμποράκος της σειράς, με μοναδικό υπάλληλο του μαγαζιού την κυρα Φρόσω, τη γυναίκα μου. Όμορφη γυναίκα η Φρόσω κι ερωτιάρα. Α, δεν είμαι της παλιάς σχολής να θέλω τη γυναίκα μου κούτσουρο στο κρεβάτι και να τρέχω σ’ άλλες να βεβαιωθώ, αν όλα γίνονται κατά που πρέπει. Την ήθελα παθιάρα τη γυναίκα μου, τσαχπίνα, ξύπνια, γιαυτό και τη δοκίμασα πριν την πάρω, με το συμπάθιο δηλαδής. Είδα πως ταιριάζουμε, βέβαια κάναμε και 5 στη λεκάνη της μαμμής,-μα τι να γίνει; κι αυτό στο πρόγραμμα- μέχρι να παντρευτεί η στρίγκλα η Ειρήνη, η αδελφή μου, που κόντευε να μείνει γεροντοκόρη με τη μανία της να πάρει ντε και καλά καπετάνιο, και τέλος δόξη και τιμή κουκουλώθηκα τη Φρόσω που την τραβολόγαγα εφτά ολάκερα χρόνια, τη φουκαρού.
Μα η γρουσουζιά κι ο διάολος έκαμε, όσα παιδιά έπιανε η φουκαριάρα πριν από το γάμο, μετά να μη μπορεί να κρατήσει ούτε ένα. Λέγαν οι γιατροί: φταίνε οι εκτρώσεις. Καλά τώρα, οι γιατροί όλο σε κάτι θένε να ρίχνουν τις δικές τους στραβοτιμονιές. Πήγαμε στον αη Νεχτάριο (μεγάλη η χάρη του). Έφαγε και το μήλο της αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου (βοήθειά μας) κι ας ήταν μουχλιασμένο και τεικά πάνω στον τέταρτο χρόνο μετά από ξάπλες και βασανιστήρια, γέννησε η καψερή το Κατινάκι, μα τι γέννα; Μαύρη κι άραχνη, αφού κόντεψε να ξεματωθεί το φουκαριάρικο του Φροσάκι. Φταίνε οι πολλές ορμόνες, λέγαν οι παλιοί γιατροί και τέλος για να γλιτώσει, έκοψαν τη μήτρα της και την πέταξαν στα σκουπίδια. Και μείναμε μόνο με το Κατινάκι, από κει που σκόπευα να της σκαρώσω καμιά δεκαριά, και πάλι δόξα νάχει ο Μεγαλοδύναμος.
Μα τα βάσανα του ανθρώπου έρχονται μαζωμένα και το Κατινάκι βγήκε αλλεργικό. Τούτο τ’ ανακαλύψαμε πάνω που χρόνιζε κι έφερε ο μπάρμπας της δώρο ένα γούνινο ελέφαντα, τόσο μεγάλο ίσαμε το μπόι της. Χαρές και γέλια το Κατινάκι, πώς λάμπαν τα ματάκια του! τι χοροπήδι κατάχαμα στο χαλί καθιστό βέβαια, -δεν περπάταγε ακόμα- κι ολονυχτίς ξενύχτι, δύσπνοια, αγωνία και τα ματάκια του ολάνοιχτα, τρομαγμένα. Άσμα, σου λένε οι γιατροί, φταίει το σόι, και ίσως δεν έχουν άδικο (είχε άσμα και κάποιος μπάρμπας μου) κι οχτώ χρόνια από τότες γίναμε ταχτικοί στα νοσοκομεία με το Κατινάκι, συνηθίσαμε γιατρούς κι άσπρες μπλούζες, συνηθίσαμε τα έξοδα (το πάω πρώτη θέση –αλίμονο! Ένα τόχω- και όλο και κάτι για το γιατρό, για τις νοσοκόμες, για τις καθαρίστριες που όλο κλαίγονται) κι έχει ο Μεγαλοδύναμος.
Από τα τόσα πούδα στο νοσοκομείο πείστηκα πως υπάρχουν και χειρότερα κι είναι αμαρτία να παραπονιέμαι.
Κείνη τη μέρα, λοιπόν, κύριε πρόεδρε, το Κατινάκι ήταν πάλι πολύ άρρωστο, έβραζε από το πρωί και είμαστε πάλι στο πόδι κι οι δυο με τη Φρόσω.
Μόνο σα νύχτωσε κοιμήθηκε βαθιά κι ανήσυχα κι έγειρε η Φρόσω δίπλα της ν’ αναπαυθεί κι εγώ καθόμουν στην καρέκλα με τα μάτια μαυρισμένα από την πίκρα, το τσιγάρο, την αγρύπνια. Είχα μια βύθιση. Σκεφτόμουν την κακοτυχιά μας. Ήμουνα σα μεθυσμένος. Αν με ρωτούσες «πετάει ο γάιδαρος;» Θα σούλεγα «πετάει».
Κι είδα το πόδι της Φρόσως ξεσκέπαστο ως πάνω πάνω, την είδα να γυρίζει στο πλευρό και σάστισα σα να μην είχα ματαδεί γυναίκα. Τη σίμωσα, με κοίταξε παραξενεμένη, μα δε μ’ αρνήθηκε, ποτέ δε μούχε αρνηθεί. Ποιος ξέρει, ίσως να τόθελε κι αυτή να γλυκαθεί μετά από τόση πίκρα!
Και κει που πήγαμε να σμίξουμε στο στενάχωρο κρεβάτι, νάσου και μπαίνει ο γιατρός, ο εξυπνάκιας, και με πετάει όξω με τις κλωτσιές και είπε τη γυναίκα μου πουτάνα, γιατί δίπλα στο άρρωστο παιδί της κάνει τις βρωμοδουλειές της. Θύμωσα κι εγώ, τούδωσα μια μπουνιά, είμαι πιο χεροδύναμος, του μαύρισα το μάτι.
Έτσι έχει η υπόθεση, κύριε πρόεδρε κι αν θες καταδίκασέ με, αλλά να ξέρεις πως καταδικάζεις ένα αθώο. Γιατί, τι θάκανε αυτός να λέγαν τη γυναίκα του πουτάνα, επειδή δέχθηκε το αγκάλιασμά του; Μα, γιατρός είναι, τι περιμένεις;

ΥΓ
Ταύτα εγγράφω, κύριε πρόεδρε, και γράμματα πολλά δεν κατέχω, μη δυνάμενος να έλθω στο σεβαστό σας δικαστήριο, λόγω θανάτου εκτάκτου και κηδείας της θυγατέρας μου Αικατερίνης Κόντου. Οι γιατροί είπαν, από τις ενέσεις κόλλησε βαριά Ηπατίτις. Ξέρεις, κύριε πρόεδρε, οι γιατροί όλο και κάτι λένε πως φταίει.
Μετά τιμής

Γ. Κόντος.
 Περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων "Ο Θηλυκός άνθρωπος"

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης